Βασιλική σύζυγος

η σύζυγος ενός εν ενεργεία μονάρχη

Bασιλική σύζυγος (αγγλικά: Queen consort) είναι η σύζυγος ενός Βασιλιά μονάρχη (King Regnant) η οποία κατέχει τον τίτλο της Βασίλισσας και συνήθως μοιράζεται την κοινωνική τάξη και την κοινωνική θέση του συζύγου της. Κατέχει το θηλυκό ισοδύναμο των μοναρχικών τίτλων του βασιλιά και μπορεί να στεφθεί και να χριστεί, αλλά ιστορικά δεν μοιράζεται επίσημα τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες του βασιλιά, εκτός εάν κατά περίπτωση ενεργεί ως αντιβασιλέας[1][2]. Ο όρος αυτός δεν αποτελεί τίτλο και χρησιμοποιείται μόνο το πρώτο μέρος, δηλαδή Βασίλισσα συν το όνομα, εκτός και αν αναφέρεται ολόκληρος ο όρος δηλαδή Βασιλική σύζυγος τότε δεν προστίθεται το όνομα, όμως η δεύτερη χρήση δεν συνηθίζεται.

Η Καμίλα, Βασιλική σύζυγος του Καρόλου Γ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, την ημέρα της στέψης, που έλαβε τον τίτλο της Βασίλισσας

Αντίθετα, μια Βασίλισσα μονάρχης (Queen regnant) είναι μια γυναίκα που κυβερνά suo jure (με το δικό της δικαίωμα, δηλαδή, επειδή έχει κληρονομήσει τον θρόνο με το θάνατο του προηγούμενου μονάρχη και όχι επειδή έχει παντρευτεί μονάρχη)[3] .

Ενώ μία Βασίλισσα χηρεύσασα (Queen dowager) είναι μία χήρα Βασιλική σύζυγος.

Τέλος, μία Βασιλομήτωρ είναι μία Βασίλισσα χηρεύσασα που είναι η μητέρα του εν' ενεργεία μονάρχη.

Όταν ο ηγεμόνας κατέχει άλλον τίτλο εκτός από βασιλιά, η σύζυγός του μπορεί να αναφέρεται με το αντίστοιχο θηλυκό, όπως Πριγκίπισσα σύζυγος ή Αυτοκράτειρα σύζυγος.

Σε μοναρχίες όπου η πολυγαμία ασκούνταν στο παρελθόν (όπως το Μαρόκο και η Ταϊλάνδη) ή ασκείται σήμερα (όπως το έθνος των Ζουλού και οι διάφορες Πολιτείες των ομιλούντων Γιορούμπα) ο αριθμός των συζύγων του βασιλιά ποικίλλει. Στο Μαρόκο, ο βασιλιάς Μοχάμεντ ΣΤ' έσπασε την παράδοση και έδωσε στη γυναίκα του, Λάλα Σάλμα, τον τίτλο της πριγκίπισσας. Πριν από τη βασιλεία του βασιλιά Μοχάμεντ ΣΤ η μοναρχία του Μαρόκου δεν είχε τέτοιο τίτλο. Στην Ταϊλάνδη, ο βασιλιάς και η βασίλισσα πρέπει να είναι και οι δύο βασιλικής καταγωγής. Άλλοι πολιτισμοί διατηρούν διαφορετικές παραδόσεις ως προς το καθεστώς της βασίλισσας. Ένας Ζουλού αρχηγός ορίζει μια από τις συζύγους του ως «Μεγάλη Σύζυγο», που θα ισοδυναμούσε με τηνν Βασιλική σύζυγο.

Αντίθετα, στη Γιορουμπαλάνδη, όλοι οι σύζυγοι ενός αρχηγού είναι ουσιαστικά ίσες. Παρόλο που σε μία από τις δύο συζύγους, συνήθως αυτή που είναι παντρεμένη με τον αρχηγό για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μπορεί να της δοθεί η αρχηγία της φυλής για να τονίσει τη σχετικά υψηλότερη θέση της σε σύγκριση με τις άλλες συζύγους.

Ενώ η σύζυγος ενός βασιλιά συνήθως αποκαλείται βασίλισσα, υπάρχει πολύ λιγότερη συνέπεια για τον σύζυγο μιας βασίλισσας μονάρχη. Ο τίτλος του Βασιλιά συζύγου είναι σπάνιος. Παραδείγματα είναι ο Ερρίκος Στιούαρτ, 1ος δούκας του Όλμπανυ, στη Σκωτία και ο Φραγκίσκος δε Ασίς, δούκας του Κάδιθ, στην Ισπανία. Ο Αντώνιος της Βουρβόνης και ο Φερδινάνδος Β΄ της Πορτογαλίας κέρδισαν τον τίτλο βασιλιάς, όχι Βασιλιάς σύζυγος και ήταν συγκυβερνήτες με τις συζύγους τους, βασίλισσες μονάρχες λόγω της πρακτικής του Jure uxoris (όταν ένας βασιλιάς συγκυβερνά με την βασίλισσα του και κατέχει το αξίωμα εξαιτίας του γάμου τους).

Ο τίτλος του Πρίγκιπα συζύγου για τον σύζυγο μιας βασίλισσας μονάρχη είναι πιο συνηθισμένος. Ένα παράδειγμα είναι ο Αλβέρτος του Δουκάτου της Σαξονίας-Κόμπουργκ & Γκότα. Παντρεύτηκε τη βασίλισσα Βικτώρια του Ηνωμένου Βασίλειου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Επειδή εκείνη επέμενε να του δοθεί ένας τίτλος που να προσδιορίζει την κατάστασή του, ο Αλβέρτος έγινε Πρίγκιπας σύζυγος.

H Καμίλα του Ηνωμένου Βασιλείου έλαβε τον τίτλο Βασιλική σύζυγος (Queen consort), από την Βασίλισσα Ελισάβετ Β', όταν με μήνυμά της στις 5 Φεβρουαρίου του 2022, εκδήλωσε την ειλικρινή της επιθυμία να λάβει τον τίτλο αυτό με την άνοδο του Καρόλου Γ΄ στον θρόνο του Ηνωμένου Βασιλείου.[4] Αμέσως μετά τον θάνατο της Βασίλισσας, το Μπάκιγχαμ αναφέρθηκε στο πρόσωπό της με αυτόν τον τίτλο.[5] Ένα μήνα πριν από την προγραμματισμένη στέψη στο Αββαείο του Ουέστμινστερ, στις προσκλήσεις που στάλθηκαν από τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως Βασίλισσα Καμίλα, με την αιτιολογία -από πηγή των Ανακτόρων- ότι «όλες οι βασιλικές σύζυγοι ήταν γνωστές ως “βασίλισσα”, συν το μικρό τους όνομα».[6][7] Αμέσως μετά την τελετή στέψης στις 6 Μαΐου 2023, άλλαξε και ο τίτλος στο προφίλ της στην επίσημη ιστοσελίδα της Βρετανικής Μοναρχίας.[8]

Η παραδοσιακή ιστοριογραφία για τη βασίλισσα έχει δημιουργήσει μια εικόνα μιας βασίλισσας που είναι «βοηθός» του βασιλιά  και παρέχει κληρονόμους.[9] Είχαν εξουσία εντός του βασιλικού οίκου και εν μέρει εντός της αυλής. Το καθήκον τους ήταν η ομαλή λειτουργία του βασιλικού οίκου, όπως η διεύθυνση της εκπαίδευσης των παιδιών, η επίβλεψη του προσωπικού και η διαχείριση του ιδιωτικού βασιλικού ταμείου.  Ενεργούσαν ανεπίσημα ως οικοδέσποινες, διασφαλίζοντας ότι η βασιλική οικογένεια δεν εμπλέκεται σε σκάνδαλα και δίνοντας δώρα σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους σε μια κοινωνία όπου αυτό ήταν σημαντικό για τη διατήρηση των δεσμών. Ως αποτέλεσμα, οι σύζυγοι αναμενόταν να ενεργούν ως σοφές, πιστές και αγνές γυναίκες.

Ορισμένες βασίλισσες σύζυγοι από ξένη καταγωγή υπηρέτησαν ρόλους ως μεταφορείς πολιτισμού. Λόγω της μοναδικής τους θέσης να ανατρέφονται σε έναν πολιτισμό και στη συνέχεια, όταν ήταν πολύ νέοι, τους υποσχέθηκαν να παντρευτούν σε μια άλλη χώρα με διαφορετική κουλτούρα, έχουν χρησιμεύσει ως πολιτιστική γέφυρα μεταξύ των εθνών. Με βάση τα ημερολόγια τους, κάποιοι αντάλλαξαν και εισήγαγαν νέες μορφές τέχνης, μουσικής, θρησκείας και μόδας.[10]

Ωστόσο, οι σύζυγοι των μοναρχών δεν έχουν επίσημη πολιτική εξουσία καθαυτές , ακόμη και όταν η θέση τους είναι συνταγματικά ή νομικά αναγνωρισμένη. Συχνά κατείχαν ένα άτυπο είδος εξουσίας που εξαρτιόταν από τις ευκαιρίες που της παρείχαν. Εάν έχει μια φιλική προσωπικότητα και υψηλή νοημοσύνη, παράγει έναν υγιή κληρονόμο και κερδίσει την εύνοια της αυλής (ειδικά του μονάρχη), τότε οι πιθανότητες ήταν μεγαλύτερες να την κερδίσει με την πάροδο του χρόνου. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις βασιλισσών συζύγων που ήταν οξυδερκείς ή φιλόδοξες, συνήθως (αλλά όχι πάντα) ανεπίσημα, ήταν από τους πιο έμπιστους συμβούλους του μονάρχη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η βασίλισσα σύζυγος ήταν η κύρια δύναμη πίσω από τον θρόνο του συζύγου της. π.χ. Μαρία Λουίζα της Πάρμας, σύζυγος του Καρόλου Δ΄ της Ισπανίας. Συχνά, η σύζυγος ενός αποθανόντος μονάρχη (η χηρεύσασα βασίλισσα ή η βασιλομήτωρ) έχει υπηρετήσει ως αντιβασιλέας εάν το παιδί της, ο διάδοχος του θρόνου, ήταν ακόμη ανήλικο - για παράδειγμα:

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «What is Queen Consort? What will be the role of Camilla?». The Economic Times. 2022-09-09. ISSN 0013-0389. https://economictimes.indiatimes.com/news/international/uk/what-is-queen-consort-what-will-be-the-role-of-camilla/articleshow/94092575.cms?from=mdr. Ανακτήθηκε στις 2023-05-07. 
  2. «Queens consort : the autobiography | WorldCat.org». www.worldcat.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2023. 
  3. Susan (11 Δεκεμβρίου 2018). «Four of a Kind: Queen Consort, Queen Dowager, Queen Mother, Queen Regnant». Unofficial Royalty (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2023. 
  4. Emma.Goodey (5 Φεβρουαρίου 2022). «The Queen's Accession Day message». The Royal Family (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2022. 
  5. Bridge, London (3 Μαρτίου 2017). «Announcement of the death of The Queen». The Royal Family (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2022. 
  6. Coughlan, Sean (4 Απριλίου 2023). «Coronation invites issued by King Charles and 'Queen Camilla'». BBC. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2023. 
  7. Muir, Ellie· Ng, Kate (17 Μαρτίου 2023). «Camilla could be crowned Queen Camilla at coronation, not Queen Consort». The Independent. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2023. 
  8. «The Queen». royal.uk/the-queen (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2023. 
  9. Mistry, Zubin (2019-11). «Ermentrude's consecration (866): queen‐making rites and biblical templates for Carolingian fertility» (στα αγγλικά). Early Medieval Europe 27 (4): 567–588. doi:10.1111/emed.12373. ISSN 0963-9462. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/emed.12373. 
  10. Watanabe-O'Kelly, Helen (2016). «Cultural Transfer and the Eighteenth-Century Queen Consort». German History 34 (2): 279–292. doi:10.1093/gerhis/ghw002.