Αυγουστίνος Καποδίστριας

Κυβερνήτης της Ελλάδας κατά την περίοδο 1831 - 1832.

Ο Κόμης Αυγουστίνος Καποδίστριας (1778 - 1857), (πλήρες όνομα Αυγουστίνος Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας) ήταν ο μικρότερος αδελφός του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Διετέλεσε κυβερνήτης της Ελλάδας για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τη δολοφονία του αδελφού του.

Αυγουστίνος Καποδίστριας
Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας
Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος
Περίοδος
27 Σεπτεμβρίου 1831 – 8 Δεκεμβρίου 1831
Μαζί μεΘεόδωρο Κολοκοτρώνη
Ιωάννη Κωλέττη
ΠροκάτοχοςΙωάννης Καποδίστριας
Διάδοχοςο ίδιος
(προσωρινός) Πρόεδρος της «Κυβερνήσεως της Ελλάδας»
Περίοδος
8 Δεκεμβρίου 1831 – 28 Μαρτίου 1832
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Αυγουστίνου Καποδίστρια
ΠροκάτοχοςΔιοικητική Επιτροπή της Ελλάδος 1831
ΔιάδοχοςΔιοικητική Επιτροπή της Ελλάδος (1832)
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση1778, Κέρκυρα
ΘάνατοςΜάιος 1857 (79 ετών)
Αγία Πετρούπολη, Ρωσία
ΕθνότηταΕλληνική
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Αρχική σταδιοδρομία Επεξεργασία

Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1778 στην Κέρκυρα και ήταν γιος του διπλωμάτη Αντώνιου Μαρία Καποδίστρια και της Διαμαντίνας, κόρης του Χριστόδουλου Γονέμη. Έλαβε γενική μόρφωση παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας και γεωπονίας[1]. Αρχικά υπήρξε γραμματέας της πρεσβείας της Ιονίου Πολιτείας στην Κωνσταντινούπολη[1] και από το 1800 ήταν γραμματέας των αυτοκρατορικών Επιτρόπων για τη διοίκηση των Ιονίων Νήσων. Όταν ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, έγινε πρώτα μέλος και στη συνέχεια έφορός της.

Τον Μάρτιο του 1828, μετά από πρόσκληση του αδελφού του και κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, ενώ λίγο καιρό αργότερα πολιτογραφήθηκε κάτοικος Ύδρας[1]. Το 1829 ανέλαβε κατ' εντολή του Ιωάννη Καποδίστρια την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της Δυτικής Ελλάδας[2], αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για την ανακατάληψη των φρουρίων, που βρίσκονταν ακόμη υπό τουρκικό έλεγχο. Αρχικά πολιόρκησε και κατέλαβε τη Ναύπακτο και απελευθέρωσε το Αντίρριο, ενώ στη συνέχεια παραδόθηκαν αμαχητί οι φρουρές του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού[3][4]. Παράλληλα, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Τσωρτς για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή του Μακρυνόρους[1]. Αργότερα, τόσο ο ίδιος όσο και ο έτερος αδελφός του Βιάρος αναδείχτηκαν σε υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη, γεγονός που στηλιτεύτηκε από την αντιπολίτευση ως δείγμα νεποτισμού[5].

Συγκυβερνήτης της Ελλάδας Επεξεργασία

Αναρρίχηση και διακυβέρνηση Επεξεργασία

Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, η Γερουσία ανέθεσε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 το σχηματισμό κυβέρνησης σε τριμελή επιτροπή υπό την ονομασία Διοικητική Επιτροπή. Ο Αυγουστίνος ορίστηκε ως πρόεδρος αυτής, στην οποία συμμετείχαν ως συγκυβερνήτες και οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Ιωάννης Κωλέττης[6][7]. Η συγκεκριμένη επιτροπή θα είχε μεταβατικό χαρακτήρα ενόψει της Εθνοσυνέλευσης, που ήταν προγραμματισμένη από την περίοδο κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια[8].

Ο Καποδίστριας από την αρχή κράτησε δυναμική στάση απέναντι στην αντιπολίτευση, καθώς στις αρχές Οκτωβρίου απέπεμψε από το Ναύπλιο αντιπροσωπεία προερχόμενη από την Ύδρα και αποτελούμενη από τους Μιαούλη, Ζαΐμη και Τρικούπη[9]. Παράλληλα, ενώ κατά την εκλογή των πληρεξουσίων ενόψει της Εθνοσυνέλευσης αρκετές επαρχίες απέστειλαν στο Άργος τόσο καποδιστριακούς όσο και αντικυβερνητικούς εκπροσώπους, ελάχιστοι από τους αντικυβερνητικούς πληρεξούσιους κατάφεραν να μεταβούν στην πελοποννησιακή πόλη.

Όσον αφορά τους εκπροσώπους των σημαντικότερων αντικυβερνητικών επαρχιών, οι Υδραίοι εμποδίστηκαν στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την πελοποννησιακή ακτή, με αποτέλεσμα να ζητήσουν τις εγγυήσεις του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων· αρκετοί από τους πληρεξούσιους της Μάνης συνελήφθησαν και άλλοι αναγκάστηκαν να επιτρέψουν στις εστίες τους, ενώ οι υποστηρικτές του Κωλέττη από τη Στερεά (Γρίβας, Μπότσαρης, Ίσκος, Δυοβουνιώτης, κ.λπ.) έφτασαν στο Άργος συνοδευόμενοι από ένοπλους. Και εκεί όμως, η επιτροπή που συντάχτηκε από τη Γερουσία, απέκλεισε τους περισσότερους από τους αντικαποδιστριακούς πληρεξούσιους[10].

Εμφύλια σύγκρουση και πτώση Επεξεργασία

Στις 8/20 Δεκεμβρίου ξεκίνησαν οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης, με τις δύο αντίπαλες παρατάξεις να συνεδριάζουν σε διαφορετικούς χώρους. Τρεις ημέρες αργότερα[6][11], ο Καποδίστριας εξελέγη από την προσκείμενη σε αυτόν Εθνοσυνέλευση πρόεδρος της κυβέρνησης έπειτα από πρόταση του Κολοκοτρώνη, με επακόλουθο την αντίδραση της αντιπολίτευσης και την έναρξη τριήμερων εμφύλιων συγκρούσεων μέσα στο Άργος ανάμεσα στις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις (τις αποτελούσαν οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Τζαβέλας, Καλλέργης) και τους αντικαποδιστριακούς οπλαρχηγούς της Στερεάς[12][13]. Στις 12/24 Δεκεμβρίου ο Καποδίστριας ήρθε σε προσωρινό συμβιβασμό με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Κωλέττη, με επακόλουθο την εκκένωση της περιοχής από τα αντίπαλα στρατεύματα, τα οποία υπό τον Κωλέττη κατέφυγαν βόρεια του Λουτρακίου, στην Περαχώρα Κορινθίας[12]. Με αυτόν τον τρόπο ο Αυγουστίνος Καποδίστριας διατήρησε υπό τον έλεγχό του το Ναύπλιο, στηριζόμενος στην στρατιωτική δύναμη του Κολοκοτρώνη και στην ναυτική υποστήριξη του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ[14], παρέμεναν όμως εκτός της δικαιοδοσίας του η Μάνη, η Ύδρα και σημαντικό μέρος της Στερεάς.

Έπειτα από προτροπή του Βρετανού απεσταλμένου Στράτφορντ Κάννινγκ, ξεκίνησε με αρκετή επιφυλακτικότητα η προσπάθεια διαπραγματεύσεων του Καποδίστρια με τις αντιπολιτευόμενες περιοχές μέσω των διορισμένων αντιπρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων, χωρίς όμως ιδιαίτερα αποτελέσματα, καθώς απέρριψε τα αιτήματα, τα οποία ζητούσαν ριζικές αλλαγές, που έφταναν μέχρι και στην απομάκρυνσή του από την εξουσία[15].

Λίγο καιρό αργότερα, κοινοποιήθηκε και στην Ελλάδα η απόφαση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 7ης Ιανουαρίου 1832, σύμφωνα με την οποία αναγνωριζόταν προκαταβολικά ως κυβέρνηση αυτή που θα προέκυπτε από την Ε' Εθνοσυνέλευση, η οποία στο ενδιάμεσο είχε ολοκληρωθεί με την απουσία της αντιπολίτευσης. Παράλληλα μερικοί παράγοντες της αντιπολίτευσης, όπως οι Ζαΐμης και Τρικούπης, έκαναν χρήση της χορηγούμενης αμνηστίας, ενώ και οι Μανιάτες ανέστειλαν την προετοιμαζόμενη εκστρατεία τους κατά της κυβέρνησης, καθώς έπειτα από τη μεσολάβηση του Θείρσιου αποφυλακίστηκαν οι Πετρόμπεης και Ιωάννης Μαυρομιχάλης. Ένεκα όμως της αμοιβαίας καχυποψίας και αδιαλλαξίας, δεν επιτεύχθηκε ομαλοποίηση στις σχέσεις με την πλευρά του Κωλλέτη[16].

Παρά το γεγονός πως ο Αυγουστίνος έδωσε στον Κολοκοτρώνη την εντολή για το σχηματισμό δέκα ταγμάτων, που θα αναλάμβαναν το βάρος της αντιμετώπισης μιας επερχόμενης εισβολής των δυνάμεων του Κωλλέτη[17], τα οικονομικά προβλήματα, αλλά και άλλοι παράγοντες, όπως η αίσθηση των ατάκτων στρατευμάτων πως αδικούνται σε σχέση με τα αντίστοιχα τακτικά, οδήγησαν αρκετούς οπλαρχηγούς (π.χ. Χατζή Χρήστος και Γενναίος Κολοκοτρώνης) να ταχθούν εναντίον του και πλήθος στρατιωτών να αποσκιρτήσουν προς τους αντικυβερνητικούς[18].

Παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, ο Καποδίστριας απέρριψε την πρόταση του Θείρσιου, που τον καλούσε να παραιτηθεί. Ακολούθησε στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου εισβολή των ρουμελιώτικων δυνάμεων του Κωλέττη στην Πελοπόννησο, τα οποία ανέτρεψαν τις ισχνές δυνάμεις του Καποδίστρια στον Ισθμό και έφτασαν στα πρόθυρα του Ναυπλίου[19]. Υπό το βάρος των εξελίξεων, και παρά το ότι λίγες ημέρες νωρίτερα η -ελεγχόμενη από αυτόν- Εθνοσυνέλευση τον είχε ανακηρύξει σε κυβερνήτη, ο Αυγουστίνος αναγκάστηκε να παραιτηθεί[20][21]. Την παραίτησή του την ανακοίνωσε επίσημα στην Γερουσία στις 28 Μαρτίου/9 Απριλίου[22].

Ύστερα χρόνια Επεξεργασία

Στις 28 Μαρτίου του 1832 παρέλαβε τη ταριχευμένη σορό του αδελφού του, την αλληλογραφία του και κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα και, επιβιβαζόμενος σε ρωσική φρεγάτα, έφυγε για την Κέρκυρα[6][23][24][25]. Από εκεί μετέβη στην Αγία Πετρούπολη, όπου εγκαταστάθηκε. Μέχρι τον θάνατό του συνταξιοδοτούταν από τη ρωσική κυβέρνηση, ενώ η Ιόνιος Πολιτεία στις 16 Ιουλίου 1840, τελούσα ακόμη υπό αγγλική επικυριαρχία, του αναγνώρισε τον τίτλο του κόμη[2].

Απεβίωσε τον Μάιο του 1857, δίχως να αφήσει απογόνους. Σήμερα ο τάφος του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας στην Κέρκυρα μαζί με αυτούς τού αδελφού του Ιωάννη και τού πατέρα του Αντώνιου-Μαρία[26].

Κριτική Επεξεργασία

Σύμφωνα με τον Στράτφορντ Κάννινγκ, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας δεν διέθετε ούτε το κύρος, ούτε την πολιτική πείρα του αδελφού του Ιωάννη· από την άλλη πλευρά όμως δεν υπήρχε -σύμφωνα πάντα με την κρίση του Βρετανού διπλωμάτη- κάποιος ικανότερος από εκείνον, για να αναλάβει το ρόλο του κυβερνήτη[27]. Αρνητικές ήταν και οι γνώμες διάφορων συγχρόνων του, όπως του περιηγητή Thomas Alcock (που τον θεωρούσε άτομο δίχως μεγάλη αντίληψη, υπερόπτη, πολυέξοδο και επιρρεπή στις κολακείες), του Μακρυγιάννη, αλλά και του Περραιβού[28]. Κατά μεταγενέστερους επικριτές του συγκέντρωνε όλο τα ελαττώματα του αδελφού του και κανένα από τα προτερήματά του· προσπάθησε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του, ώστε να γίνει δικτάτορας[29]· ήταν στενόμυαλος, επιρρεπής στην κολακεία και αυταρχικός[11].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια - Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991, τ. 4, σ. 261.
  2. 2,0 2,1 Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τ. 13ος, σ. 252.
  3. Κάρπου Παπαδοπούλου, Τα κατά Γ. Βαρνακιώτην και ανάκτησις του Μεσολογγίου, 1861, σ. 87 - 99.
  4. Επτά Ημέρες, Ιωάννης Καποδίστριας - Πορεία δόξας και τραγωδίας, ένθετο εφημερίδας «Η Καθημερινή», 25 - 26 Μαρτίου 1995, σ. 5.
  5. Κ. Παπαρρηγοπούλου - Π. Καρολίδου, Ιστορία του ελληνικού έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930, τ. 6ος, β' μέρος, Ελευθερουδάκης, Εν Αθήναις, χ.χ., σ. 212.
  6. 6,0 6,1 6,2 Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδ. Πυρσός, 1934, Τ. δέκατος, σ. 576.
  7. Φιλαδελφεύς (επιμ.), σελ. 6.
  8. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελίδες 251–252.
  9. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 253.
  10. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελίδες 253–254.
  11. 11,0 11,1 Γιάννη Γ. Μπενέκου, Κωλέτης - Ο πατέρας των πολιτικών μας ηθών, Κυψέλη, Αθήνα 1961, σ. 176.
  12. 12,0 12,1 Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 254.
  13. Φιλαδελφεύς (επιμ.), σελ. 7.
  14. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 261.
  15. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελίδες 257–258.
  16. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελίδες 261–265.
  17. Φιλαδελφεύς (επιμ.), σελ. 8.
  18. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 265.
  19. Στην ήττα των καποδιστριακών δυνάμεων συνετέλεσε και η ολιγωρία των στρατευμάτων των Μεγάλων Δυνάμεων, τα οποία, παρά το γεγονός πως είχαν την υποχρέωση να υποστηρίξουν την κυβέρνηση Καποδίστρια, δεν συμμετείχαν στη σύγκρουση (Δείτε Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 265).
  20. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 268.
  21. Φιλαδελφεύς (επιμ.), σελ. 11.
  22. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2008, τόμος 22, σ. 217 - 218.
  23. Δημήτρη Φωτιάδη, Όθωνας - Η μοναρχία, εκδόσεις Κυψέλη, Αθήνα, 1963, σ. 56.
  24. Ανδρέα Σπ. Σκανδάμη, Η Τριακονταετία της Βασιλείας του Όθωνος, τ. Α', Αθήναι, 1961, σ. 68.
  25. Μιχαήλ Σχινά, Επιστολαί Ι. Α. Καποδίστρια - κυβερνήτου της Ελλάδος, Αθήνησιν 1841, τ. Α' , σ. 89.
  26. «Μητρόπολη Κέρκυρας: Ανδρικές ιερές μονές». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2015. 
  27. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, σελ. 257.
  28. Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, Αθήνα 1984, τ. 5ος, σ. 286 - 287.
  29. Φωτιάδη, 1963, σ. 55.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία