Οι βενζοδιαζεπίνες αποτελούν μια κατηγορία φαρμάκων με ηρεμιστικές, υπνωτικές, αγχολυτικές, αντισπασμωδικές, αναισθητικές και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται συχνά για να προσφέρουν ανακούφιση σύντομης διάρκειας στις καταστάσεις σοβαρού άγχους ή αϋπνίας.

Η γενική χημική δομή των βενζοδιαζεπινών

Χρησιμοποιούνται επίσης για τη θεραπεία των σπασμωδικών κρίσεων και συμβάλλουν στην επαγωγή της αναισθησίας. Η χρήση τέτοιων ουσιών μπορεί να είναι προβληματική μακροπρόθεσμα λόγω ανάπτυξης ανοχής και μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση, σωματική και ψυχική. Οι βενζοδιαζεπίνες δεν είναι αγωνιστές των GABA υποδοχέων (γ-αμινοβουτυρικό οξύ), δηλαδή δεν προκαλούν οι ίδιες ενεργοποίηση τους, αλλά αλλοστερικοί διαμορφωτές τους, δηλαδή μεταβάλλουν την δράση τους συνδεόμενες σε διαφορετικό μέρος του νευρώνα (βενζοδιαζεπινικός υποδοχέας). Έτσι αυξάνουν την διαπερατότητα των ιόντων χλωρίου στους GABAεργικούς νευρώνες, αυξάνοντας την δραστικότητα των πραγματικών αγωνιστών.[1] Οι βενζοδιαζεπίνες επιδρούν κυρίως στην υποομάδα α των GABA υποδοχέων.

Λόγω της αποτελεσματικότητάς τους και του μειωμένου αριθμού παρενεργειών, σε σύγκριση με τα βαρβιτουρικά, οι βενζοδιαζεπίνες έχουν καθιερωθεί ως το επιλεγμένο φάρμακο για τη θεραπεία των διαταραχών που οφείλονται στο άγχος και την αϋπνία.

Η δομή των βενζοδιαζεπινών αποτελείται από έναν αρωματικό δακτύλιο (βενζολικό) και από έναν διαζεπινικό δακτύλιο που αποτελείται από επτά άτομα: πέντε άτομα άνθρακα και δυο αζώτου με μια φαινυλική ρίζα στη θέση 5.

Χρήσεις στην ιατρική Επεξεργασία

Οι βενζοδιαζεπίνες έχουν ηρεμιστικές, υπνωτικές, αγχολυτικές, αντισπασμωδικές, μυοχαλαρωτικές και αναισθητικές δράσεις,[2][3] οι οποίες είναι χρήσιμες για διάφορες ενδείξεις, όπως στην εξάρτηση από αλκοόλ, στις επιληπτικές κρίσεις, στο άγχος, στη διαταραχή πανικού, στην ανησυχία και στην αυπνία. Οι περισσότερες χορηγούνται από του στόματος, ωστόσο μπορούν να χορηγηθούν ενδοφλέβια, ενδομυικά ή από το ορθό.[4] Γενικά οι βενζοδιαζεπίνες είναι καλά ανεκτές και είναι ασφαλή και αποτελεσματικά φάρμακα για μικρό χρονικό διάστημα χορήγησης, σε μεγάλη ποικιλία ενδείξεων.[5][6] Μπορεί να αναπτυχθεί ανοχή στα αποτελέσματά τους και υπάρχει ο κίνδυνος της ανάπτυξης εξάρτησης, και σε περίπτωση διακοπής μπορεί να δημιουργηθεί σύνδρομο στέρησης. Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με άλλες πιθανές δευτερεύουσες δράσεις έπειτα από παρατεταμένη χρήση, όπως ψυχοκινητική και γνωστική βλάβη, καθώς και διαταραχές της μνήμης, περιορίζουν τη μακροχρόνια χρήση τους.[7][8] Τα αποτελέσματα από τη μακροχρόνια χρήση ή κατάχρηση των βενζοδιαζεπινών περιλαμβάνουν την τάση να προκαλούν ή να επιδεινώνουν γνωστικά ελλείμματα, την κατάθλιψη ή το άγχος.[9][10]

Διαταραχή πανικού Επεξεργασία

Οι βενζοδιαζεπίνες είναι αποτελεσματικές, καλά ανεκτές και δρουν άμεσα όσον αφορά την αγχολυτική τους δράση. Για αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται συχνά για την αντιμετώπιση του άγχους που σχετίζεται με τη διαταραχή πανικού.[11] Ωστόσο, υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με τη μακροχρόνια χρήση των βενζοδιαζεπινών στη διαταραχή πανικού. Οι απόψεις κυμαίνονται από αυτές που υποστηρίζουν ότι δεν είναι αποτελεσματικές σε μακροχρόνια χρήση[12] και ότι θα πρέπει να χορηγούνται μόνο σε περιπτώσεις ανθεκτικές στη θεραπεία[13], σε αυτές που υποστηρίζουν ότι είναι το ίδιο αποτελεσματικές σε μακροχρόνια χρήση με τους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs).[14]

Οι βενζοδιαζεπίνες συνήθως χορηγούνται από του στόματος, ωστόσο σε περιπτώσεις κρίσεων πανικού η λοραζεπάμη και η διαζεπάμη μπορούν να χορηγηθούν και ενδοφλεβίως.[4]

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή Επεξεργασία

Οι βενζοδιαζεπίνες είναι αποτελεσματικές στην βραχυχρόνια αντιμετώπιση της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής (ΓΑΔ), αλλά δεν έχουν κάποιο αποτέλεσμα στη γενικότερη μακροχρόνια αντιμετώπισή της.[15]

Αϋπνία Επεξεργασία

Οι βενζοδιαζεπίνες είναι χρήσιμες στη βραχύχρονη αντιμετώπιση της αϋπνίας. Η χρήση τους δεν πρέπει να παρατείνεται πέραν των 2 με 4 εβδομάδων, για να αποφευχθεί η πιθανότητα ανάπτυξης εξάρτησης. Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται διακεκομμένα και στη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση. Βελτιώνουν τα προβλήματα που σχετίζονται με τον ύπνο, μειώνοντας το χρονικό διάστημα μέχρι την έλευση του ύπνου και αυξάνοντας το συνολικό χρόνο του ύπνου.[16][17]

Ταξινόμηση με βάση τον χρόνο ημιζωής Επεξεργασία

Το πιο κοινό σύστημα ταξινόμησης των βενζοδιαζεπινών είναι με βάση τον χρόνο ημιζωής τους (μεταξύ παρενθέσεων η εμπορική ονομασία που χρησιμοποιείται περισσότερο):

Βενζοδιαζεπίνες με μακρό χρόνο δράσης Επεξεργασία

Ημιζωή μεγαλύτερη των 30 ωρών:

Βενζοδιαζεπίνες με μέσο χρόνο δράσης Επεξεργασία

Ημιζωή μεταξύ 20 και 30 ωρών:

Βενζοδιαζεπίνες με σύντομο χρόνο δράσης Επεξεργασία

Ημιζωή μικρότερη των 20 ωρών:

Βενζοδιαζεπίνες με πολύ σύντομο χρόνο δράσης Επεξεργασία

Ημιζωή από 1 έως 7 ώρες:

Θεραπευτικές ενδείξεις και ανεπιθύμητες ενέργειες Επεξεργασία

Οι βενζοδιαζεπίνες παρουσιάζουν διάφορες κοινές θεραπευτικές ενδείξεις:

  • αγχολυτικές (μείωση του άγχους)
  • υπνωτικές ή ηρεμιστικές (προκαλούν ύπνο)
  • μυοχαλαρωτικές (χαλαρώνουν το σκελετικό μυϊκό σύστημα)
  • αντισπασμωδικές (χρησιμοποιούνται για την επιληψία)

Οι θεραπευτικές ενδείξεις οφείλονται στην ικανότητα των βενζοδιαζεπινών να αυξάνουν τη μετάδοση του GABA. Όλες οι βενζοδιαζεπίνες προκαλούν όλες αυτές τις θεραπευτικές ενέργειες, αν και μεταξύ των μορίων των βενζοδιαζεπινών υπάρχουν διαφορές στο βαθμό που επιδρούν. Επομένως, δεν υπάρχουν για παράδειγμα μόρια με επίδραση μόνο μυοχαλαρωτική, αλλά μόρια με επίδραση κυρίως μυοχαλαρωτική και σε κάπως μικρότερο βαθμό με τις υπόλοιπες επιδράσεις.

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται συνήθως ως μια ενίσχυση των θεραπευτικών ενεργειών. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί είναι οι εξής:

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Campo-Soria, Claudia; Chang, Yongchang; Weiss, David S (2006-08). «Mechanism of action of benzodiazepines on GABAA receptors». British Journal of Pharmacology 148 (7): 984–990. doi:10.1038/sj.bjp.0706796. ISSN 0007-1188. PMID 16783415. PMC PMCPMC1751932. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC1751932/. 
  2. ^ Jump up to: a b Page C, Michael C, Sutter M, Walker M, Hoffman BB (2002). Integrated Pharmacology (2nd ed.). C.V. Mosby. ISBN 978-0-7234-3221-0.
  3. ^ Jump up to: a b Olkkola KT, Ahonen J (2008). "Midazolam and other benzodiazepines". Handb Exp Pharmacol. Handbook of Experimental Pharmacology 182 (182): 335–60. doi:10.1007/978-3-540-74806-9_16. ISBN 978-3-540-72813-9. PMID 18175099.
  4. 4,0 4,1 ^ Jump up to: a b c d e f g h Royal Pharmaceutical Society of Great Britain (2009). British National Formulary (BNF 57). BMJ Group and RPS Publishing. ISBN 978-0-85369-845-6.
  5. ^ Jump up to: a b Perugi G, Frare F, Toni C (2007). "Diagnosis and treatment of agoraphobia with panic disorder". CNS Drugs 21 (9): 741–64. doi:10.2165/00023210-200721090-00004. PMID 17696574.
  6. ^ Tesar GE (1990). "High-potency benzodiazepines for short-term management of panic disorder: the U.S. experience". J Clin Psychiatry 51 (Suppl): 4–10; discussion 50–3. PMID 1970816.
  7. ^ Faught E (2004). "Treatment of refractory primary generalized epilepsy". Rev Neurol Dis 1 (Suppl 1): S34–43. PMID 16400293.
  8. ^ Allgulander C, Bandelow B, Hollander E (2003). "WCA recommendations for the long-term treatment of generalized anxiety disorder". CNS Spectr 8 (Suppl 1): 53–61. PMID 14767398.
  9. ^ Jump up to: a b c d e f g h i Ashton CH (2005). "The diagnosis and management of benzodiazepine dependence". Current Opinion in Psychiatry 18 (3): 249–55. doi:10.1097/01.yco.0000165594.60434.84. PMID 16639148.
  10. ^ Jump up to: a b c McIntosh A, Semple D, Smyth R, Burns J, Darjee R (2005). "Depressants". Oxford Handbook of Psychiatry (1st ed.). Oxford University Press. p. 540. ISBN 0-19-852783-7.
  11. ^ Stevens JC, Pollack MH (2005). "Benzodiazepines in clinical practice: consideration of their long-term use and alternative agents". Journal of Clinical Psychiatry 66 (Suppl 2): 21–27. PMID 15762816. "The frequent use of benzodiazepines for the treatment of anxiety is likely a reflection of their effectiveness, rapid onset of anxiolytic effect, and tolerability."
  12. ^ Jump up to: a b c d e f McIntosh A, Cohen A, Turnbull N et al. (2004). "Clinical guidelines and evidence review for panic disorder and generalised anxiety disorder". National Collaborating Centre for Primary Care. Retrieved 2009-06-16.
  13. ^ Borwin Bandelow; Josef Zohar; Eric Hollander; Siegfried Kasper; Hans-Jürgen Möller & WFSBP Task Force on Treatment Guidelines for Anxiety, Obsessive-Compulsive and Posttraumatic Stress Disorders (October 2002). "World Federation of Societies of Biological Psychiatry (WFSBP) Guidelines for the Pharmacological Treatment of Anxiety, Obsessive-Compulsive and Posttraumatic Stress Disorders". The World Journal of Biological Psychiatry (Informa Healthcare) 3 (4): 171–99. doi:10.3109/15622970209150621. PMID 12516310. Retrieved October 9, 2013.
  14. ^ Jump up to: a b c Work Group on Panic Disorder (January 2009). "APA Practice Guideline for the Treatment of Patients With Panic Disorder, Second Edition" (PDF). Retrieved July 12, 2009.
  15. ^ Martin JL, Sainz-Pardo M, Furukawa TA, Martín-Sánchez E, Seoane T, Galán C (September 2007). "Benzodiazepines in generalized anxiety disorder: heterogeneity of outcomes based on a systematic review and meta-analysis of clinical trials". J. Psychopharmacol. (Oxford) 21 (7): 774–82.
  16. ^ Jump up to: a b c d "Technology Appraisal Guidance 77. Guidance on the use of zaleplon, zolpidem and zopiclone for the short-term management of insomnia". National Institute for Clinical Excellence. April 2004. Retrieved 2009-07-26.
  17. ^ Jump up to: a b c Ramakrishnan K, Scheid DC (August 2007). "Treatment options for insomnia". American Family Physician 76 (4): 517–26. PMID 17853625.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία