Με την ονομασία γκουανό ή γουανό[1], (από την ισπανική λέξη guano > huano = κοπριά) φέρεται διεθνώς και τo μείγμα αποσυντεθειμένων περιττωμάτων και πτωμάτων θαλάσσιων πουλιών.

Φωλιά θαλασσινού πουλιού (Sula variegata) στο νησί του Περού La Vieja φτιαγμένη από γκουανό

Γενικά Επεξεργασία

Το γκουανό παρατηρείται ως συσσώρευση απορριμάτων κυρίως σε απομονωμένες ακτές και νησιά των ξηρών κλιμάτων. Επίσης με το όνομα γκουανό φέρονται ομοίως (καταχρηστικά) και τα περιττώματα των νυχτερίδων στα διάφορα σπήλαια και στα εξ αυτών προερχόμενα διάφορα λιπάσματα, (γκουανό νυχτερίδων (Χειροπτερίτης), γκουανό ψαριών κ.λπ.).

Τούτο συνίσταται από μια λεπτή ξηρή γκρίζα σκόνη με ιδιάζουσα οσμή. Απαντάται κυρίως στις νοτιοαμερικανικές ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού (Περού, Κολομβία, Βενεζουέλα κ.ά.), σε παχιά στρώματα που σχηματίζονταν επί εκατοντάδες χρόνια. Η χημική σύστασή του ποικίλει ανάλογα του χρόνου έκθεσης στις διάφορες κλιματολογικές συνθήκες.

Στα ξηρά κλίματα απαντάται πλούσιο γκουανό που αποτελεί μείγμα αλάτων ασβεστίου, μαγνησίου και αμμωνίου με διάφορα οξέα κυρίως φωσφορικό, καθώς και χλωριούχων και θειικών αλάτων. Αντίθετα στα υγρά κλίματα, το φτωχό γκουανό περιέχει περίπου 15% άζωτο, μέχρι 15% φωσφορικό οξύ και 3% ποτάσα.

Το γκουανό αποτελεί τροφή των γκουανόβιων οργανισμών που αποτελούν ιδιαίτερη χαρακτηριστική βιοκοινότητα. Στη φαρμακευτική το γκουανό χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή ουρικού οξέος.

Ιστορία Επεξεργασία

Τα περιττώματα αυτά των πουλιών μέχρι τον 19ο αιώνα θεωρούνταν το μόνο συμπυκνωμένο λίπασμα που συλλεγοταν σε μικρές ποσότητες κυρίως από τους περιστερώνες. Η εκπληκτική όμως αφθονία από τα θαλασσοπούλια στις νότιες δυτικές ακτές της αμερικανικής ηπείρου, ιδίως σε ξηρά κλίματα, επέτρεψαν τη συσσώρευση αυτών σε στρώματα πάχους πολλών δεκάδων μέτρων γεγονός που οδήγησε τον επίσημο χαρακτηρισμό: «ακτών και νήσων γκουανό». Το γκουανό όμως ήταν ήδη γνωστό στους Ίνκας, αλλά και στους προγενέστερους Μότσε, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν ευρέως ως λίπασμα [2]. Ωστόσο, έγινε ευρύτερα γνωστό από τον φυσιοδίφη Αλεξάντερ φον Χούμπολτ, απ' όπου και άρχισε η βιομηχανική του εκμετάλλευση το 1840.

Πρώτοι εισαγωγείς γκουανό ήταν οι νότιες πολιτείες των ΗΠΑ και η Αγγλία ειδικά για την καλλιέργεια βάμβακος. Το δε εκπληκτικό αποτέλεσμα αυτής της χρήσης οδήγησε σ' έναν αγώνα δρόμου για ανακάλυψη και νέων κοιτασμάτων γκουανό. Έτσι εντοπίστηκαν νησιά με τέτοια προϊόντα σ' όλες τις τροπικές θάλασσες, στην Αφρική την Ωκεανία στις Αντίλλες κλπ. Σε 50 μόλις χρόνια τα μεγαλύτερα τμήματα στρωμάτων γκουανό εξαντλήθηκαν. Σήμερα το γκουανό αναφέρεται περισσότερο ως ιστορικό στοιχείο (ουσία) κυρίως στα αγρονομικά συγγράμματα.

Σημειώσεις και παραπομπές Επεξεργασία

  1. Η ελληνική λέξη γουανόν πρωτοεμφανίσθηκε το 1898 στην εφημερίδα "Ακρόπολις"
  2. Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 5, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, σ. 163.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία