Λεωφορειοπειρατείες στην Ελλάδα το 1999

κρίση ομήρων στην Ελλάδα και Αλβανία
(Ανακατεύθυνση από Γιώργος Κουλούρης)

Το 1999, σημειώθηκαν δύο λεωφορειοπειρατείες στην Ελλάδα.

Ιστορικό Επεξεργασία

Λεωφορειοπειρατεία στο Σχολάρι - Υπόθεση Φλαμούρ Πίσλι Επεξεργασία

Στις 29 Μαΐου του 1999, ένας Αλβανός υπήκοος που ζούσε και εργαζόταν στην Ελλάδα, ο 25χρονος Φλαμούρ Πίσλι,[1] οπλισμένος με μια χειροβομβίδα κατέλαβε λεωφορείο του ΚΤΕΛ με εννέα επιβάτες στο Κάτω Σχολάρι Θεσσαλονίκης, διαμαρτυρόμενος για αδικίες που είχε υποστεί από τον εργοδότη του, αλλά και για ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του (σύμφωνα με τον ισχυρισμό του) για παράνομη κατοχή όπλων.

Ο Αλβανός ζήτησε να του παραδοθούν χρηματικά λύτρα ύψους 50 εκατομμυρίων δραχμών και τρία τουφέκια τύπου Καλάσνικοφ, καθώς επίσης και να εξασφαλισθεί η διαφυγή στη χώρα του.[2] Οι ελληνικές αστυνομικές αρχές, φοβούμενες μια κατάληξη παρόμοια της περίπτωσης της ομηρείας στη οδό Νιόβης στην Αθήνα που είχε προηγηθεί (όταν ο ρουμάνος κακοποιός Σορίν Ματέι είχε προκαλέσει το θάνατο της Αμαλίας Γκινάκη), κατέβαλαν τα λύτρα και παρέδωσαν τρία όπλα στον απαγωγέα, τα οποία όμως αυτός δεν δέχτηκε με το αιτιολογικό πως δεν ήταν της μάρκας που επιθυμούσε.

Στη συνέχεια και καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, το λεωφορείο ακολούθησε διαδρομή προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα επιτηρούμενο από αστυνομικό όχημα όπου επέβαιναν άνδρες των ΕΚΑΜ και υπό την κάλυψη των εγχώριων ΜΜΕ, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους τηλεθεατές. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Πίσλι σκόπευε να παραδοθεί ή στην πλατεία της γενέτειράς του ή στην πρωτεύουσα Τίρανα, ωστόσο όταν το λεωφορείο έφτασε στο Ελμπασάν, εκδηλώθηκε επέμβαση των αλβανικών αρχών που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο αφενός του απαγωγέα, αφετέρου του Έλληνα επιβάτη Γεώργιου Κουλούρη, 28 ετών, ο οποίος φαίνεται πως παρουσίαζε μια σχετική φυσιογνωμική ομοιότητα μαζί του.

Το ελληνικό Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, επισημαίνοντας ότι οι αλβανικές αρχές δεν επέτρεψαν την επέμβαση των Ελλήνων αστυνομικών, επέρριψε την αποκλειστική ευθύνη στην ηγεσία της αστυνομίας της γειτονικής χώρας. Οι συγγενείς του Γεώργιου Κουλούρη προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, ωστόσο οι αλβανικές υπηρεσίες έθεσαν την έρευνά τους στο αρχείο, δίχως να αποδώσουν ευθύνες για το θάνατο του Έλληνα επιβάτη.

Το συμβάν δραματοποιήθηκε στην ταινία Όμηρος του Κωνσταντίνου Γιάνναρη το 2005.

Λεωφορειοπειρατεία στο Πολύκαστρο - Υπόθεση Αρμπέν Σούφα Επεξεργασία

Στις 14 Ιουλίου του 1999, ενάμισι μήνα μετά την αιματηρή κατάληξη της πρώτης λεωφορειοπειρατείας, ο 33χρονος Αρμπέν Σούφα, Αλβανός υπήκοος που ζούσε και εργαζόταν στην Ελλάδα, εισέβαλε περίπου στις 13:25 στο ΚΤΕΛ της γραμμής Γουμένισσα - Θεσσαλονίκη, φέροντας κουκούλα και οπλισμένος με δύο χειροβομβίδες. Απασφαλίζοντας τη μια ως απειλή, ο Σούφα ζήτησε από τον οδηγό Ιωάννη Λιβερτζίδη να οδηγήσει το λεωφορείο στην Αλβανία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα και καθ' υπόδειξιν του Σούφα, το λεωφορείο μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα Πολυκάστρου, όπου μέσω μίας επιβάτιδος ο Σούφα κατήγγειλε στον διοικητή κακοποίηση από αστυνομικούς στις 12 του μήνα, οι οποίος -όπως υποστήριξε- επίσης κατέσχεσαν και κατέστρεψαν αυθαιρέτως τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και το βιβλιάριο καταθέσεών του.[3]

Ζήτησε από τις αστυνομικές αρχές να του παραδοθούν χρηματικά λύτρα ύψους 250 εκατομμυρίων δραχμών και δύο[4] ή τέσσερα όπλα[3] (περίστροφο και πολυβόλο). Οι αστυνομικές αρχές προσπάθησαν να διαπραγματευτούν ανταλλαγή ομήρων με αστυνομικούς, ενώ μετά από διαπραγματεύσεις έπεισαν τον Σούφα να απελευθερώσει 42 ομήρους.[4] Η απελευθέρωση των ομήρων έλαβε χώρα στο Λιμνότοπο, περίπου 15 λεπτά μετά την έναρξη της λεωφορειοπειρατείας. Στο λεωφορείο πλέον ευρίσκονταν 8 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Σούφα.[5]

Στη Γέφυρα, το λεωφορείο άλλαξε πορεία, κινούμενο πλέον προς την Έδεσσα. Όταν το λεωφορείο βρισκόταν στην περιοχή της Σκύδρας, η Αστυνομία αποπειράθηκε για πρώτη φορά να επικοινωνήσει με τον δράστη -ανεπιτυχώς- , κάτι που κατάφερε όταν το ΚΤΕΛ είχε φτάσει κοντά στο χωριό Άγρα. Εκεί, μεταξύ 16:25 και 17:10, ο Σούφα συμφώνησε στην απελευθέρωση ενός ακόμη ομήρου, ενός ηλικιωμένου λαχειοπώλη.[5] Μέχρι το βράδυ και μετά από δύο στάσεις για ανεφοδιασμό καυσίμων, το λεωφορείο έφτασε 12 χιλιόμετρα έξω από την Φλώρινα και σταμάτησε στην περιοχή Παλαίστρα.

Στο μεταξύ, οι Αρχές είχαν αποτρέψει την παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων στην ευρύτερη περιοχή του λεωφορείου, φοβούμενοι εκτροχιασμό της κατάστασης ανάλογο με αυτόν της υπόθεσης Πίσλι, με το ΕΣΡ να απευθύνει σχετική προειδοποίηση στους σταθμούς. Παράλληλα, η Επιτροπή Διαχείρισης Κρίσεων (Βάσω Παπανδρέου - Μιχάλης Χρυσοχοΐδης -Άκης Σακελλαρίου - Δημήτρης Ρέππας) άφησε υπαινιγμούς για προβοκάτσια, δίνοντας παράλληλα σαφή οδηγία στην ΕΛ.ΑΣ. να χειριστεί το περιστατικό εντός συνόρων και με γνώμονα τη ζωή των ομήρων.[5]

Την επόμενη ημέρα, μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις που έληξαν γύρω στις 17:15, ο Σούφα δέχθηκε να απελευθερώσει τέσσερις ομήρους με αντάλλαγμα δεκαπέντε εκατομμύρια δραχμές. Οι δύο απελευθερώθηκαν επιτόπου, ενώ οι υπόλοιποι δύο θα απελευθερώνονταν στον δρόμο προς την Κρυσταλλοπηγή. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων (περί τις 18:30), οι αστυνομικοί συνεννοούνται με τον 19χρονο στρατιώτη Νέστωρα Κόκκαλη, στον οποίο περνούν δύο περόνες χειροβομβίδων. 5 λεπτά αργότερα, δίνουν σήμα ότι επίκειται επίθεση των ΕΚΑΜ και στις 18:40, οι επιβάτες Νέστωρ Κόκκαλης και Αναστάσιος Καραγιάννης ορμούν στον δράστη και του κρατάνε τα χέρια, ώστε να μην εκραγούν οι χειροβομβίδες. Οι άνδρες των ΕΚΑΜ επεμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα και η επιχείρηση λήγει με μόνο θάνατο αυτό του Αρμπέν Σούφα, από βολή ελεύθερου σκοπευτή.[6]

Μετά το τέλος της πειρατείας, προέκυψε το πραγματικό όνομα του Σούφα, ο οποίος είχε δηλώσει στους αστυνομικούς τα ονόματα Αλεξάντερ Νάνα και Αλεξάντερ Τζέκι, πιθανόν επειδή στο παρελθόν είχε απελαθεί τουλάχιστον μία φορά από την Ελλάδα.[3] Οι Καραγιάννης και Κόκκαλης τιμήθηκαν για την πράξη τους, με τον δεύτερο να λαμβάνει τιμητική θέση πολιτικού υπαλλήλου στην Αστυν. Διεύθυνση Μαγνησίας.[7]


Οι λεωφορειοπειρατείες ήταν οι πρώτες του είδους τους στην Ελλάδα, με την δεύτερη να ακολουθεί σχεδόν μιμητικά το modus operandi της πρώτης, καθώς περιελάμβανε κι αυτή χρήση χειροβομβίδας, ενώ το μέσον ήταν επίσης ΚΤΕΛ. Το γεγονός ότι και οι δύο δράστες υπήρξαν Αλβανοί, δε βελτίωσε το ήδη αρνητικό κλίμα στην κοινή γνώμη έναντι των μεταναστών.

Οι δύο λεωφορειοπειρατείες του 1999 δεν ήταν το τέλος αυτού του εγκληματικού φαινομένου- ακολούθησαν άλλες δύο, το 2000 και το 2004.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1999: Η πρώτη λεωφορειοπειρατεία σε ελληνικό έδαφος
  2. Τσιγγανα, Του Θαναση (16 Δεκεμβρίου 2004). «Μνήμες από προηγούμενες (αιματηρές) λεωφορειοπειρατείες». Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (στα greek). Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2024. 
  3. 3,0 3,1 3,2 «Ψάχνουν κύκλωμα συνεργών πίσω από τον 23χρονο απαγωγέα». ΤΑ ΝΕΑ. 17 Ιουλίου 1999. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2024. 
  4. 4,0 4,1 «1999: Λεωφορειοπειρατεία στο Πολύκαστρο – Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα». Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2024. 
  5. 5,0 5,1 5,2 «Η δεύτερη πράξη ενός εφιαλτικού έργου». ΤΑ ΝΕΑ. 15 Ιουλίου 1999. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2024. 
  6. «Τον πυροβόλησε στο κεφάλι ελεύθερος σκοπευτής». ΤΑ ΝΕΑ. 16 Ιουλίου 1999. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2024. 
  7. «Συνελήφθη για υπεξαίρεση ο ήρωας του 1999». ProtoThema. 9 Απριλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2024. 

Άλλες πηγές Επεξεργασία