Τα γιουβαρλάκια επίσης γουρβαλάκια ή γουβαρλάκια (τουρκικά yuvarlak, ή yuvarlak köfte), είναι φαγητό υιοθετημένο της ελληνικής και κυπριακής κουζίνας από τις οθωμανικές επιρροές.

Γιουβαρλάκια

Ετυμολογία Επεξεργασία

Το όνομα σημαίνει στρογγυλός στα τουρκικά, περιγράφοντας μια πηχτή σούπα με αυγολέμονο.[1][2]

Μαγειρική Επεξεργασία

Γίνεται με μίγμα κιμά, συνήθως με ρύζι ή πλιγούρι, κρεμμύδι, μαϊντανό, λάδι, αλάτι και πιπέρι. Το μίγμα χωρίζεται σε σφαιρίδια σαν κεφτέδες [σημ. 1], τα οποία τοποθετούνται στην κατσαρόλα και σιγοβράζουν σε χαμηλή φωτιά για να μη διαλυθούν, περίπου για 45 λεπτά της ώρας. Τέλος, προστίθεται αυγολέμονο το οποίο προκαλεί πήξη των ζωμών του κρέατος και δίνει χαρακτηριστική όξινη γεύση. Σε κάποιες περιπτώσεις διαλύεται κορν φλάουερ μέσα στο αυγολέμονο και αυτό βοηθάει περισσότερο στο χύλωμα και δεν αφήνει το αυγό να κόψει, γιατί το άμυλο που έχει το κορν φλάουερ δεσμεύει και προστατεύει την αλβουμίνη (την πρωτεΐνη του αυγού). Για να μη κόψει το αυγολέμονο πρέπει να αραιώνεται σταδιακά με ζωμό μέτριας θερμοκρασίας, και ανακινείται μαζί με το φαγητό στην κατσαρόλα. Σερβίρεται καυτό με μαϊντανό, ή ξαναζεσταμένο και τρώγεται χειμώνα και καλοκαίρι. Συνοδεύεται από ψωμί.[3]

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. λόγω του σφαιρικού σχήματος χρησιμοποιείται περισσότερο κρέας.

Πηγές Επεξεργασία

  1. «γιουβαρλάκι». Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 1998. 
  2. Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου και Ευφροσύνη Χ. Ρούπα, Η ιστορία της βιομηχανίας τροφίμων (Κέρκυρα, 2006), σελ. 30.
  3. Clifford A. Wright, The Best Soups in the World (John Wiley and Sons, 2011), σελ. 50.