Γλωσσαλγία
Αυτή η σελίδα είναι υποψήφια για μεταφορά στο Βικιλεξικό Το λήμμα αυτό φαίνεται να είναι λήμμα λεξικού και όχι εγκυκλοπαιδικό λήμμα. Η Βικιπαίδεια δεν είναι λεξικό, αλλά το Βικιλεξικό είναι. Αν το λήμμα μπορεί να υποστεί επέκταση ώστε να είναι κάτι παραπάνω από λήμμα λεξικού, κάντε το και αφαιρέστε αυτή την ένδειξη. |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του.
Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος».
Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.