Η βρογχίτιδα είναι η λοίμωξη των βρόγχων (αεραγωγοί μεγάλου και μεσαίου μεγέθους) του πνεύμονα.[1] Στα συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται ο παραγωγικός βήχας ( με βλέννα ), ο συριγμός , η δύσπνοια και η δυσφορία στο στήθος.[1] Η Βρογχίτιδα χωρίζεται σε δύο τύπους: την οξεία και τη χρόνια βρογχίτιδα.[1]

Βρογχίτιδα
Η εικόνα Α δείχνει την τοποθεσία των πνευμόνων και των βρόγχων. Η εικόνα Β είναι μια μεγέθυνση ενός φυσιολογικού βρόγχου. Η Εικόνα C είναι μια μεγέθυνση ενός βρόγχου ασθενούς με βρογχίτιδα.
Ειδικότηταπνευμονολογία
Ταξινόμηση
ICD-10J20-J21, J42
ICD-9466, 491, 490
DiseasesDB29135
MedlinePlus001087
eMedicinearticle/807035 article/297108
MeSHD001991

Η οξεία βρογχίτιδα χαρακτηρίζεται από βήχα ,ο οποίος διαρκεί περίπου τρεις εβδομάδες.[2] Πάνω από το 90% των περιπτώσεων η αιτία είναι μία λοίμωξη από ιό.[2] Αυτοί οι ιοί διασπείρονται στον αέρα όταν ένα άτομο βήχει ή μπορεί να μεταφέρονται από άτομο σε άτομο με άμεση επαφή. Οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την έκθεση σε προϊόντα καπνού, σε στάχτη, και άλλους ρύπους της ατμόσφαιρας.[1] Ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων οφείλεται στα υψηλά επίπεδα αέριων ρύπων ή βακτηρίων όπως το Μυκόπλασμα της πνευμονίας ή η Μπορντετέλα του κοκκύτη.[2][3] Η θεραπεία της οξείας Βρογχίτιδας τυπικά αποτελείται από ξεκούραση, χορήγηση παρακεταμόλης, και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φάρμακων.[4][5]

Η «χρόνια βρογχίτιδα» όπως και το «εμφύσημα» είναι παλαιότεροι όροι που χρησιμοποιούνται για διάφορους τύπους ΧΑΠ.[6][7] Ο όρος «χρόνια βρογχίτιδα» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για τον ορισμό ενός παραγωγικού βήχα ο οποίος υπάρχει για τουλάχιστον τρεις μήνες κάθε χρόνο, για διάστημα δύο ετών.[8]

Η χρόνια βρογχίτιδα ορίζεται ως ένας παραγωγικός βήχας που κρατά από τρεις εβδομάδες έως δύο χρόνια.[9] Οι περισσότεροι ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα πάσχουν από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.[10] Το κάπνισμα είναι η πιο κοινή αιτία, μαζί και με άλλους παράγοντες όπως η μόλυνση του αέρα και διάφορα γονίδια, οι οποίοι δεν είναι τόσο σημαντικοί όσο το κάπνισμα.[11] η θεραπεία αποτελείται από την διακοπή του καπνίσματος, τον εμβολιασμό, την πνευμονική αποκατάσταση και συχνά την χορήγηση εισπνεόμενων βρογχοδιασταλτικών και κορτικοστεροειδών.[12] Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να ωφεληθούν από την μακροπρόθεσμη οξυγονοθεραπεία είτε την μεταμόσχευση πνευμόνων.[12]

Η οξεία βρογχίτιδα είναι μια από τις πιο συχνές ασθένειες.[4][13] Περίπου το 5% των ενηλίκων έχουν βρογχίτιδα και περίπου το 6% των παιδιών έχει πάθει τουλάχιστον ένα επεισόδιο μέσα σε ένα χρόνο.[14][15] Το 2010, 329 εκατομμύρια άτομα ή κοντά στο 5% του πληθυσμού είχε προσβληθεί από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.[16] Το 2013, αυτή η ασθένεια οδήγησε σε 2,9 εκατομμύρια θανάτους.[17]

Οξεία βρογχίτιδα Επεξεργασία

 
απεικόνιση βρογχίτιδας.[18]

Η οξεία βρογχίτιδα είναι μια φλεγμονή των βρόγχων των πνευμόνων.[1][2] Το πιο κοινό σύμπτωμα είναι ο βήχας.[2] Άλλα συμπτώματα μπορεί να είναι ο παραγωγικός βήχας με βλέννα, ο συριγμός, η δύσπνοια, ο πυρετός και η δυσφορία στον θώρακα. Η λοίμωξη αυτή των βρόγχων μπορεί να διαρκέσει από λίγες μέρες έως να στεγνώσουν οι πνεύμονες.[1] Ο βήχας μπορεί να επιμείνει για πολλές εβδομάδες μετά από την διάρκεια των υπόλοιπων συμπτωμάτων τα οποία διαρκούν τυπικά για τρεις εβδομάδες.[1][2] Ορισμένοι ασθενείς έχουν συμπτώματα μέχρι και για έξι εβδομάδες.[4]

Σε πάνω από το 90% των περιπτώσεων η αιτία είναι μια λοίμωξη από ιό.[2] Αυτοί οι ιοί μπορεί να μεταδίδονται με σταγονίδια μέσω του αέρα ή από άμεση επαφή ατόμου με άτομο. ΟΙ παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την έκθεση σε καπνό τσιγάρου, σκόνη, και άλλους αέριους ρύπους.[1] Ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων οφείλονται σε αέριους ρύπους ή σε βακτήρια όπως το Μυκόπλσμα της πνευμονίας και η Μπορντετέλα του κοκκύτη.[2][3] Η διάγνωση τυπικά βασίζεται στα συμπτώματα και στα σημεία του αρρώστου.[19] Το χρώμα των πτυέλων δεν είναι ειδικό στοιχείο της ιογενούς ή βακτηριακής λοίμωξης. Ο χαρακτηρισμός του υποκείμενου παθογόνου δεν απαιτείται συνήθως.[2] Η διαφοροδιάγνωση περιλαμβάνει το άσθμα, την πνευμονία, την βρογχιολίτιδα, την βρογχεκτασία, και την χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.[2][14] Μια ακτινογραφία θώρακα μπορεί να δείχνει ή όχι πνευμονία.[2]

Η πρόληψη είναι η διακοπή του καπνίσματος και η αποφυγή οποιουδήποτε ερεθισμού των πνευμόνων. Παράλληλα η καλή υγιεινή των χεριών είναι επίσης προστατευτικός παράγοντας.[20] Η θεραπεία της οξείας βρογχίτιδας τυπικά περιλαμβάνει την ανάπαυση, την χορήγηση παρακεταμόλης, και μη στεροειδών αντιφλεγμονοδών φαρμάκων.[4][5] Τα αντιβηχικά φάρμακα δεν έχουν καλά αποτελέσματα και δεν συστήνονται για παιδιά κάτω των έξι ετών.[2][21] Υπάρχουν νέα δεδομένα που αναφέρουν ότι η σαλβουταμόλη είναι χρήσιμη έναντι του συριγμού ωστόσο μπορεί να οδηγήσει σε νευρικότητα.[2][22] Τα αντιβιοτικά γενικά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται.[23] Μια εξαίρεση είναι όταν η οξεία βρογχίτιδα οφείλεται στην μπορντετέλα του κοκκύτη. Αβέβαια δεδομένα αναφέρουν πως το μέλι και το πελαργόνιο μπορούν να βοηθήσουν με την καταπολέμηση των συμπτωμάτων.[2]

Η οξεία βρογχίτιδα είναι πολύ συχνή ασθένεια.[4][13] Περίπου το 5% των ενηλίκων έχουν προσβληθεί από αυτήν και περίπου το 6% των παιδιών έχει τουλάχιστον ένα επεισόδιο το χρόνο.[14][15] Εμφανίζεται πιο συχνά το χειμώνα.[14] Κάθε χρόνο περισσότεροι από δέκα εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ ζητούν ιατρική φροντίδα για αυτήν την πάθηση, και από αυτούς το 70% θα πάρει αντιβιοτικά που δεν χρειάζονται.[4] Υπάρχει μια προσπάθεια να μειώσουμε την χρήση αντιβιοτικών σε ασθενείς με οξεία βρογχίτιδα.[13]

Χρόνια βρογχίτιδα Επεξεργασία

Η χρόνια βρογχίτιδα χαρακτηρίζεται από παραγωγικό βήχα ο οποίος διαρκεί για τρείς μήνες ή περισσότερους ανά χρόνο για τουλάχιστον δύο χρόνια.[9] Οι περισσότεροι ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα πάσχουν από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.[10] Ως παρατεταμένη βακτηριακή βρογχίτιδα ορίζουμε την κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χρόνιο παραγωγικό βήχα με θετικό βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα που αποδράμει με την χορήγηση αντιβιοτικού.[24][25] Τα συμπτώματα της χρόνιας βρογχίτιδας περιλαμβάνουν τον συριγμό και την δύσπνοια, πιο συχνά κατά την άσκηση ή σε καταστάσεις χαμηλού κορεσμού οξυγόνου.[26] Ο βήχας είναι συχνά πιο δυνατός μετά την αφύπνιση και το φλέγμα που παράγεται έχει κίτρινο ή πράσινο χρώμα ή μπορεί να περιέχει κηλίδες αίματος.[27]

Οι περισσότερες αιτίες χρόνιας βρογχίτιδας οφείλονται στο κάπνισμα τσιγάρων ή άλλων μορφών καπνού.[26][28][29] Επίσης, η χρόνια εισπνοή αέριων ρύπων ή ερεθιστικών καπνών ή σκόνης από επικίνδυνη επαγγελματική έκθεση όπως η εξόρυξη άνθρακα, η επεξεργασία σιτηρών, η κλωστοϋφαντουργία, η κτηνοτροφία,[30] και η χύτευση μετάλλων μπορούν επίσης να είναι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της χρόνιας βρογχίτιδας.[31][32][33] Παρατεταμένη βακτηριακή βρογχίτιδα προκαλείται συνήθως από τον στρεπτόκοκκο της πνευμονίας, τον αιμόφιλο της ινφλουένζας ή την μοραξέλα κατάρχαλις.[24][25]

Ασθενείς με αποφρακτικές πνευμονικές διαταραχές όπως η βρογχίτιδα μπορεί να παρουσιάζονται με μειωμένο τον FEV1 και τον λόγο FEV1/FVC σε τέστ πνευμονικής λειτουργικότητας.[34][35][36] Σε αντίθεση με τις κοινές αποφρακτικές παθήσεις όπως το άσθμα ή το εμφύσημα, η βρογχίτιδα σπάνια προκαλεί υπολειπόμενο πνευμονικό όγκο (δηλαδή ο όγκος αέρα που παραμένει στους πνεύμονες μετά από μια μέγιστη εκπνοή).[37]

Διάφορα στοιχεία δείχνουν ότι η μείωση της πνευμονικής λειτουργίας που παρατηρείται στη χρόνια βρογχίτιδα μπορεί να επιβραδυνθεί με τη διακοπή του καπνίσματος.[38] Η χρόνια βρογχίτιδα αντιμετωπίζεται συμπτωματικά και μπορεί να αντιμετωπιστεί με τρόπο μη φαρμακολογικό είτε με φαρμακολογικά σκευάσματα. Τυπικές μη-φαρμακολογικές προσεγγίσεις για τη διαχείριση της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, μαζί με βρογχίτιδα περιλαμβάνουν:την πνευμονική αποκατάσταση,την χειρουργική μείωση του όγκου πνεύμονα και την μεταμόσχευση πνεύμονα.[38] Η φλεγμονή και το οίδημα του αναπνευστικού επιθηλίου μπορεί να μειωθεί με την χρήση εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών.[39] Ο συριγμός και η δύσπνοια μπορούν να θεραπευτούν με την μείωση του βρογχόσπασμου (σύσπαση των βρόγχων και μείωση του αυλού τους) με βρογχοδιαστολικές ουσίες όπως εισπνεόμενων μακράς διάρκειας β2 αδρενεργικών αγωνιστών (σαλμετερόλη) και εισπνεόμενων αντιχολινεργικών ( ιπρατρόπιο,βρωμιούχο τιοτρόπιο).[40] Τα βλενολυτικά φάρμακα μπορεί να έχουν κάποιο μικρό θεραπευτικό όφελος σε οξείες υποτροπές της χρόνιας βρογχίτιδας.[41] Οξυγόνο δίνεται για την θεραπεία της υποξίας (χαμηλό οξυγόνο στο αίμα) και έτσι μειώνει την θνησιμότητα σε ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα.[27][38] Αλλά το οξυγόνο μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της αναπνευστικής κίνησης, που θα οδηγήσει τελικά σε αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα (υπερκαπνία) και αναπνευστική οξέωση.[42]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 «What Is Bronchitis?». 4 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2015. 
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 Albert, RH (1 December 2010). «Diagnosis and treatment of acute bronchitis.». American family physician 82 (11): 1345-50. PMID 21121518. https://archive.org/details/sim_american-family-physician_2010-12-01_82_11/page/1345. 
  3. 3,0 3,1 «What Causes Bronchitis?». 4 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2015. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 Tackett, KL; Atkins, A (December 2012). «Evidence-based acute bronchitis therapy.». Journal of pharmacy practice 25 (6): 586-90. PMID 23076965. 
  5. 5,0 5,1 «How Is Bronchitis Treated?». 4 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2015. 
  6. «Chronic obstructive pulmonary disease (COPD) Fact sheet N°315». WHO. Ιανουαρίου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2016. 
  7. Craig JA (2012). Ferri's netter patient advisor (2nd έκδοση). Saunders. σελ. 913. ISBN 9781455728268. 
  8. Algusti AG, και άλλοι. (2017). «Definition and Overview». Global Strategy for the Diagnosis, Management and Prevention of COPD. Global Initiative for Chronic Obstructive Lung Disease (GOLD). σελίδες 6–17. 
  9. 9,0 9,1 Vestbo, Jørgen (2013). «Diagnosis and Assessment» (PDF). Global Strategy for the Diagnosis, Management, and Prevention of Chronic Obstructive Pulmonary Disease. Global Initiative for Chronic Obstructive Lung Disease. σελίδες 9–17. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2015. 
  10. 10,0 10,1 Reilly, John J.· Silverman, Edwin K.· Shapiro, Steven D. (2011). «Chronic Obstructive Pulmonary Disease». Στο: Longo, Dan· Fauci, Anthony· Kasper, Dennis· Hauser, Stephen· Jameson, J.· Loscalzo, Joseph. Harrison's Principles of Internal Medicine (18th έκδοση). McGraw Hill. σελίδες 2151–9. ISBN 978-0-07-174889-6. 
  11. Decramer M, Janssens W, Miravitlles M (April 2012). «Chronic obstructive pulmonary disease». Lancet 379 (9823): 1341–51. doi:10.1016/S0140-6736(11)60968-9. PMID 22314182. 
  12. 12,0 12,1 Rabe KF, Hurd S, Anzueto A, Barnes PJ, Buist SA, Calverley P, Fukuchi Y, Jenkins C, Rodriguez-Roisin R, van Weel C, Zielinski J (September 2007). «Global strategy for the diagnosis, management, and prevention of chronic obstructive pulmonary disease: GOLD executive summary». Am. J. Respir. Crit. Care Med. 176 (6): 532–55. doi:10.1164/rccm.200703-456SO. PMID 17507545. http://ajrccm.atsjournals.org/content/176/6/532.long. 
  13. 13,0 13,1 13,2 Braman, SS (January 2006). «Chronic cough due to acute bronchitis: ACCP evidence-based clinical practice guidelines.». Chest 129 (1 Suppl): 95S-103S. PMID 16428698. 
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Wenzel, RP; Fowler AA, 3rd (16 November 2006). «Clinical practice. Acute bronchitis.». The New England journal of medicine 355 (20): 2125-30. PMID 17108344. https://archive.org/details/sim_new-england-journal-of-medicine_2006-11-16_355_20/page/2125. 
  15. 15,0 15,1 Fleming, DM; Elliot, AJ (March 2007). «The management of acute bronchitis in children.». Expert opinion on pharmacotherapy 8 (4): 415-26. PMID 17309336. 
  16. Vos T, Flaxman AD, Naghavi M, Lozano R, Michaud C, Ezzati M, Shibuya K, Salomon JA, Abdalla S, Aboyans V (December 2012). «Years lived with disability (YLDs) for 1160 sequelae of 289 diseases and injuries 1990–2010: a systematic analysis for the Global Burden of Disease Study 2010». Lancet 380 (9859): 2163–96. doi:10.1016/S0140-6736(12)61729-2. PMID 23245607. 
  17. GBD 2013 Mortality and Causes of Death, Collaborators (17 December 2014). «Global, regional, and national age-sex specific all-cause and cause-specific mortality for 240 causes of death, 1990-2013: a systematic analysis for the Global Burden of Disease Study 2013.». Lancet. doi:10.1016/S0140-6736(14)61682-2. PMID 25530442. 
  18. «Bronchitis». Blausen Medical. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2015. 
  19. «How Is Bronchitis Diagnosed?». 4 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2015. 
  20. «How Can Bronchitis Be Prevented?». 4 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2015. 
  21. Smith, SM; Schroeder, K; Fahey, T (24 November 2014). «Over-the-counter (OTC) medications for acute cough in children and adults in community settings.». The Cochrane database of systematic reviews 11: CD001831. PMID 25420096. 
  22. Becker, LA; Hom, J; Villasis-Keever, M; van der Wouden, JC (6 July 2011). «Beta2-agonists for acute bronchitis.». The Cochrane database of systematic reviews (7): CD001726. PMID 21735384. 
  23. Smith, SM; Fahey, T; Smucny, J; Becker, LA (1 March 2014). «Antibiotics for acute bronchitis.». The Cochrane database of systematic reviews 3: CD000245. PMID 24585130. 
  24. 24,0 24,1 Goldsobel, AB; Chipps, BE (March 2010). «Cough in the pediatric population». The Journal of Pediatrics 156 (3): 352–358.e1. doi:10.1016/j.jpeds.2009.12.004. PMID 20176183. https://archive.org/details/sim_journal-of-pediatrics_2010-03_156_3/page/352. 
  25. 25,0 25,1 Craven, V; Everard, ML (January 2013). «Protracted bacterial bronchitis: reinventing an old disease». Archives of Disease in Childhood 98 (1): 72–76. doi:10.1136/archdischild-2012-302760. PMID 23175647. 
  26. 26,0 26,1 U.S. National Library of Medicine (2011). «Chronic obstructive pulmonary disease». A.D.A.M. Medical Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2012. 
  27. 27,0 27,1 Cohen, Jonathan· Powderly, William (2004). Infectious Diseases, 2nd ed. Mosby (Elsevier). Chapter 33: Bronchitis, Bronchiectasis, and Cystic Fibrosis. ISBN 0323025730. 
  28. «Understanding Chronic Bronchitis». American Lung Association. 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2012. 
  29. Forey, BA; Thornton, AJ; Lee, PN (June 2011). «Systematic review with meta-analysis of the epidemiological evidence relating smoking to COPD, chronic bronchitis and emphysema». BMC Pulmonary Medicine 11 (36): 36. doi:10.1186/1471-2466-11-36. PMID 21672193. 
  30. Szczyrek, M; Krawczyk, P; Milanowski, J; Jastrzebska, I; Zwolak, A; Daniluk, J (2011). «Chronic obstructive pulmonary disease in farmers and agricultural workers-an overview». Annals of Agricultural and Environmental Medicine 18 (2): 310–313. PMID 22216804. 
  31. Fischer, BM; Pavlisko, E; Voynow, JA (2011). «Pathogenic triad in COPD: oxidative stress, protease-antiprotease imbalance, and inflammation». International Journal of Chronic Obstructive Pulmonary Disease 6: 413–421. doi:10.2147/COPD.S10770. PMID 21857781. 
  32. National Heart Lung and Blood Institute (2009). «Who Is at Risk for Bronchitis?». National Institutes of Health. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2012. 
  33. National Institute of Occupational Safety and Health (2012). «Respiratory Diseases Input: Occupational Risks». NIOSH Program Portfolio. Centers for Disease Control and Prevention. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2012. 
  34. «National Health and Nutrition Examination Survey (NHANES) Respiratory Health Spirometry Procedures Manual» (PDF). Centers for Disease Control and Prevention. 2008. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2013. 
  35. Willemse, BW; Postma, DS; Timens, W; ten Hacken, NH (March 2004). «The impact of smoking cessation on respiratory symptoms, lung function, airway hyperresponsiveness and inflammation». The European respiratory journal: official journal of the European Society for Clinical Respiratory Physiology 23 (3): 464–476. PMID 15065840. 
  36. Mohamed Hoesein, FA; Zanen, P; Lammers, JW (June 2011). «Lower limit of normal or FEV1/FVC<0.70 in diagnosing COPD: an evidence-based review». Respiratory medicine 105 (6): 907–915. doi:10.1016/j.rmed.2011.01.008. PMID 21295958. 
  37. Wanger, J; Clausen, JL; Coates, A; Pedersen, OF; Brusasco, V; Burgos, F; Casaburi, R; Crapo, R και άλλοι. (September 2005). «Standardisation of the measurement of lung volumes». The European respiratory journal: official journal of the European Society for Clinical Respiratory Physiology 26 (3): 511–522. doi:10.1183/09031936.05.00035005. PMID 16135736. 
  38. 38,0 38,1 38,2 Fauci, Anthony S.· Daniel L. Kasper· Dan L. Longo· Eugene Braunwald· Stephen L. Hauser· J. Larry Jameson (2008). Chapter 254. Chronic Obstructive Pulmonary Disease Harrison's Principles of Internal Medicine (17th έκδοση). New York: McGraw-Hill. ISBN 978-0-07-147691-1. 
  39. Spencer, S; Karner, C; Cates, CJ; Evans, DJ (2011). «Inhaled corticosteroids versus long acting beta(2)-agonists for chronic obstructive pulmonary disease». Cochrane Database of Systematic Reviews 12 (CD007033): CD007033. doi:10.1002/14651858.CD007033.pub3. PMID 22161409. 
  40. Karner, C; Chong, J; Poole, P (2012). «Tiotropium versus placebo for chronic obstructive pulmonary disease». Cochrane Database of Systematic Reviews 7 (CD009285): CD009285. doi:10.1002/14651858.CD009285.pub2. PMID 22786525. 
  41. Poole, P; Black, PN; Cates, CJ (2012). «Mucolytic agents for chronic bronchitis or chronic obstructive pulmonary disease». Cochrane Database of Systematic Reviews 8 (CD001287): CD001287. doi:10.1002/14651858.CD001287.pub4. PMID 22895919. 
  42. Iscoe, S; Beasley, R; Fisher, JA (2011). «Supplementary oxygen for nonhypoxemic patients:O2 much of a good thing?». Critical Care 15 (3): 305. doi:10.1186/cc10229. PMID 21722334. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία