Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας

Ο Βοημούνδος Δ΄ ο Μονόφθαλμος (Γαλλικά : Bohemond le Borgne, 1172 - 1233) από τον Οίκο του Πουατιέ-Αντιόχειας ήταν Πρίγκιπας της Αντιόχειας (1201 - 1205), (1208 - 1216), (1219 - 1233) και Κόμης της Τρίπολης (1187 - 1233).[4][5]

Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1172
ΘάνατοςΜάρτιος 1233 ή 1233[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός[2]
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜελισάνθη του Λουζινιάν (από 1218)
Πλαιζάνς ντυ Ζιμπελέ (Δεκαετία του 1190 – 1217)
ΤέκναΡαϊμόνδος, Βαΐλος της Αντιόχειας
Βοημούνδος Ε΄ της Αντιόχειας[3]
Φίλιππος της Αρμενίας
Orgueilleuse of Antioch
Ερρίκος της Αντιόχειας
Isabelle of Antioch
Helvis of Antioch
Μαρία της Αντιόχειας
ΓονείςΒοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας και Οργκεγιέζ ντε Αράνκ
ΑδέλφιαΡαϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης
ΟικογένειαΟίκος του Πουατιέ
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΣΤ΄ Σταυροφορία και Πόλεμος της Αντιοχικής Διαδοχής
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφία

Επεξεργασία

Ήταν ο δεύτερος γιος του Βοημούνδου Γ΄ πρίγκιπα της Αντιόχειας και της πρώτης συζύγου του Οργκιγιέζ ντ' Αρένκ. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης πεθαίνοντας, όρισε διάδοχο τον Ραϋμόνδο Δ΄ κόμη της Τρίπολης (1187), μεγαλύτερο αδελφό του Βοημούνδου Δ΄, αλλά σε δύο χρόνια ο πατέρας τους προτίμησε να στείλει στην Τρίπολη (1189) τον μικρότερο γιο του Βοημούνδο (Δ΄). Ο Αγιουβίδης Σουλτάνος της Αιγύπτου και της Συρίας Σαλαντίν κατέκτησε το καλοκαίρι του 1188 την κομητεία, εκτός από την πρωτεύουσα και δύο κάστρα. Ο Ραϋμόνδος Δ΄ πέθανε πρόωρα στις αρχές του 1197, ο γιος του Ραϋμόνδος-Ρουπέν γεννήθηκε μετά το τέλος του. Η μητέρα του τελευταίου Αλίκη της Αρμενίας, που ήταν ανεψιά του Λέοντα Β΄ της Αρμενίας, πίεσε την αριστοκρατία της Αντιόχειας να δεχτεί νέο πρίγκιπα τον γιο της χάρη στα δικαιώματα του παππού του, οι κάτοικοι ωστόσο προτίμησαν να ανακηρύξουν διάδοχο τον Βοημούνδο Δ΄. Μετά το τέλος τού πατέρα του τον Απρίλιο του 1201, ο Βοημούνδος Δ΄ κατέλαβε το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, καθώς τον υποστήριξαν Ιταλοί έμποροι, οι Ναΐτες Ιππότες και οι Ιωαννίτες Ιππότες.

Ο Βοημούνδος Δ΄ συμμάχησε στο Χαλέπιο με τον Αγιουβίδη σουλτάνο, και γιο του Σαλαντίν, Αλ-Μαλίκ αζ-Ζαχίρ Γαζί και με το Σουλτανάτο του Ρουμ, και έκαναν τα επόμενα χρόνια συχνές επιθέσεις στην Κιλικία για να εμποδίσουν τον Λέοντα Β΄ να επιτεθεί στην Αντιόχεια. Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν ανάμεσα στον Βοημούνδο Δ΄ και τον Λατίνο πατριάρχη της Αντιόχειας, έδωσαν τη δυνατότητα στον Ραϋμόνδο-Ρουπέν να καταλάβει την Αντιόχεια (1216), αλλά ο Βοημούνδος Δ΄ την ανακατέλαβε (1219). Την ίδια χρονιά ο Λέων Β΄ απεβίωσε χωρίς γιους και ο Βοημούνδος Δ΄ έδωσε το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας στον τρίτο γιο του Φίλιππο, όμως ο Κωνσταντίνος του Μπαμπερόν -που διοικούσε την Κιλικία τα προηγούμενα χρόνια- αιχμαλώτισε τον Φίλιππο (1224). Ο Βοημούνδος Δ΄ συμμάχησε με τον σουλτάνο του Ρουμ, αλλά ο Φίλιππος δολοφονήθηκε (1225).

Πρώτα χρόνια

Επεξεργασία

Κόμης της Τρίπολης

Επεξεργασία
 
Τα Σταυροφορικά κράτη (1190).

Το όνομα της μητέρας του Οργκιγιέζ ντ' Αρένκ αναφέρεται σε ένα διάταγμα (1175).[4] Ο χήρος πατέρας του νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Θεοδώρα Κομνηνή, ανιψιά του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, αλλά την χώρισε μετά τον θάνατο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα (1180).[6][7] Ο πατέρας του νυμφεύτηκε σε τρίτο γάμο μία κοινή γυναίκα από την Αντιόχεια, τη Σιβύλλη, που οι συγγραφείς του 12ου αιώνα χαρακτηρίζουν ως "πόρνη" και "μάγισσα".[7][8] Η Σιβύλλη ήταν επίσης κατάσκοπος του Σαλαντίν, του Αγιουβίδη σουλτάνου της Αιγύπτου και της Συρίας.[9] Ο Λατίνος πατριάρχης της Αντιόχειας Αιμερί ντε Λιμόζ αφόρισε τον Βοημούνδο Γ΄ για τον τρίτο του γάμο.[10]

Ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης, που απεβίωσε πρόωρα και ήταν άτεκνος, αποφάσισε να κληροδοτήσει την Κομητεία της Τρίπολης στον μεγαλύτερο αδελφό του Ραϋμόνδο.[11] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης διέταξε λίγο πριν το τέλος του τους ευγενείς να δώσουν όρκο υποτέλειας στον Ραϋμόνδο Δ΄ (1187).[8] [12] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ μέλος του Οίκου της Τουλούζης επιθυμούσε να τον διαδεχτεί κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του από την Τουλούζη, αλλά δεν το κατόρθωσε· ο Βοημούνδος Γ΄ ενσωμάτωσε την Κομητεία της Τρίπολης στο πριγκιπάτο του.[11] Ο πατέρας τους αποφάσισε σε δύο χρόνια να αντικαταστήσει στην Τρίπολη τον Ραϋμόνδο Δ΄ με τον δεύτερο γιο του Βοημούνδο Δ΄, καθώς πίστευε ότι η ένωση της Αντιόχειας με την Τρίπολη θα ήταν απειλητική για την άμυνα των Σταυροφορικών κρατών από τους Μουσουλμάνους. Ο Βοημούνδος Δ΄ πήγε να κυβερνήσει την κομητεία της Τρίπολης και ο Ραϋμόνδος Δ΄ επέστρεψε στην Αντιόχεια σαν αντιβασιλιάς και διάδοχος (1189).[11][12] Ο νεαρός Βοημούνδος Δ΄ απεβίωσε στις αρχές του 1197· τα διατάγματα που εκδόθηκαν τον πρώτο χρόνο που κυβέρνησε ο Βοημούνδος (1189) δείχνουν ότι ο αδελφός του χρησιμοποιούσε τον τίτλο του "Κόμη της Τρίπολης".[8] Ο Βοημούνδος Δ΄ ανακηρύχτηκε διάδοχος, αλλά σε λίγο η χήρα του Ραϋμόνδου Αλίκη γέννησε γιο, τον Ραϋμόνδο-Ρουπέν.

Η επέλαση του Σαλαντίν

Επεξεργασία

Στα τέλη του 1187 ο Σαλαντίν κατέκτησε σχεδόν ολόκληρο το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, η Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ κατέφυγε στην Τρίπολη που έγινε η έδρα των οπαδών της.[13] Οι ευγενείς που καταδίκασαν τον σύζυγο της Γκυ των Λουζινιάν για την πτώση του βασιλείου ενώθηκαν στην Τύρο με τον Κορράδο του Μομφερράτου.[13] Ο Σαλαντίν αποφάσισε να επιτεθεί στα Σταυροφορικά κράτη στην Συρία, επιτέθηκε τον Μάιο του 1188 στην Τρίπολη αλλά η άφιξη του Γουλιέλμου Β΄ της Σικελίας έσωσε την πόλη.[11][14][15] Τον Ιούλιο ο Σαλαντίν κατέλαβε την Ταρτούς και την Τζαμπλέ, μονάχα η Τρίπολη, η Κρακ των Ιπποτών και η Ακρόπολη της Ταρτούς παρέμειναν σε χριστιανικά χέρια.[16] Ο Σαλαντίν απελευθέρωσε τον Γκυ των Λουζινιάν που ενώθηκε με την σύζυγο του.[13][17] Ο Γκυ, η Σιβύλλη και οι οπαδοί τους έφυγαν από την Τρίπολη και ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1189 την πολιορκία της Άκρας, ήταν η πρώτη χριστιανική άμυνα.[18] Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος δεν ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ στην Γ΄ Σταυροφορία αλλά έσωσε το βασίλειο πριν φύγει από τους Αγίους Τόπους (9 Οκτωβρίου 1192).[19] Ο πατέρας του έκλεισε δεκαετή ανακωχή με τον Σαλαντίν η οποία περιείχε στους όρους της την Αντιόχεια και την Τρίπολη.[20][21]

Εμφύλιος για την διαδοχή

Επεξεργασία
 
Ο θυρεός των Πουατιέ-Αντιόχειας.

Η θετή του μητέρα Σιβύλλη ήθελε να εξασφαλίσει την διαδοχή στον γιο της Γουλιέλμο με την βοήθεια του Λέων Β΄ της Αρμενίας, ο Λέων Β΄ αιχμαλώτισε στις αρχές του 1194 τον Βοημούνδο Γ΄.[8] [22][23][24] Ο Λέων Β΄ ανάγκασε τον Βοημούνδο Γ΄ να του παραδώσει την Αντιόχεια αλλά οι Έλληνες και οι Λατίνοι κάτοικοι αντιστάθηκαν σκληρά, δεν άφησαν τους Αρμένιους στρατιώτες να μπουν στην πόλη.[24] Οι κάτοικοι ανακήρυξαν αντιβασιλιά τον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου Γ΄ Ραϋμόνδο, ο Βοημούνδος Δ΄ μετέβη από την Τρίπολη στην Αντιόχεια για να βοηθήσει τον αδελφό του και έδιωξε τα στρατεύματα των Αρμενίων στην Κιλικία.[24][25] Ο Λέων Β΄ απελευθέρωσε τον πατέρα του μόνο όταν ο Βοημούνδος Γ΄ απαρνήθηκε όλα τα δικαιώματα του στην Κιλικία.[25]

Ο Ραϋμόνδος πέθανε στις αρχές του 1197, η χήρα του Αλίκη ήταν ανεψιά του Λέων Β΄, ο Βοημούνδος Γ΄ έστειλε την Αλίκη και τον νεογέννητο γιο της Ραϋμόνδο Ρουπέν στον Λέων υποδηλώνοντας ότι θέλει να τον αποκληρώσει από την διαδοχή.[25][26][27][28] Ο Λέων Β΄ έστειλε τον παπικό εκπρόσωπο Κορράδο του Βίττελσμπαχ, αρχιεπίσκοπο του Μάιντς να επισκεφτεί την Αντιόχεια.[27] Μετά από αίτημα του αρχιεπισκόπου ο Βοημούνδος Γ΄ ανακήρυξε διάδοχο τον μικρό εγγονό του Ραϋμόνδο Ρουπέν και διέταξε την αριστοκρατία να του ορκιστεί πίστη.[27] Ο Ραϋμόνδος Ρουπέν είχε την πρωτογένεια αλλά ο Βοημούνδος Δ΄ ήταν ο μεγαλύτερος γιος του πατέρα του που είχε επιζήσει.[28] Ο Βοημούνδος Δ΄ επιτέθηκε στις αρχές του 1198 στην Αντιόχεια με την υποστήριξη Ιταλών εμπόρων που τους έδωσε πολλές υποσχέσεις.[29] Οι κάτοικοι αναγνώριζαν τα κληρονομικά του δικαιώματα επειδή φοβήθηκαν ότι η εξουσία των Αρμενίων στην Αντιόχεια θα αυξηθεί αν γίνει πρίγκιπας ο Ραϋμόνδος Ρουπέν.[29][30] Ο Βοημούνδος Δ΄ επέστρεψε στην Τρίπολη και ανακήρυξε τον εαυτό του διάδοχο με τον τίτλο "γιος του πρίγκιπα Βοημούνδου της Αντιόχειας και με την χάρη του Θεού κόμης της Τρίπολης", παρουσίαζε καθαρά τα κληρονομικά του δικαιώματα στην Αντιόχεια.[31]

Πρίγκιπας της Αντιόχειας

Επεξεργασία

Υποτέλεια στον Λατίνο αυτοκράτορα

Επεξεργασία

Με τον θάνατο του πατέρα του τον Απρίλιο του 1201 ο Βοημούνδος Δ΄ επέστρεψε αμέσως στην Αντιόχεια να διεκδικήσει την διαδοχή.[32] Η κοινότητα αναγνώρισε τα κληρονομικά του δικαιώματα, τα στρατιωτικά τάγματα που υποστήριζαν τον Ραϋμόνδο Ρουπέν δραπέτευσαν στην Κιλικία.[33] Ο Λέων Β΄ της Αρμενίας ξεκίνησε την πολιορκία της Αντιόχειας για να διεκδικήσει τα δικαιώματα του μικρού εγγονού του Ραϋμόνδου Ρουπέν.[34] Ο Βοημούνδος Δ΄ προχώρησε σε συμμαχία με τον Αγιουβίδη Σουλτάνο του Χαλεπίου και γιο του Σαλαντίν Ελ-Μαλίκ εντ-Ζαχίρ Γαζί και με τον Σουλτάνο του Ρουμ, ανάγκασε τα στρατεύματα των Αρμενίων να επιστρέψουν στην Κιλικία.[31][34] Ο Λέων Β΄ προσπάθησε να κερδίσει υποστήριξη από την Αγία Έδρα εναντίον του Βοημούνδου Δ΄ με πολλές υποσχέσεις ότι θα ενώσει την Αρμενική Αποστολική Εκκλησία με την Καθολική Εκκλησία.[35] Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ έστειλε στα τέλη της άνοιξης του 1203 τον απεσταλμένο του Καρδινάλιο στην Αντιόχεια.[36] Ο Βοημούνδος αρνήθηκε να δει τον παπικό απεσταλμένο επειδή τον είχε αφορίσει ο πατριάρχης της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ για τις προστριβές του με τους Ιωαννίτες.[36] Ο παπικός εκπρόσωπος προσπάθησε να συμφιλιώσει τον Ιωαννίτες με τον Βοημούνδο αλλά ο Βοημούνδος του ζήτησε να διακόψει επειδή δεν είναι δουλειά της Αγίας Έδρας οι εσωτερικές φεουδαρχικές υποθέσεις.[36]

Ένας υποτελής του ο Ρενοάρτ παντρεύτηκε την Ισαβέλλα, διάδοχο του Γκιμπελκάρ χωρίς την άδεια του Βοημούνδου, η Υψηλή Αυλή της Τρίπολης έκανε κατάσχεση της περιουσίας του Ρενοάρτ.[34][37] Ο Ρενοάρτ αποφάσισε να αντισταθεί και ζήτησε βοήθεια από τον Λέων Β΄ της Αρμενίας και τον Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ.[34][37] Ο Βοημούνδος Δ΄ ταξίδευσε το καλοκαίρι του 1204 στην Άκρα για να συναντηθεί με την Μαρία της Καμπανίας που ο σύζυγος της Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης είχε στεφτεί πρόσφατα Λατίνος Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης.[38][39] Ο Βοημούδος Δ΄ έδωσε όρκο υποτέλειας στην Μαρία και αναγνώρισε ότι η Λατινική Αυτοκρατορία ήταν επικυρίαρχος στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας.[40][41] Η Μαρία προσπάθησε να παρέμβει για να συμφιλιωθούν ο Βοημούνδος και ο Λέων της Αρμενίας αλλά πέθανε τον Αύγουστο.[42] Ο Ρενοάρτ λεηλάτησε την ενδοχώρα και στα τέλη του 1204 οδήγησε τα στρατεύματα του στην Τρίπολη, σε μία μάχη έξω από τις πύλες της πόλης έχασε το ένα του μάτι.[34] Μπόρεσε να συντρίψει την επανάσταση μόνο μετά τον θάνατο του βασιλιά της Κύπρου Αμωρί τον Απρίλιο του 1205, πριν τα τέλη της χρονιάς είχε συλλάβει τον Ρενοάρτ και την σύζυγο του.[34][37] Ο Βοημούνδος Δ΄ μετά την ολοκλήρωση του έργου επέστρεψε στην Αντιόχεια.[41]

Σύγκρουση με τον Λατίνο πατριάρχη

Επεξεργασία

Ο Βοημούνδος Δ΄ είχε επίσης άσχημες σχέσεις με τον Λατίνο πατριάρχη της Αντιόχειας Πέτρο του Ανγκουλέμ.[36][41] Όταν ξέσπασε σύγκρουση ανάμεσα στον πατριάρχη και τον απεσταλμένο του πάπα Πέτρο Καπουάνο ο Βοημούνδος Δ΄ επανέφερε στις αρχές του 1206 ή του 1207 τον Έλληνα Ορθόδοξο πατριάρχη της Αντιόχειας Συμεών Β΄.[39][41] Ο παπικός απεσταλμένος συμφιλιώθηκε με τον Πέτρο του Ανγκουλέμ, ο πατριάρχης στην συνέχεια αφόρισε τον Βοημούνδο και τον Συμεών με την έγκριση της Αγίας Έδρας.[41] Με διάταγμα έθεσε απαγόρευση στην Αντιόχεια αλλά οι αστοί αγνόησαν την απόφαση τους και επισκέφτηκαν τις Ελληνικές εκκλησίες.[41][43]

Ο Πέτρος του Ανγκουλέμ βοήθησε τον Ραϋμόνδο Ρουπέν να επιστρέψει από την Κιλικία στην Αντιόχεια στα τέλη του 1207, ο Βοημούνδος έκπληκτος βρήκε καταφύγιο στην Ακρόπολη.[37][41] Όταν μπήκε στην πόλη ο Λέων Β΄ της Αρμενίας ο Βοημούνδος συνέτριψε και έσφαξε τα στρατεύματα του, αιχμαλώτισε τον Λατίνο πατριάρχη που εξακολουθούσε να αρνείται να τον αναγνωρίσει νόμιμο πρίγκιπα.[37][44] Ο Πέτρος του Ανγκουλέμ πέθανε από δίψα και ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ζήτησε από τον Λατίνο πατριάρχη της Ιερουσαλήμ Αλβέρτο Αβογκάντρο να αφορίσει τον Βοημούνδο.[45] Ο Βοημούνδος Δ΄ εξακολουθούσε να υποστηρίζει τον Ορθόδοξο πατριάρχη και δεν επέτρεψε στον Λατίνο πατριάρχη της Ιβρέας Πέτρο της Ιβρέα να επισκεφτεί την έδρα του.[45] Στην συζήτηση που ακολούθησε σχετικά με τα δικαιώματα της Αγίας Έδρας στο πριγκιπάτο του ο Βοημούνδος δήλωσε ότι είναι υποτελής μόνο στον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.[46] Οι Ιωαννίτες ξεκίνησαν επιδρομές στην Χομς και στην Λατάκεια από τα κάστρα τους μέσα στο βασίλειο του Βοημούνδου.[47] Ο Αγιουβίδης κυβερνήτης της Δαμασκού και της Αιγύπτου Αλ-Αντίλ Α΄ κατηγόρησε τον ίδιο τον Βοημούνδο για τις επιδρομές των ιπποτών, τον σταμάτησε στην Κομητεία της Τρίπολης και τον ανάγκασε να πληρώσει αποζημίωση (1208).[47]

Προσωρινή ανατροπή από τον Ραϋμόνδο Ρουπέν

Επεξεργασία

Ο Ελ-Μαλίκ εντ-Ζαχίρ Γαζί επιτέθηκε στην Κιλικία με στόχο να αποτρέψει τον Λέων να επιτεθεί στην Αντιόχεια (1209).[45] Οι στρατιώτες από την Κιλικία στην προσπάθεια τους να συλλάβουν ένα καραβάνι τραυμάτισαν σε μία σύγκρουση στις πεδιάδες κοντά στην Αντιόχεια τον Μέγα Μάγιστρο των Ιπποτών του Ναού Γκιγιόμ ντε Σαρτρ (1211).[48] Η πράξη αυτή ενόχλησε άσχημα τον πάπα που αφόρισε τον Λέων Β΄ της Αρμενίας.[48] Ο Βοημούνδος Δ΄ έστειλε εξορία από την Αντιόχεια τον Ορθόδοξο πατριάρχη και επέτρεψε στον Πέτρο της Ιβρέας να πάρει πίσω την έδρα του.[48] Ο Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Ιωάννης του Μπριέν έστειλε ενισχύσεις στην Αντιόχεια για να πολεμήσει εναντίον των Αρμενίων, ο Λέων με σειρά του έστειλε τον Ραϋμόνδο Ρουπέν να επιτεθεί στα εδάφη των Ναιτών στην Αντιόχεια (1212).[47][48] Οι Ασασίνοι δολοφόνησαν τον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου Δ΄ Ραϋμόνδο (1213).[47]

Οι Ναΐτες Ιππότες πολιόρκησαν το κάστρο τους και οι Ασασίνοι βρήκαν υποστήριξη στον παλιό σύμμαχο του Βοημούνδου Ελ-Μαλίκ εντ-Ζαχίρ Γαζί.[49] Η συμμαχία ανάγκασε τον Βοημούνδο να λύσει την πολιορκία και να στείλει μία επιστολή συγνώμης στον Ελ-Μαλίκ εντ-Ζαχίρ Γαζί.[49] Ο Βοημούνδος προτιμούσε να μένει στην Τρίπολη κάτι που προκάλεσε μεγάλη αντίδραση στους κατοίκους της Αντιόχειας.[47] Ο Πέτρος της Ιβρέας, οι Ιωαννίτες και ο Σενεσκάλιος της Αντιόχειας ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Αντιόχειας στον Ραϋμόνδο Ρουπέν.[50] Οι σύμμαχοι βοήθησαν τα στρατεύματα της Κιλικίας να εισέλθουν στην Αντιόχεια (14 Φεβρουαρίου 1216), οι Ναίτες εγκατέλειψαν την Ακρόπολη χωρίς αντίσταση και ο Ραϋμόνδος Ρουπέν ανακηρύχτηκε πρίγκιπας.[50] Ο Λεοπόλδος ΣΤ΄ της Αυστρίας στρατοπέδευσε το καλοκαίρι του 1217 στην Άκρα, προσκάλεσε τον Βοημούνδο να ενωθεί μαζί του στην Ε΄ Σταυροφορία, ο Βοημούνδος και οι οπαδοί του προχώρησαν για την Άκρα.[51][52] Η Σταυροφορία απέτυχε λόγω έλλειψης μίας ενωμένης διοίκησης, ο Βοημούνδος, ο Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας και ο Ούγος Α΄ της Κύπρου εγκατέλειψαν τον Ιανουάριο του 1218 το βασίλειο των Ιεροσολύμων.[53][54] Ο Ανδρέας Β΄ παρέστη στον αρραβώνα του Βοημούνδου με την ετεροθαλή αδελφή του Ούγου Μελισσάνθη του Λουζινιάν που έγινε στην Τρίπολη.[54] Την ίδια χρονιά Μουσουλμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν επιδρομές με λεηλασίες στην Κομητεία της Τρίπολης.[55]

Σύγκρουση με τους Ιωαννίτες

Επεξεργασία

Μια ομάδα ευγενών από την Αντιόχεια εξεγέρθηκε εναντίον του Ραϋμόνδου Ρουπέν που είχε χάσει την υποστήριξη του Λέων της Κιλικίας, ο αρχηγός του έκανε έκκληση στον Βοημούνδο να έρθει στην Αντιόχεια.[55][55] Ο Ραϋμόνδος Ρουπέν βρήκε καταφύγιο στην Ακρόπολη και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αντιόχεια, εμπιστεύτηκε την Ακρόπολη στους Ιωαννίτες.[55][56][57] Ο Βοημούνδος έσπευσε στην Αντιόχεια, κατέλαβε το πριγκιπάτο και οι Ιωαννίτες εγκατέλειψαν την Ακρόπολη χωρίς αντίσταση (1219).[55][56][57] Ο Βοημούνδος παραχώρησε την Τζαμπλέ στους Ναΐτες ενώ ο Ραϋμόνδος Ρουπέν την είχε υποσχεθεί στους Ιωαννίτες.[57] Ο παπικός απεσταλμένος καρδινάλιος Πελάγιος έσπασε την συμμαχία ανάμεσα στα χριστιανικά τάγματα και η χώρα χωρίστηκε στα δύο.[57] Ο Βοημούνδος παρέμεινε εχθρικός με τους Ιωαννίτες, μετά την κατάσχεση της περιουσίας τους στην Αντιόχεια ο Πελάγιος τον αφόρισε.[57]

Ο αντιβασιλιάς της Αρμενίας Κωνσταντίνος του Μπαμπερόν πρότεινε γάμο ανάμεσα στην Ισαβέλλα της Αρμενίας και το τρίτο γιο του Βοημούνδου Δ΄ Φίλιππο επειδή χρειαζόταν την υποστήριξη του απέναντι στο Σουλτανάτο του Ρουμ.[57][58] Ο Βοημούνδος Δ΄ αποδέχτηκε την προσφορά και ακολούθησε ο γάμος τον Ιούνιο του 1222.[57][59] Ο Βοημούνδος και ο γιος του Φίλιππος απέκρουσαν μία επίθεση Αρμενίων στην Κιλικία.[59] Η ελαστικότητα που έδειξε ο Φίλιππος απέναντι στους Φράγκους επέτρεψε στον Κωνσταντίνο του Μπαμπερόν να συνωμοτήσει εναντίον του, ο Φίλιππος και οι οπαδοί του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στα τέλη του 1224.[59] Ο Βοημούνδος Δ΄ προσπάθησε να πετύχει την απελευθέρωση του γιου του με διαπραγματεύσεις.[59] Ζήτησε βοήθεια από τον πάπα Ονώριο Γ΄ αλλά ο πάπας επιβεβαίωσε τον αφορισμό του και απαγόρευσε στους Ναΐτες να τον υποστηρίξουν.[57][59] Ο Βοημούνδος Δ΄ κάλεσε τον Σουλτάνο του Ρουμ να επιτεθεί στην Κιλικία.[59] Ο Κωνσταντίνος του Μπαμπερόν είχε ήδη δηλητηριάσει τον Φίλιππο αλλά προσκάλεσε τον πατέρα του να έρθει στην Κιλικία, όταν έμαθε ο Βοημούνδος τον θάνατο του γιου του επέστρεψε στην Αντιόχεια.[59][60]

Ειρήνη με τους Ιωαννίτες

Επεξεργασία

Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν κάλεσε στην Κύπρο τους χριστιανούς κυβερνήτες της Συρίας και τον εκπρόσωπο του πάπα.[61] Ο Βοημούνδος Δ΄ ενώθηκε μαζί του τον Αύγουστο του 1228 στην πορεία του από την Λεμεσό στην Λευκωσία.[61] Ο Φρειδερίκος Β΄ ζήτησε από τον Βοημούνδο όρκο υποτέλειας για την Αντιόχεια και την Τρίπολη αλλά ένα ξέσπασμα νευρικής κρίσης τον ανάγκασε να αποχωρήσει.[62][63] Ο Βοημούνδος Δ΄ συνάντησε ξανά τον αυτοκράτορα στην Άκρα (1229) αλλά τα βασίλεια του Βοημούνδου δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην ειρηνική συνθήκη που έκλεισε ανάμεσα στον Φρειδερίκο Β΄ και στον Σουλτάνο της Αιγύπτου Αλ-Καμίλ (18 Φεβρουαρίου 1229).[63][64]

Ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ επανέλαβε τον Μάρτιο του 1230 τον αφορισμό στον Βοημούνδο ύστερα από αίτημα των Ιωαννιτών.[65] Ο πατριάρχης των Ιεροσολύμων Τζέραλντ της Λωζάνης πήρε εντολή να καταργήσει τον αφορισμό αν ο Βοημούνδος κλείσει ειρήνη με τους Ιωαννίτες.[65] Με την μεσολάβηση του πατριάρχη Τζέραλντ και του Οίκου του Ιμπελέν ο Βοημούνδος Δ΄ έκλεισε τελικά ειρήνη με τους Ιωαννίτες (26 Οκτωβρίου 1231).[9] Ο Βοημούνδος επέτρεψε στους Ιωαννίτες να κρατήσουν την Τζαμπλέ, ένα γειτονικό κάστρο και τους παραχώρησε πολλά φέουδα στην Αντιόχεια και την Τρίπολη, οι ιππότες με την σειρά τους απαρνήθηκαν τα προνόμια που τους έδωσε ο Ραϋμόνδος Ρουπέν.[65] Ο Τζέραλντ της Λωζάνης έστειλε το κείμενο της Συνθήκης στην Ρώμη να το υπογράψει ο πάπας.[65] Ο Ιωάννης Α΄ της Βηρυτού που ήταν ένας από τους αντιπάλους του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ στα βασίλεια της Ιερουσαλήμ και της Κύπρου προσπάθησε να πείσει τον Βοημούνδο να τον υποστηρίξει.[66] Ο Ιωάννης έστειλε τον γιο του Μπαλιάν της Βηρυτού στην Τρίπολη για διαπραγματεύσεις αλλά ο ηλικιωμένος Βοημούνδος Δ΄ ήθελε να μείνει ουδέτερος στις συγκρούσεις. [67][68] Ο Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας πέθανε τον Μάρτιο του 1233 λίγες βδομάδες πρίν η υπογραφή του πάπα στην συνθήκη που υπέγραψε με τους Ιωαννίτες έλθει στην Τρίπολη.[69] Οι σύγχρονοι συγγραφείς της εποχής του τον παρουσιάζουν σαν μεγάλο νομικό.[68]

Οικογένεια

Επεξεργασία

Με την πρώτη σύζυγό του Πλεζάνς Εμπριάκο (πέθανε το 1217), κόρη του Ούγου Γ΄ κυρίου του Ζιμπλέ (Βύβλου) και της Στεφανίας του Μιλλύ, απέκτησε:

Με τη δεύτερη σύζυγό του Μελισσάνθη των Λουζινιάν, κόρη τού Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ και της Ισαβέλλας Α΄ της Ιερουσαλήμ, απέκτησε:[76]

  • Μαρία απεβ. 1307, διεκδίκησε το βασίλειο της Ιερουσαλήμ από τον ανεψιό της Ούγο Γ΄ (1268).[77][78]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. www.biografiasyvidas.com/biografia/b/bohemundo_iv.htm.
  2. pantheon.world/profile/person/Bohemond_IV_of_Antioch.
  3. Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  4. 4,0 4,1 Barber 2012, σ. 418.
  5. https://www.britannica.com/biography/Bohemond-IV
  6. Burgtorf 2016, σσ. 197–198.
  7. 7,0 7,1 Barber 2012, σσ. 277, 418.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Burgtorf 2016, σ. 198.
  9. 9,0 9,1 Runciman 1989a, σσ. 429–430.
  10. Barber 2012, σ. 277.
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 Runciman 1989a, σ. 470.
  12. 12,0 12,1 Lock 2006, σ. 72.
  13. 13,0 13,1 13,2 Runciman 1989b, σ. 20.
  14. Barber 2012, σσ. 307–311, 316.
  15. Barber 2012, σ. 316.
  16. Runciman 1989a, σ. 471.
  17. Barber 2012, σ. 317.
  18. Runciman 1989b, σ. 22.
  19. Barber 2012, σσ. 353–354.
  20. Barber 2012, σ. 354.
  21. Lock 2006, p. 76.
  22. Der Nersessian 1969, σ. 646.
  23. Runciman 1989b, σ. 87.
  24. 24,0 24,1 24,2 Lock 2006, σ. 79.
  25. 25,0 25,1 25,2 Runciman 1989b, σ. 89.
  26. Lock 2006, σ. 80.
  27. 27,0 27,1 27,2 Runciman 1989b, σ. 99.
  28. 28,0 28,1 Burgtorf 2016, σ. 199.
  29. 29,0 29,1 Runciman 1989b, σ. 100.
  30. Lock 2006, σ. 81.
  31. 31,0 31,1 Burgtorf 2016, σ. 200.
  32. Lock 2006, σ. 83.
  33. Hardwicke 1969, σ. 533.
  34. 34,0 34,1 34,2 34,3 34,4 34,5 Hardwicke 1969, σ. 534.
  35. Runciman 1989b, σ. 135.
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 Burgtorf 2016, σ. 204.
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 37,4 Burgtorf 2016, σ. 201.
  38. Van Tricht 2011, σ. 434.
  39. 39,0 39,1 Runciman 1989b, σ. 136.
  40. Van Tricht 2011, σσ. 434–435.
  41. 41,0 41,1 41,2 41,3 41,4 41,5 41,6 Hardwicke 1969, σ. 535.
  42. Van Tricht 2011, σσ. 435–436.
  43. Runciman 1989b, σσ. 136–137.
  44. Hardwicke 1969, σσ. 535–536.
  45. 45,0 45,1 45,2 Hardwicke 1969, σ. 536.
  46. Van Tricht 2011, σ. 436.
  47. 47,0 47,1 47,2 47,3 47,4 Burgtorf 2016, σ. 202.
  48. 48,0 48,1 48,2 48,3 Hardwicke 1969, σ. 537.
  49. 49,0 49,1 Runciman 1989b, σ. 138.
  50. 50,0 50,1 Hardwicke 1969, σ. 538.
  51. Van Cleve 1969, σ. 388.
  52. Runciman 1989b, σσ. 147–148.
  53. Runciman 1989b, σ. 148.
  54. 54,0 54,1 Van Cleve 1969, σ. 393.
  55. 55,0 55,1 55,2 55,3 Hardwicke 1969, σ. 540.
  56. 56,0 56,1 Burgtorf 2016, σ. 203.
  57. 57,0 57,1 57,2 57,3 57,4 57,5 57,6 57,7 Runciman 1989b, σ. 172.
  58. Der Nersessian 1969, p. 651.
  59. 59,0 59,1 59,2 59,3 59,4 59,5 59,6 Hardwicke 1969, σ. 541.
  60. Runciman 1989b, σ. 173.
  61. 61,0 61,1 Runciman 1989b, σ. 182.
  62. Runciman 1989b, σ. 183.
  63. 63,0 63,1 Hardwicke 1969, σ. 545.
  64. Runciman 1989b, σ. 187.
  65. 65,0 65,1 65,2 65,3 Hardwicke 1969, σ. 547.
  66. Runciman 1989b, σ. 197.
  67. Runciman 1989b, σ. 198.
  68. 68,0 68,1 Hardwicke 1969, σ. 549.
  69. Runciman 1989b, σ. 206.
  70. Runciman 1989b, σ. 138, Appendix III (Γενεαλογικά δέντρα No. 3.).
  71. Runciman 1989b, σσ. 138, 207, Appendix III (Γενεαλογικά δέντρα No. 3.).
  72. Hardwicke 1969, σσ. 549–550.
  73. Runciman 1989b, p. 172, Appendix III (Γενεαλογικά δέντρα No. 3.).
  74. Der Nersessian 1969, σ. 651.
  75. Runciman 1989b, pp. 206, 327–328, Appendix III (Γενεαλογικά δέντρα No. 1, 3.).
  76. Runciman 1989b, p. 95, Appendix III (Γενεαλογικά δέντρα No. 1.).
  77. Runciman 1989b, σ. 95, Appendix III (Γενεαλογικά δέντρα No. 1., 3.).
  78. Runciman 1989b, σ. 329.
  • Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
  • Burgtorf, Jochen (2016). "The Antiochene war of succession". In Boas, Adrian J. (ed.). The Crusader World. The University of Wisconsin Press.
  • Der Nersessian, Sirarpie (1969). "The Kingdom of Cilician Armenia". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
  • Dunbabin, Jean (2000). France in the Making, 843-1180. Oxford University Press.
  • Hardwicke, Mary Nickerson (1969). "The Crusader States, 1192–1243". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
  • Lock, Peter (2006). The Routladge Companion to the Crusades. Routledge.
  • Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100–1187. Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge University Press.
  • Van Cleve, Thomas C. (1969). "The Fifth Crusade". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
  • Van Tricht, Filip (2011). The Latin Renovatio of Byzantium: The Empire of Constantinople (1204–1228). BRILL.
  • Richard, Jean (1999). The Crusades: c. 1071-c. 1291. Cambridge University Press.
  • Riley-Smith, Jonathan Simon Christopher (2005). The Crusades: A History. Continuum.
  • Cawley, Charles (30 May 2014). "Medieval Lands: A prosopography of medieval European noble and royal families; Antiohc, chapter 2: Princes of Antioch 1136–1268 (Poitiers)". Foundation for Medieval Genealogy. Retrieved 25 April 2016.
Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας
Γέννηση: 1172 Θάνατος: 1233
Προκάτοχος
Βοημούνδος ο Τραυλός
Πρίγκιπας της Αντιόχειας
 

1201 - 1216
Διάδοχος
Ραϋμόνδος Ρουπέν
Προκάτοχος
Ραϋμόνδος Ρουπέν
Πρίγκιπας της Αντιόχειας
 

1219 - 1233
Διάδοχος
Βοημούνδος Ε΄ της Αντιόχειας
Προκάτοχος
Ραϊμόνδος Δ΄
Κόμης της Τρίπολης
 

1189 - 1233