Το αυλικό μυθιστόρημα (γαλλικά: roman courteois) είναι μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα, νέο λογοτεχνικό είδος στα πλαίσια της αυλικής λογοτεχνίας, που αναπτύχθηκε από το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα έως τον 14ο αιώνα αρχικά στις αγγλο-νορμανδικές δουκικές και πριγκιπικές αυλές της βόρειας Γαλλίας και της Αγγλίας και στη συνέχεια διαδόθηκε στην Ευρώπη.

Τριστάνος και Ιζόλδη

Διαδέχθηκε τα προγενέστερα επικά άσματα, αλλά σε αντίθεση με αυτά που αφηγούνταν τα πολεμικά κατορθώματα και τις ηρωικές πράξεις ενός ήρωα της γαλλικής ιστορίας σε συλλογικό πλαίσιο, το κεντρικό θέμα και χαρακτηριστικό του αυλικού μυθιστορήματος είναι ο αυλικός έρωτας, η σχέση του ιππότη με μια ανώτερη κυρία, που γίνεται αφορμή για μια σειρά από ανδραγαθήματα τα οποία ολοκληρώνει ο ιππότης για να τιμήσει την κυρία που αγαπά και να ενσαρκώσει τις αξίες του «ιδανικού ιππότη».[1]

Στον ύστερο Μεσαίωνα οι στίχοι αντικαταστάθηκαν από πεζό κείμενο.

Ο όρος αυλικό μυθιστόρημα αναφέρεται στις ιστορίες ιπποτικών περιπετειών, όπως αυτές καταγράφηκαν για πρώτη φορά στις μεσαιωνικές αριστοκρατικές και πριγκιπικές αυλές από το 1150 περίπου και μετά. Στον Μεσαίωνα, πολλά κείμενα γράφονταν ακόμη στα λατινικά. Η λέξη Roman σήμαινε λογοτεχνικό έργο στα ρομανικά, την καθομιλούμενη γλώσσα, δηλαδή τη συγγραφή κειμένου στα παλαιά γαλλικά.

Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος αναφέρεται στα κείμενα του Μεσαίωνα, αρχικά σε στίχους και αργότερα σε πεζό κείμενο, αλλά όχι στο σύγχρονο μυθιστόρημα, που καθιερώθηκε ως δημοφιλές λογοτεχνικό είδος στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Παρά τη διάκριση αυτή, το αυλικό μυθιστόρημα έχει επηρεάσει τη μεταγενέστερη εξέλιξη του μυθιστορήματος μέχρι σήμερα.

Θέματα και ανάπτυξη

Επεξεργασία

Το αυλικό μυθιστόρημα αρχικά βασίστηκε

Τα έργα είναι γραμμένα σε οκτασύλλαβους στίχους, αλλά όχι πάντα, η Μυθιστορία του Αλέξανδρου, που αφηγείται τα θρυλικά κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αποτελείται από δωδεκασύλλαβους στίχους (αλεξανδρινός).

 
Ο Λάνσελοτ και η βασίλισσα Γκουίνεβιρ, από εικονογράφηση του Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου

Το αυλικό μυθιστόρημα είναι προϊόν της αλλαγής που επήλθε όταν τα μεσαιωνικά ήθη αμβλύνθηκαν και έγιναν πιο εκλεπτυσμένα. Αφηγείται τις περιπέτειες ενός ιππότη, γενναίου, ενάρετου και κυρίως ερωτευμένου με την κυρίαρχη της καρδιάς του, στην οποία οφείλει σεβασμό, αφοσίωση και υπακοή, εξομοιώνοντας τον έρωτα με τη φεουδαρχική πίστη. Τα ιπποτικά κατορθώματά του στοχεύουν να ευχαριστήσουν αυτήν και μόνο, η οποία συχνά είναι απρόσιτη, και να αναδείξουν τις ατομικές του ιδιότητες. Εξυψώνει την ευγένεια, το νέο ιδανικό που αναπτύχθηκε στις αυλές από τον 11ο αιώνα και υιοθετήθηκε από τους αριστοκρατικούς κύκλους, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τους παλαιότερους άξεστους τρόπους και αντιστοιχεί σε μια εξέλιξη νοοτροπιών και τρόπου ζωής: η αριστοκρατία απορρίπτει τώρα τη βιαιότητα των φεουδαρχικών, ανδρείων και πολεμικών εθίμων και καθιερώνει νέους κώδικες συμπεριφοράς που είναι πιο «πολιτισμένοι», πιο εκλεπτυσμένοι και δίνουν στις γυναίκες ιδιαίτερη σημασία, που απουσίαζε στην προηγούμενη σκληρή ανδροκρατούμενη κοινωνία. Αυτός ο νέος εκλεπτυσμένος αυλικός πολιτισμός αντικατέστησε τα επικά άσματα, που αναφέρονταν κυρίως σε ηρωικές πράξεις σε συλλογικό πλαίσιο, με τις νέες διηγήσεις, που επικεντρώνονταν στις αισθηματικές σχέσεις του ιππότη και της αγαπημένης του και έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στον αυλικό έρωτα και στην παράσταση των ιδανικών του ιπποτισμού.[2]

Ο τέλειος αυλικός ήρωας διχάζεται μεταξύ περιπέτειας και αγάπης. Το χριστιανικό θαύμα και τα υπερφυσικά στοιχεία καταλαμβάνουν μεγάλη θέση στην πλοκή. Η φύση και η υλική ζωή περιγράφονται λεπτομερώς: η περιγραφή των κάστρων, των ρούχων, των τουρνουά και των διασκεδάσεων αντιπροσωπεύει κάτι νέο σε σύγκριση με τα παλαιότερα έργα. Περιγράφει τον αυλικό κόσμο, αν και δίνει μια εξιδανικευμένη εικόνα που δεν θεωρείται ως ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας του Μεσαίωνα.

Τον 14ο αιώνα, η ακμή του αυλικού μυθιστορήματος τελείωσε και έγινε μια μετάβαση στις πεζογραφικές μορφές του ιπποτικού μυθιστορήματος και σε διασκευές έργων στα λεγόμενα λαϊκά βιβλία.

Ένα έργο που επηρέασε σημαντικά το αυλικό μυθιστόρημα είναι το έμμετρο χρονικό Μυθιστορία του Βρούτου (περίπου 1155) του Αγγλο-νορμανδού ποιητή Γουέις, το οποίο βασιζόμενο στο έργο του Τζέφρεϊ του Μονμάουθ Historia regum Britanniae (περίπου 1138), αναφέρεται στη θρυλική ίδρυση της Βρετανίας από τον Βρούτο, υποτιθέμενο απόγονο του Αινεία και εισήγαγε τον θρύλο του βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, των οποίων οι περιπέτειες εναλλάσσονται με θέματα ερωτικής φύσης.

Με βάση το θέμα της Ρώμης αξιοσημείωτα είναι τα έργα ανωνύμων συγγραφέων Η μυθιστορία των Θηβών (γύρω στο 1150) από το έργο του Στάτιου Θηβαΐς, Η μυθιστορία του Αινεία (γύρω στο 1160) μια διασκευή της Αινειάδας του Βιργίλιου και η Μυθιστορία της Τροίας (γύρω στο 1160) του τρουβέρου Μπενουά ντε Σαιντ-Μωρ που αναφέρεται στον Τρωικό Πόλεμο, έργα στα οποία οι ήρωες παρουσιάζονται σαν μεσαιωνικοί ιππότες και εραστές σύμφωνα με τις αρχές του εξιδανικευμένου αυλικού έρωτα.[3]

 
Ο Υβαίν βοηθά τη νεαρή κυρία, από εικονογραφημένο χειρόγραφο του 15ου αιώνα του Υβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι

Με βάση το θέμα της Βρετάνης κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, οι πιο διάσημοι συγγραφείς ήταν: ο Τόμας της Βρετανίας και ο Μπερούλ, και οι δύο έγραψαν παραλλαγές της ιστορίας του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Ο Κρετιέν ντε Τρουά, ποιητής στην αυλή της Καμπανίας, έγραψε τα Ερέκ και Ενίντ, Κλίγης, Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου, Υβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι, και Πέρσιβαλ ή ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου. Η Μαρία της Γαλλίας, που έζησε στην αυλή του Ερρίκου Β' και της Ελεονώρας της Ακουιτανίας, διασκεύασε παλιούς θρύλους της Βρετάνης σε αφηγηματικά ποιήματα (λαι) που εξυμνούν τον αυλικό έρωτα σε ιπποτικό περιβάλλον, όπως Γκιζεμάρ, Οι δύο εραστές κ.α..[4] Η αλληγορική Μυθιστορία του ρόδου κατέχει ιδιαίτερη θέση στο αυλικό μυθιστόρημα και ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματα της γαλλικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας. Μετά την επιτυχία, η αλληγορία έγινε ένα από τα κύρια μέσα έκφρασης στη λογοτεχνία μέσα από όνειρα και ιστορίες περιπέτειας.[5]

Επίσης, μεταξύ άλλων: Η μυθιστορία των επτά σοφών διασκευή μια συλλογής ιστοριών από την Ανατολή, Φλουάρ και Μπλανσφλέρ με θέμα τον χωρισμό και ξανασμίξιμο δύο ερωτευμένων, πολύ δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη που διασκευάστηκε στο Βυζάντιο με τον τίτλο Φλώριος και Πλατζιαφλώρα, Παρτονοπέας του Μπλουά, Η πυργοδέσποινα του Βερζί, Ζεάν ντε Παρί, Ζουφρουά του Πουατιέ, Η ευγενική ιστορία των Λουζινιάν (1392), που αφηγείται το μεγαλείο και την παρακμή του οίκου των Λουζινιάν, καθώς και τη θρυλική καταγωγή τους από τη νεράιδα Μελουζίν.

Τα μυθιστορήματα του Κρετιέν ντε Τρουά ενέπνευσαν τους Γερμανούς ποιητές. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα της γερμανικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνα ανήκουν στο είδος του αυλικού μυθιστορήματος με κυριότερους εκπροσώπους τον Χάρτμαν φον Άουε ( Ερέκ 1180, Υβαίν 1202), τον Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ (Τριστάνος, μεταξύ 1200 και 1210) και τον Βόλφραμ φον Έσενμπαχ με το Πάρσιφαλ (περίπου 1200–1210).

Το 1485, ο Τόμας Μάλλορυ στο έργο του με τίτλο Ο θάνατος του Αρθούρου συνέλλεξε, μετέφρασε και τροποποίησε μια συλλογή αρθουριανών αυλικών μυθιστορημάτων που αφηγούνται την ιστορία του βασιλιά Αρθούρου από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του, σημαντικό έργο της μεσαιωνικής αγγλικής λογοτεχνίας.[6]

Παραπομπές

Επεξεργασία