Γερμανός Καραβαγγέλης

Έλληνας μητροπολίτης

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης (Στύψη Λέσβου, 16 Ιουνίου 1866 - Βιέννη, 11 Φεβρουαρίου 1935), ήταν Έλληνας επίσκοπος, που διατέλεσε Μητροπολίτης Καστορίας και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οργανώνοντας αντάρτικα σώματα με ντόπιους Μακεδόνες οπλαρχηγούς, με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις σημαντικότερες μορφές του Αγώνα. Το 1913 έγινε τοποτηρητής του Πατριαρχείου και το 1924 Έξαρχος στη Βιέννη, όπου το 1935 πέθανε και ετάφη. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Καστοριά το 1959.[1]

Γερμανός Καραβαγγέλης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Γερμανός Καραβαγγέλης (Ελληνικά)
Γέννηση16 Ιουνίου 1866
Στύψη Λέσβου
Θάνατος11 Φεβρουαρίου 1935
Βιέννη, Αυστρία
Αιτία θανάτουέμφραγμα του μυοκαρδίου
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΚαστοριά
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
ΘρησκείαΟρθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
ΣπουδέςΙερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης
Πανεπιστήμιο της Λειψίας
Πανεπιστήμιο της Βόννης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταχριστιανός ιερέας
Πολιτική τοποθέτηση
Οργάνωση Μακεδονικό Κομιτάτο
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΜακεδονικός Αγώνας
Αξιώματα και βραβεύσεις
Βραβεύσεις Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος του Σωτήρος
Τάγμα του Λευκού Αετού
Τάγμα του Αγίου Σάββα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Πρώτα χρόνια Επεξεργασία

 
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης σε νεαρή ηλικία


Ο Καραβαγγέλης γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866, από Ψαριανό πατέρα. Οι γονείς του Χρυσόστομος και Μαρία απέκτησαν, εκτός από τον πρωτότοκο Στυλιανό (τον μετέπειτα Γερμανό) και άλλα επτά παιδιά: έξι κορίτσια και ένα αγόρι, από τα οποία το αγόρι και ένα κορίτσι πέθαναν νωρίς.
Μεγάλωσε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, όπου μετακόμισε η οικογένειά του, όταν ο Στυλιανός ήταν δύο χρονών· εκεί ο πατέρας του άνοιξε εμπορικό κατάστημα. Από το Αδραμύττιο θα φύγει νέος πια, με υποτροφία που του χορηγεί, εκτιμώντας την ευφυΐα του, τη φιλομάθειά του και το επιβλητικό παρουσιαστικό του, ο Μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος, για να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία θα αποφοιτήσει με άριστα το 1888. Την ημέρα της αποφοίτησης, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ και πήρε το όνομα Γερμανός, προς τιμήν του ιδρυτή της Σχολής, Πατριάρχη Γερμανού Δ΄. Κατόπιν, συνέχισε τις σπουδές του, με δαπάνες του πλούσιου ομογενή Παύλου Στεφάνοβικ Σκυλίτση,[2] σπουδάζοντας επί τριετία φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και της Βόννης.

Καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης Επεξεργασία

 
Άγαλμα του Γερμανού Καραβαγγέλη στην Καστοριά

Μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη. Εκεί το 1891 διορίστηκε καθηγητής της ονομαστής Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Με αυτή την ιδιότητα δίδαξε με ζήλο εκκλησιαστική ιστορία, ομιλητική και Θεολογία.[2] Συνέγραψε εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας και διάφορα επιστημονικά έργα, εκκλησιαστικούς λόγους, την περί του Πάσχα ιστορικήν επιστημονικήν διατριβήν και άλλες μελέτες που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες.[2] Το 1896 χειροτονήθηκε επίσκοπος Πέραν με τον τίτλο «επίσκοπος Χαριουπόλεως», όπου και ανέπτυξε σπουδαία δράση, αφενός καταπολεμώντας ξένη ανθελληνική προπαγάνδα και αφετέρου για την ελληνοπρεπέστερη μόρφωση των Ελλήνων μαθητών, αποσπώντας τους από ξένες σχολές, που είχαν στο μεταξύ ιδρυθεί, ιδίως των Καθολικών Γάλλων. Χαρακτηριστικά, απέσπασε 130 Έλληνες μαθητές από τη σχολή "Παπάζ Κιοπρού" και τους έπεισε να γραφτούν στο νεόκτιστο Ζωγράφειο Λύκειο ενώ ίδρυσε και Παρθεναγωγείο για τα κορίτσια που για χρόνια έφερε το όνομα «Παρθεναγωγείο Καραβαγγέλη».[2] Οργάνωσε μαθήματα τις Κυριακές, κήρυττε ακατάπαυστα και συμμετείχε στην εκπαίδευση κι επιλογή νέων άξιων κληρικών.[2]

Μητροπολίτης Καστορίας Επεξεργασία

Το 1900 τοποθετείται Μητροπολίτης Καστορίας (σημερινής Καστοριάς), από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄, κατόπιν προτροπής του Έλληνα πρέσβη Νικόλαου Μαυροκορδάτου.[2] Από της ενθρόνισής του άρχισε με τους πύρινους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ομοίως ενόπλων Βουλγάρων Εξαρχικών, που επιχειρούσαν την προσάρτηση των ελληνογενών χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μαζί και με άλλους ιεράρχες της περιοχής που έδρασαν ομοίως ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο Μακεδονικός Αγώνας γενικεύθηκε. Κατάφερε πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή ζήτησε την επίσημη παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στον Αγώνα, προκειμένου να μη μένει η πρωτοβουλία στους Βουλγάρους. Βέβαια το αίτημά του εκείνο είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα, παρά εθνικο-κεντρικό. Οι προσπάθειές του εκείνες, στέλνοντας σχετικές εκθέσεις στους Έλληνες πρωθυπουργούς Α. Ζαΐμη και Θ. Δεληγιάννη, τελικά απέδωσαν, όταν το 1904 η Ελλάδα -υπό την πίεση και της κοινής γνώμης- απεφάσισε την ενεργή συμμετοχή της στον ένοπλο αγώνα αντίστασης. Ο ελληνικός κλήρος, ως ήταν επόμενο, υποστήριξε με μανία την τότε επιχείρηση του ελληνικού κράτους, με συνέπεια ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης να καταστεί ο μεγαλύτερος εχθρός του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Πολλά στοιχεία για τη δράση του αντλούνται από τα απομνημονεύματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) (Καραβαγγέλης Γερμανός, Μητροπολίτης Καστοριάς: Ο Μακεδονικός Αγών).[3]

 
Μνημείο που απεικονίζει τον Γερμανό Καραβαγγέλη (αριστερά) και τον Παύλο Μελά (δεξιά)

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης κατέστη ο πρώτος και ο πιο επίμονος υπέρμαχος του αντιανταρτικού κινήματος σε συνεργασία με τον δραστήριο πρόξενο της Ελλάδας στο Μοναστήρι Ίωνα Δραγούμη και το 1904 με τον Παύλο Μελά. Στην αρχή προσπάθησε με τα κηρύγματά του να συνετίσει τους πάντες, ότι ανήκουν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μόνο, ενώ ως εθνότητα που κατοικεί στην περιοχή είναι όλοι Έλληνες. Στις ομιλίες του εκείνες δεν δίστασε αρχικά να επισκεφτεί τους ίδιους τους κομιτατζήδες, όπως και τον αρχικομιτατζή Βασίλ Τσακαλάρωφ. Στα επόμενα όμως 7 χρόνια (1900 - 1907) όπου γενικεύτηκαν οι καταστροφές και οι σκοτωμοί, ως μητροπολίτης Καστοριάς ύψωσε το σύνθημα «Βούλγαρος να μη μείνει».
Έφιππος ο ίδιος και με το όπλο (μάνλιχερ) στον ώμο,[2] από κοινού με τον αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Βάρδα, ο Καραβαγγέλης εμπνέει και δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκδίκηση των σφαγών, που συγκλόνισαν τότε τον κόσμο. Μεταξύ αυτών των αντιποίνων ήταν και η σφαγή στη Ζαγορίτσανη, για την οποία ο ίδιος ο Γερμανός Καραβαγγέλης γράφει:

«Το χωριό είχε πάνω από 600 σπίτια... Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε να εφαρμόσει την τιμωρία τους, μου έγραψε και εγώ του έστειλα τα ονόματα των δικών μας (πρακτόρων), για να μην τους αγγίζει. Στις παραμονές της 25ης Μαρτίου 1905 αυτός, μαζί με 300 άντρες κρύφτηκε στο δάσος που βρισκόταν απέναντι από το χωριό. Πρωί - πρωί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν οι τουφεκιές. Σκότωναν και πυρπολούσαν τα σπίτια τους. Εκείνη τη μέρα δολοφονήθηκαν 79 Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι. Οι δικοί μας άνθρωποι δεν έπαθαν πολλές ζημιές, επειδή είχα δώσει τον κατάλογό τους στον Βάρδα και αυτοί είχαν κρυφτεί...».[4]
 
Η φωτογραφία του κεφαλιού του Λάζαρ Ποπτράικοφ, την οποία ο Γερμανός Καραβαγγέλης έβαλε στο γραφείο του

Ως ηγέτης τού αντιβουλγαρικού ανταρτικού κινήματος, ο ίδιος γράφει: «Οι αντάρτικες ομάδες μεγάλωναν και αυξανόταν συνεχώς (παραθέτονται τα ονόματα 30 Κρητών, που ήταν επικεφαλής τέτοιων ομάδων). Διατηρούσα μαζί τους τακτική επαφή, μέσω του προξενείου του Μοναστηρίου και των μητροπολιτών. Συναντιόμουν προσωπικά μαζί τους και τους συμβούλευα να σκοτώνουν όλους τους ιερείς και Βούλγαρους δασκάλους». (χαρακτηριστικό σημείο του θρησκευτικού και μόνο μένους).

Δυσαρεστημένος με τον Κώττα, που κωλυσιεργούσε στη δράση του απέναντι στον Μήτρο Βλάχο, με τον οποίο ήταν αδελφοποιτοί, και πληροφορούμενος μία μεταξύ τους συνάντηση τον Μάιο του 1904, ο Καραβαγγέλης αποφάσισε να τον καταδώσει στις οθωμανικές αρχές. Με εντολή του Καραβαγγέλη, ο Παύλος Κύρου, παλιός φίλος και συμπολεμιστής του Κώττα, οδήγησε τον Ιούνιο του 1904 ένα τουρκικό απόσπασμα στο σπίτι του Κώττα στη Ρούλια με αποτέλεσμα ο Κώττας να συλληφθεί, να φυλακιστεί και τον επόμενο χρόνο να απαγχονιστεί.[5]

Η δράση αυτού του μητροπολίτη είναι χαρακτηριστική για τον ρόλο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον αγώνα εναντίον των Βουλγάρων, που είχαν υπαχθεί στη Βουλγαρική Εξαρχία. Οι ελληνικές προσπάθειες για την προσάρτηση των εδαφών όπου κατοικούσαν και Βούλγαροι της Μακεδονίας, έγιναν δυνατές μετά την παρέλευση δέκα τουλάχιστον χρόνων από τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα και όχι χάρη στην αποτυχία της Εξέγερσης του Ίλιντεν (καλοκαίρι 1903), όπως πολλοί πρεσβεύουν, δεδομένου ότι δέκα χρόνια μετά, το 1913, υπεγράφη η πρώτη συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που προηγήθηκε σαφώς της ελληνικής προσάρτησης.

Μητροπολίτης Αμασείας, Μητροπολίτης Ιωαννίνων Επεξεργασία

Το 1907, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα η Οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', μετά τις καταγγελίες Βουλγάρων και την επακόλουθη αφόρητη πίεση του Ρώσου πρεσβευτή Ζηνόβιεφ προς τον Σουλτάνο,[2] την απομάκρυνση του Γερμανού. Μετά από μήνες πιέσεων, ο Πατριάρχης αναγκάστηκε να δεχτεί κι ο Γερμανός αρχικά επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ως Συνοδικός.[2] Όταν όμως τον Ιανουάριο του 1908 εχήρευσε η Μητρόπολη Αμάσειας, ο Πατριάρχης του ζήτησε και πάλι να γυρίσει κοντά στο ποίμνιο που τον χρειαζόταν κι ανέλαβε Μητροπολίτης Αμάσειας στις 5 Φεβρουαρίου 1908[2], με έδρα τη Σαμψούντα. Ο Γερμανός και εκεί ανέπτυξε έντονη εθνική δράση, δημιουργώντας σχολεία στα πιο απομακρυσμένα χωριά[2] και ιδρύοντας γυμνάσιο για να μαθαίνουν τα παιδιά ελληνικά, αλλά και ένοπλες ομάδες κατά των Τούρκων ατάκτων, που λυμαινόταν την περιοχή. Τον Ιανουάριο του 1913, μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Ιωακείμ διετέλεσε προσωρινά τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Συμμετείχε ως υποψήφιος και στην ψηφοφορία ανάδειξης νέου Πατριάρχη αλλά μετά από παρέμβαση τριμελούς επιτροπής της Εθνικής Αμύνης που τον θερμοπαρακαλούσε να αποσύρει την υποψηφιότητά του[2], υπάκουσε και διέθεσε τις ψήφους του στον Πατριάρχη Γερμανό Ε' που εξελέγη στις 28 Ιανουαρίου 1913.

Ο Γερμανός επέστρεψε στην Αμάσεια και αντιστάθηκε σθεναρά στις διώξεις των Νεοτούρκων, αφιερώνοντας τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση των δικαίων των Ελλήνων και Αρμενίων, έχοντας ως συνεργάτες τον μητροπολίτη Χρύσανθο Τραπεζούντας, τον συντοπίτη του από τη Λέσβο επίσκοπο Ευθύμιο Ζήλων και τον αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Κατά τις σφαγές των Αρμενίων έσωσαν εκατοντάδες αθώους, κρύβοντας άλλους μες στον μητροπολιτικό ναό κι άλλους σε σπίτια Ελλήνων. Τις πράξεις του αυτές αναγνώρισαν αρμενικές εφημερίδες στις ΗΠΑ.[2]

Για τις ενέργειές του αυτές συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη, όπου και φυλακίστηκε το 1917 για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά αποφυλακίστηκε χάρη σε ενέργειες του Πατριάρχη Γερμανού Ε'[2]. Το στρατοδικείο του Κεμάλ Ατατούρκ, που εν τω μεταξύ πήρε με τα όπλα τον έλεγχο της κατάστασης, τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο το 1920 και τον κυνήγησε ανηλεώς[2]. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο Γερμανός πρότεινε στον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Μπαλτατζή, συνεργασία με Κούρδους και Αρμένιους εναντίον του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ Ατατούρκ. Η ποντο-αρμενική συνεργασία αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας (κράτους) στην περιοχή του Πόντου. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία. Τον Νοέμβριο του 1921 ήταν ο επικρατέστερος για να γίνει Πατριάρχης, αλλά προτίμησε και πάλι να δώσει τις ψήφους του στον Μελέτιο Μεταξάκη.[2]

Τον Αύγουστο του 1922 βρισκόταν στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας για τη στέψη του Ρουμάνου βασιλιά όταν συνέβη η Μικρασιατική Καταστροφή. Έσπευσε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας για να πάρει το πλοίο για την Κωνσταντινούπολη, όμως τον πρόλαβαν τα τουρκικά στρατεύματα του Κεμάλ, που απαγόρευσαν την αποβίβασή του από το ατμόπλοιο αφού έλαβε επιστολή από τον Πατριάρχη ότι αν αποβιβαζόταν θα τον συνελάμβαναν και θα εκτελούνταν με βάση την απόφαση του στρατοδικείου.[2] Για να τον προστατέψει ο Πατριάρχης τον διόριζε Μητροπολίτη Ιωαννίνων, όπου μετέβη άμεσα με το ίδιο πλοίο. Έτσι απομακρύνθηκε οριστικά από τη Μητρόπολη Αμασείας. Τυπικά απώλεσε και τον τίτλο του μητροπολίτη Αμασείας στις 27 Οκτωβρίου 1922.[2] Εξελέγη τυπικά το έτος 1923 Μητροπολίτης Ιωαννίνων. Στα Γιάννενα έμεινε για ένα χρόνο.

Έξαρχος στην κεντρική Ευρώπη (Αυστρία, Ουγγαρία, Ιταλία) Επεξεργασία

Αργότερα μετά και τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και την ανάρρηση στον Πατριαρχικό θρόνο του Γρηγορίου Z', κι ενώ ο Γερμανός Καραβαγγέλης έκλεισε ένα χρόνο στα Ιωάννινα, τον Απρίλιο του 1924 έλαβε τηλεγράφημα από τον Πατριάρχη για τοποθέτησή του ως Μητροπολίτης Ουγγαρίας κι έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης του Οικουμενικού Πατριαρχείου με έδρα τη Βουδαπέστη. Επρόκειτο για μια πολύ μικρή ελληνική κοινότητα με πενιχρή αμοιβή που δεν κάλυπτε ούτε τα έξοδα διαβίωσης του.[2] Αρχικά αρνήθηκε και διαμαρτυρήθηκε με τηλεγράφημά του, όπως έκαναν και αρκετοί Ηπειρώτες, αλλά δεν εισακούστηκαν. Λόγος της δυσμενούς μετάθεσής του, σύμφωνα με την έρευνα του Μητροπολίτη Αυστρίας Μιχαήλ Στάικου, υπήρξε η πίεση στον Πατριάρχη από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Α' (Παπαδόπουλο), που ήθελε να επαναφέρει στα Ιωάννινα τον φιλοβασιλικό/αντιβενιζελικό ιεράρχη Σπυρίδωνα Βλάχο, απομακρύνοντας τον γνωστό για το φιλοβενιζελικό του φρόνημα Γερμανό.[6] Ο Γερμανός το θεώρησε ως εξορία κι εμπαιγμό και στις 24 Απριλίου παραιτήθηκε γραπτώς από τη θέση αυτή.[6] Τότε η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε στο οικουμενικό Πατριαρχείο τη μετάθεση της έδρας από τη Βουδαπέστη στη Βιέννη για την «Εξαρχία Κεντρώας Ευρώπης», ως επαρχίας της Μητρόπολης Θυατείρων, με μισθό από το Υπουργείου Εξωτερικών.[6] Με τηλεγράφημά του ο Γερμανός στις 11 Αυγούστου προς τον Πατριάρχη αποδέχθηκε με τον όρο να του αποδοθεί ο τίτλος Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης.[6]

Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στην Αυστριακή πρωτεύουσα τον Οκτώβριο ο Γερμανός μερίμνησε με κοπιώδη εργασία και πολυάριθμα ταξίδια για την αναζωογόνηση των αποδυναμωμένων ελληνικών κοινοτήτων σε Ιταλία, Αυστρία κι Ουγγαρία. Φρόντισε για τους εφημέριους, τους ναούς και τους απόδημους Έλληνες σε Βενετία, Μπρίντιζι, Λιβόρνο, Γένοβα, Μιλάνο, Ν(ε)άπολη, Τεργέστη, Κέτσκεμετ, Σέντες και Βουδαπέστη.[2] Στη Βιέννη συνεργάστηκε άριστα με τον αρχιμανδρίτη, ιερατικό προϊστάμενο και μετέπειτα Μητροπολίτη Κυδωνίας κι Αποκορώνου Χανίων Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη.[6] Δοκιμάστηκε όμως από την πολύχρονη άρνηση του έτερου αρχιμανδρίτη της Βιέννης, ιερατικού προϊσταμένου της ενορίας Αγ. Γεωργίου Δημητρίου Γεωργιάδη να αποδεχθεί την πνευματική του δικαιοδοσία, που κρατούσε την ιστορική ελληνόφωνη κοινότητα για ιδιοτελείς λόγους πιστή στον Ρουμάνο επίσκοπο του Τσερνάουτσι (Cernăuți, σήμερα ανήκει στην Ουκρανία και είναι γνωστό ως Τσερνίβτσι).[6] Επίσης την 1η Μαρτίου 1926 πικράθηκε από την απόφαση της δικτατορικής κυβέρνησης Θεόδωρου Πάγκαλου για περικοπή του μισθού του από 118 λίρες σε μόλις 50, με τα οποία αδυνατούσε να αποπληρώσει κατοικία, διατροφή, έξοδα περιοδείας και ξενοδοχεία, εξαρτώμενος σχεδόν αποκλειστικά σε δωρεές των ελάχιστων πιστών.[6] Αναγκάστηκε για τον λόγο αυτό να ζει μακριά από τη Βιέννη, και συγκεκριμένα στην Αθήνα όπου κατείχε ιδιόκτητη κατοικία στο Ψυχικό.

Θάνατος και ταφή Επεξεργασία

 
Ανδριάντας του Γερμανού Καραβαγγέλη στη Θεσσαλονίκη

Πέθανε πάμπτωχος από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 σε ηλικία 69 ετών στην πόλη Μπάντεν, 30 χιλιόμετρα νότια από τη Βιέννη,[2] σε ξενοδοχείο όπου είχε προσωρινά καταλύσει, μόνος και «ξένος μέσα σε ξένους».[6] Η αδερφή του Κλεονίκη έφτασε αμέσως από το Βουκουρέστι, όπου διέμενε μόνιμα, και προσπάθησε να μεταφερθεί η σορός του για ενταφιασμό στην Αθήνα, με γραπτό αίτημα εκ μέρους του επιτετραμμένου της ελληνικής πρεσβείας Δημήτριου Τζιρακόπουλου. Το ίδιο ήταν κι επιθυμία του, όπως προκύπτει από τη διαθήκη του, όπου ζητούσε η εξόδιος ακολουθία του να τελεστεί στον Ι.Ν Αγίου Γεωργίου Καρύτση «μεθ' ενός μόνον ιερέως, άνευ διακόνου, ως κι άνευ της παρουσίας αντιπροσώπου της Ελληνικής Πολιτείας και της Εκκλησίας ομοίως», όπως έγραφε γεμάτος πίκρα και παράπονο για την αχαριστία που είχε βιώσει. Ούτε κι αυτό όμως δεν έγινε δεκτό στην Αθήνα, αφού «ούτε νεκρόν επεθύμουν τον εκκλησιαστικόν άνδρα κι εθνικόν ήρωα εις το Άστυ».[6] Γι' αυτό η σορός του Καραβαγγέλη ετάφη σε λιτό μνήμα στη Βιέννη (Zentralfriedhof) από τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη.[6]

Απομνημονεύματα και μετακομιδή των οστών του στην Καστοριά Επεξεργασία

Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα, εκδόθηκαν από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1959. Το ίδιο έτος το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.[7]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-1935).
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 2,15 2,16 2,17 2,18 2,19 2,20 Ανεστίδης, Σταύρος (1992). Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. σελ. 357. 
  3. Από το Αρχείο Μακεδονικού Αγώνος Πηνελόπης Δέλτα, αρ.1, Θεσσαλονίκη 1958
  4. Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη σ.74-75
  5. *Ανδρέου, Αντρέας Π. (2002). Κώττας (1863-1905). Αθήνα: Λιβάνης. σελίδες 148–169. 
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 Στάικος, Μιχαήλ (1998). Γερμανός Καραβαγγέλης - Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης(1924-1935). Θεσσαλονίκη: Μητροπολίτης Αυστρίας Μιχαήλ Στάικος με επιχορήγηση του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης επί υπουργίας κ.Φίλιππου Πετσάλνικου. σελ. 127-223. 
  7. ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.10ος, σελ.274.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Ψάρας, I., "Ο Γερμανός Καραβαγγέλης και η ορθόδοξη Ελληνική Κοινότητα της Βενετίας (1924-1935)", Θησαυρίσματα 14 (1977), σελ. 275-287.