Γκερτ φον Ρούντστετ

Στρατάρχης του Γ' Ράιχ
(Ανακατεύθυνση από Γκερντ φον Ρούντστεντ)

Ο Γκερντ φον Ρούνστετ (Karl Rudolf Gerd von Rundstedt, 12 Δεκεμβρίου 1875 - 24 Φεβρουαρίου 1953) ήταν Γερμανός στρατάρχης της Βέρμαχτ, επικεφαλής ομάδας Στρατιών στην εισβολή στην Πολωνία (1939), Γαλλία (1940) και στην εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (1941) και δύο φορές γενικός διοικητής των δυνάμεων του Δυτικού μετώπου (1944-45) μέχρις ότου αντικαταστάθηκε από τον Χίτλερ και αποστρατεύθηκε.

Γκερτ φον Ρούντστετ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Gerd von Rundstedt (Γερμανικά)
Γέννηση12  Δεκεμβρίου 1875[1][2][3]
Άσερσλέμπεν[4]
Θάνατος24  Φεβρουαρίου 1953[1][2][3]
Αννόβερο[4]
Αιτία θανάτουέμφραγμα του μυοκαρδίου
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςStadtfriedhof Stöcken
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
ΣπουδέςΠρωσική Στρατιωτική Ακαδημία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
στρατιωτικός
στρατιώτης
Περίοδος ακμής1892
Οικογένεια
ΤέκναHans Gerd von Rundstedt
ΓονείςGerd von Rundstedt
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΣτρατάρχης/στρατός ξηράς
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςTHIRD CLASS
Τάξη Αλβέρτου
Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού με Φύλλα Δρυός και Ξίφη
Τάγμα του Μιχαήλ του Γενναίου
Μεγαλόσταυρους ιππότης του Τάγματος του Στέμματος της Ιταλίας
Τάξη του Στέμματος
Τιμητικός Σταυρός του Παγκόσμιου Πολέμου 1914/1918
Τάγμα του Λευκού Γερακιού
Sudetenland Medal
Τάγμα του Σαξ-Ερνεστίν
Τάγμα Στρατιωτικής Αξίας (Βαυαρία)
House Order of Hohenzollern
Παράσημο Ευδοκίμου Υπηρεσίας της Βέρμαχτ
Clasp to the Iron Cross
Στρατιωτικός Σταυρός της Αξίας (Αυστροουγγαρία)
Αστέρας της Καλλίπολης
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Τα πρώτα χρόνια

Επεξεργασία

Ο Ρούντστετ γεννήθηκε στο Ασερσλέμπεν (Aschersleben) της Σαξωνίας και ήταν γόνος αριστοκρατικής Πρωσικής οικογένειας[5]. Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, επίσης αξιωματικού καριέρας του Πρωσικού Στρατού, ο Γκερντ αρχικά κατετάγη στον Γερμανικό Στρατό (1892) και στη συνέχεια εγγράφηκε στη Γερμανική Στρατιωτική Ακαδημία το 1902, η οποία δεχόταν 160 υποψήφιους αξιωματικούς ετησίως. Το ίδιο έτος νυμφεύεται τη Λουίζα φον Γκέτς (Luise Bila von Götz) με την οποία απέκτησαν ένα γιό, τον Χανς Γκερντ. Αποφοίτησε με επιτυχία από τη Στρατιωτική Ακαδημία και έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο διακρίθηκε τόσο για τη γενναιότητα όσο και για τις ικανότητές του. Το 1918 ήταν Ταγματάρχης και επικεφαλής του Επιτελείου της Μεραρχίας του.

Περίοδος Μεσοπολέμου

Επεξεργασία

Ο Ρούντστετ παρέμεινε στη Ράιχσβερ, τον στρατό των 100.000 ανδρών που επιτράπηκε στη Γερμανία να διατηρήσει μετά το τέλος του Πρώτου Πολέμου, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Το 1932 του ανατέθηκε η διοίκηση της 3ης Μεραρχίας Πεζικού. Αντέδρασε στην απόφαση του Φραντς φον Πάπεν σχετικά με την κήρυξη στρατιωτικού νόμου στη χώρα το 1932 και στη διαταγή εκδίωξης, από τον Στρατό, των μελών του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος από δημόσιες θέσεις - απείλησε, μάλιστα, να παραιτηθεί. Παρέμεινε στον Στρατό και παραιτήθηκε το 1938, όταν έγινε γνωστό ότι η Γκεστάπο είχε εμπλέξει τον Αρχηγό του Στρατού Βέρνερ φον Φριτς (Werner von Fritsch) σε σεξουαλικό σκάνδαλο, με στόχο την απομάκρυνσή του από αυτή τη θέση.

Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Επεξεργασία

Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, ο Ρούντστετ ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετήθηκε επικεφαλής της Ομάδας Στρατιών Νότου, με επιτελάρχη τον Έριχ φον Μάνσταϊν. Εκπληρώνοντας λαμπρά την αποστολή του (κατάφερε να κυκλώσει 19 πολωνικές μεραρχίες στον θύλακα της Μπζούρα)[6], επιστρέφει στη Γερμανία και συμμετέχει στο «Κίτρινο σχέδιο» (Fall gelb) του Φύρερ για την εισβολή στη Γαλλία τον Μάρτιο του 1940. Στην εκστρατεία αυτή ηγείται επτά θωρακισμένων μεραρχιών (με επικεφαλής τον Χάιντς Γκουντέριαν), τριών μηχανοκινήτων και δεκατριών μεραρχιών Πεζικού. Εδώ διαπράττει ένα σοβαρό σφάλμα: Έχοντας κυκλώσει τη Δουνκέρκη και το Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα που δρούσε στη Γαλλία μαζί με τον Γαλλικό Στρατό, δίνει ανάπαυση μιας ημέρας στις θωρακισμένες μεραρχίες του Γκουντέριαν (ύστερα από αίτημα του Γκίντερ φον Κλούγκε), θεωρώντας ότι αυτή είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της φθοράς που έχουν υποστεί. Ο Γκουντέριαν ζητά την άδεια να επιπέσει κατά της Δουνκέρκης, αλλά αυτή ποτέ δεν του δίνεται. Εν τω μεταξύ καταφθάνει στο Στρατηγείο του Ρούντστετ ο ίδιος ο Χίτλερ, ο οποίος υπερθεματίζει στην απόφαση του Στρατηγού του. Αυτό το σφάλμα ήταν μοιραίο: Τα γαλλοβρετανικά στρατεύματα, έχοντας την ανάπαυλα που τους χρειαζόταν για την αναδιοργάνωσή τους, προβάλλουν πλέον ισχυρή αντίσταση και δεν επιτρέπουν άμεση κατάληψη του σημαντικού αυτού λιμένα, από τον οποίο καταφέρνουν να διαφύγουν (με ολική απώλεια του υλικού τους) σχεδόν το σύνολο των βρετανικών δυνάμεων και περίπου 140.000 Γάλλοι στρατιώτες[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Χίτλερ αποφασίζει να αφήσει τη Δουνκέρκη στην Αεροπορία, η οποία, όμως, δεν καταφέρνει αποφασιστικά πλήγματα, καθώς επεμβαίνει η Βρετανική αεροπορία (RAF). Το σφάλμα της μη εξουδετέρωσης του Βρετανικού σώματος αποδίδεται σήμερα στον Ρούντστετ[6].

Το καλοκαίρι του 1940 ο Ρούντστετ καλείται στο Βερολίνο όπου, στις 19 Ιουλίου, ονομάζεται Στρατάρχης. Συμμετέχει στην κατάστρωση του σχεδίου Seelowe (Θαλάσσιος Λέων), όπως είχε αποκληθεί η εισβολή της Γερμανίας στη Βρετανία. Το σχέδιο ετοιμάζεται, οι συμμετέχοντες είναι αισιόδοξοι, ωστόσο ο Χίτλερ διστάζει, γνωρίζοντας ότι καμία εκστρατεία κατά της Βρετανίας δεν πέτυχε, ύστερα από αυτή του Ιουλίου Καίσαρα. Σε βοήθειά του έρχεται ο επικεφαλής των Ναυτικών δυνάμεων Ναύαρχος Ρέντερ, ο οποίος ισχυρίζεται (όχι αβάσιμα) ότι δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ναυτικές δυνάμεις και, επιπλέον, φοβάται την επέμβαση της Βρετανικής Αεροπορίας. Το σχέδιο αρχικά αναβάλλεται και, τελικά, ματαιώνεται. Ο Ρούντστετ αναλαμβάνει Γενικός Στρατιωτικός Διοικητής των κατακτημένων περιοχών και επιφορτίζεται με την οχύρωση των ακτών της Βόρειας Γαλλίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας.

Ο Στρατάρχης ανακαλείται ξανά στη Γερμανία τον Ιούνιο του 1941. Ο Ρούνστετ γνώριζε πως επίκειτο εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, αλλά ήταν ιδιαίτερα απαισιόδοξος σχετικά με την έκβαση της σύγκρουσης. Τον Μάιο του 1941 μάλιστα, αποχαιρέτησε τον προσωπικό του φίλο Στρατάρχη Βίλχελμ Ρίττερ φον Λέεμπ μετά από συνομιλία τους με τα λόγια «Τότε λοιπόν, καλή αντάμωση στη Σιβηρία.[7] Παρά ταύτα, ο Χίτλερ του εμπιστεύεται τη Διοίκηση της Ομάδας Στρατιών Νότου (Süd), η οποία αποτελείται από 52 μεραρχίες Πεζικού και πέντε θωρακισμένες. Η ομάδα αυτή προορίζεται να εισβάλει στην Ουκρανία, στα πλαίσια της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Οι αρχικές επιτυχίες είναι μικρές και η προέλαση της Ομάδας αργή. Ο Στάλιν διαπράττει ένα σημαντικό σφάλμα για λόγους (περισσότερο) γοήτρου: Αρνείται την εγκατάλειψη του Κιέβου, παρά το γεγονός ότι ο Ρούντστετ έχει διαβεί τον Δνείπερο τόσο στα βόρεια όσο και στα νότια της πόλης. Η κυκλωτική αυτή κίνηση, εκτός από την κατάληψη του Κιέβου, οδηγεί στον εκμηδενισμό των δυνάμεων του Σοβιετικού Στρατάρχη Μπουντιένυ, αποφέροντας στη Βέρμαχτ τον εκπληκτικό αριθμό των 655.000 αιχμαλώτων. Ο Ρούντστετ στρέφεται στη συνέχεια εναντίον των πόλεων Χάρκοβ και Ροστόβ, τις οποίες και καταλαμβάνει. Ωστόσο, αντιτίθεται σθεναρά στη συνέχιση της εκστρατείας κατά τη χειμερινή περίοδο και έρχεται σε απευθείας αντιπαράθεση με τον Χίτλερ, ιδιαίτερα όταν υποστηρίζει την εκκένωση μιας μικρής προεξοχής στο Ροστόβ. Αυτό του στοιχίζει τη θέση του: Ανακαλείται, απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του και αντικαθίσταται από τον Στρατηγό Βάλτερ φον Ράιχεναου (Walther von Reichenau), δεδηλωμένο οπαδό του Εθνικοσοσιαλισμού. Ο Ράιχενάου εξετάζει την κατάσταση, συμφωνεί με τον Ρούντστετ και τηλεφωνώντας στον Χίτλερ κάνει ακριβώς αυτό που είχε προτείνει ο Στρατάρχης. Ωστόσο, η διαταγή αποστράτευσης του Ρούντστετ δεν ανακαλείται.

Τον Μάρτιο του 1942 ο Χίτλερ καλεί σε ακρόαση τον γηραιό Στρατάρχη (είναι ήδη 67 ετών) και τον πείθει να επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία, λέγοντας, μάλιστα «Είναι καταπληκτικός! Αν ήταν νεότερος, θα του ανέθετα την Αρχιστρατηγία!»[8]. Του αναθέτει την αρχηγία του Δυτικού μετώπου. Ο Στρατάρχης, είτε γιατί είναι απρόθυμος είτε γιατί, λόγω ηλικίας, δεν είναι πλέον τόσο δραστήριος, δεν κάνει τίποτε το ιδιαίτερο για την οχύρωση των ακτών, που είχε αναλάβει και το 1940. Οι δύο Στρατάρχες σύντομα ήρθαν σε ρήξη ως προς τη στρατηγική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Ο Ρόμελ υποστήριζε τη διασπορά των θωρακισμένων μεραρχιών κατά μήκος των ακτών, ο Ρούντστετ τη διατήρησή τους σε συγκέντρωση, ώστε να μπορούν να επέμβουν άμεσα και δυναμικά σε όποιο σημείο εκδηλωνόταν απόβαση καθώς δεν πίστευε ότι η απόβαση θα εκδηλωνόταν στη Νορμανδία.

Μετά την εδραίωση του συμμαχικού προγεφυρώματος στη Νορμανδία, ο Στρατάρχης, την 1η Ιουλίου 1944, ζήτησε από την Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ τη σύμπτυξη του μετώπου, μέσω της εγκατάλειψης την προεξοχής της Καέν στα ανατολικά και της σύμπτυξης του υπόλοιπου μετώπου ως το Βιλέρ-Μποκάζ και το Σαιν Λο. Οι προτάσεις αυτές προέρχονταν από εισηγήσεις των υφισταμένων του Ρόμελ, τις οποίες ο ίδιος ο Ρόμελ είχε εγκρίνει και διαβιβάσει αμέσως στον προϊστάμενό του, Ρούντστετ, το βράδυ της προηγούμενης ημέρας. Την ίδια ημέρα (1 Ιουλίου), ο Βίλχελμ Κάιτελ τηλεφώνησε στον Ρούνστετ, διαβιβάζοντάς του κατηγορηματική άρνηση του Χίτλερ σε οποιαδήποτε εισήγηση για εγκατάλειψη εδάφους με αποτέλεσμα ο Ρούνστετ να ζητήσει την απαλλαγή του από μια διοίκηση όπου του απαγορευόταν οποιαδήποτε πρωτοβουλία.[9] Σέ τηλεφωνική επικοινωνία καί στο ερώτημα του Βίλχελμ Κάιτελ «Τι πρέπει να γίνει, κατά τη γνώμη σας, κ. Στρατάρχα;», απάντησε με τη φράση «Κάντε ειρήνη, ηλίθιοι! Τι άλλο σας μένει να κάνετε τώρα;».[10] Στις 2 Ιουλίου, ο Χίτλερ ανακοίνωσε πως αποδέχθηκε αίτημα του Ρούνστετ για «ανάπαυση», αποστρατεύοντάς τον, και του απέστειλε, τιμητικά, φύλλα δρυός για το παράσημο του Σταυρού των Ιπποτών. Στη θέση του Ρούντστετ τοποθέτησε τον στρατάρχη Γκίντερ φον Κλούγκε. Επίσης, αντικατέστησε, χωρίς αντίστοιχες τιμές, τον εισηγητή της εκκένωσης της Καέν, Γκέιρ φον Σβέπενμπουργκ. Όταν ο Ρόμελ έμαθε για αυτές τις «καρατομήσεις» αναφώνησε «η σειρά μου τώρα».[9].

Μετά τον Πόλεμο

Επεξεργασία

Ο Στρατάρχης συνελήφθη από την 36η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ την 1η Μαΐου 1945. Ενώ ανακρινόταν, υπέστη καρδιακή προσβολή και οι Βρετανοί τον μετέφεραν στο Μπρίτζεντ (Bridgend) της Νότιας Ουαλίας, σκοπεύοντας να τον κατηγορήσουν για εγκλήματα πολέμου: Ο Ρούντστετ, πράγματι, δεν είχε αντιδράσει (αν δεν είχε εγκρίνει) την επονείδιστη διαταγή του, υφισταμένου του τότε, Ράιχεναου, για τη λήψη "κατασταλτικών μέτρων" κατά των ανταρτών και του άμαχου πληθυσμού που τους υποστήριζε. Ωστόσο, ο Ρούντστετ, λόγω της κακής του υγείας, δεν παραπέμφθηκε σε δίκη και, το 1948, αφέθηκε ελεύθερος. Επέστρεψε στη Γερμανία και έζησε τα τελευταία του χρόνια στον Πύργο Οπερσχάουζεν (Schloss Oppershausen) κοντά στο Τσέλε της Κάτω Σαξονίας. Ο Γκερντ φον Ρούντστετ πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου 1953 στο Ανόβερο μετά από βαριά καρδιακή προσβολή στην ηλικία των 77 ετών.[11]

Πηγές, αναφορές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Gerd-von-Rundstedt. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) SNAC. w6bk2mdc. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 46405239. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. 4,0 4,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 118939327. Ανακτήθηκε στις 13  Αυγούστου 2015.
  5. World War II Database
  6. 6,0 6,1 Ρεϊμόν Καρτιέ (1966), σελ. ;
  7. Hürter, Johannes (2006): Hitlers Heerführer - Die deutschen Oberbefehlshaber im Krieg gegen die Sowjetunion 1941/42. R. Oldenburg Verlag, Μόναχο 2007 (2η έκδοση) ISBN 978-3-486-58341-0, σ. 214, υποσημείωση 60
  8. Ρεϊμόν Καρτιέ (1966), σελ. ;
  9. 9,0 9,1 Ρεϊμόν Καρτιέ (1966), σελ. 201.
  10. Moll, Otto E. & Marek, Wolfgang (επιμ.) (1961): Die deutschen Generalfeldmarschälle 1935 – 1945. Erich Pabel Verlag, Ράστατ 1961 (Πρώτη Έκδοση), σ. 222
  11. Moll (1961), σ. 224
  • Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, τ. ΙΙ, εκδ. Πάπυρος, 1966.