Δεσποτάτο της Ηπείρου

πρώην κράτος

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ήταν η νόμιμη ελληνική συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αρχικά περιείχε τα εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, όμως γρήγορα επεκτάθηκε στα Επτάνησα καθώς και σε σημαντικά τμήματα της Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης.

Ήπειρος
Δεσποτάτο της Ηπείρου

1204 – 1479
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου και τα άλλα κράτη που προέκυψαν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως ήταν κατά το 1265.
Πρωτεύουσα Άρτα (1204-1358, 1419-1479)
Ιωάννινα (1358-1419)
Γλώσσες Ελληνικά
Πολίτευμα Δεσποτάτο
Δεσπότης Μιχαήλ Α΄ Δούκας (πρώτος)
Λεονάρδος Γ΄ Τόκκος (τελευταίος)
Ιστορία
 -  Ίδρυση 1204
 -  Διάλυση 1479
Σήμερα Ελλάδα
Αλβανία

Από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχισε να συρρικνώνεται στα αρχικά του όρια, ενώ κατά διαστήματα υποτάχθηκε στους Σέρβους και στο κράτος της Νίκαιας. Στα μέσα του 15ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Με έδρα την Άρτα και αργότερα τα Ιωάννινα, διοικήθηκε διαδοχικά από Βυζαντινούς, Σέρβους και Ιταλούς ηγεμόνες.

Η φεουδαλική υπόσταση του κράτους οδήγησε συχνά τους ηγέτες του σε μία σειρά συμμαχιών, επιγαμιών και συγκρούσεων, με Φράγκους, Ιταλούς, Σέρβους, Βουλγάρους, Βυζαντινούς ηγεμόνες του κράτους της Νίκαιας, καθώς και με Αλβανούς και Βλάχους φυλάρχους.

Η ίδρυση του Δεσποτάτου Επεξεργασία

 
Η Άρτα, πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, κοσμήθηκε από τον ηγεμονεύοντα οίκο των Αγγέλων Δουκών με περίλαμπρα δημόσια οικοδομήματα. Άποψη του ναού της Θεοτόκου της Παρηγορήτισσας της Άρτας

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ Α΄ Δούκα (1204), μέλος του Οίκου των Αγγέλων, που ήταν πρώτος εξάδελφος των τελευταίων Αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Ο Μιχαήλ μπήκε στις υπηρεσίες του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού, που είχε λάβει το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, και τον Σεπτέμβριο του 1204 τον ακολούθησε στο βασίλειό του. Ο εκ των ηγετών των Σταυροφόρων και ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, στο έργο του "Σχετικά με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης" (1207), αναφέρει ότι ο Βονιφάτιος εμπιστευόταν τον Μιχαήλ, αλλά εκείνος σύντομα τον εγκατέλειψε και έφυγε στην Ήπειρο.

Οι Έλληνες της Ηπείρου που ήθελαν να αντισταθούν στους Λατίνους, τον ανακήρυξαν ηγέτη τους.[1][2] Η αγιογραφία της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας που γράφτηκε στα τέλη του 13ου αιώνα, αναφέρει ότι ο Αλέξιος Γ΄ τον είχε διορίσει διοικητή στην Πελοπόννησο, ενώ διοικητή στο Θέμα Νικοπόλεως διόρισε κάποιον Σεναχιρίμ. Οι δυο άνδρες είχαν συγγένεια μεταξύ τους, αφού παντρεύτηκαν πρώτες εξαδέλφες από την Οικογένεια Μελισσηνών. Οι Ηπειρώτες εξεγέρθηκαν εναντίον του Σεναχιρίμ, ο οποίος κάλεσε τον Μιχαήλ για βοήθεια. Όταν έφτασε ο Μιχαήλ στην Αρχαία Νικόπολη, ο Σεναχιρίμ είχε θανατωθεί από τους επαναστάτες. Τότε ο Μιχαήλ πήρε σύζυγο τη χήρα του και ανακηρύχτηκε νέος κυβερνήτης.[3][4] Η αγιογραφία τονίζει στη συνέχεια ότι ο Μιχαήλ πήγε στην Πελοπόννησο και έγινε ηγέτης της αντίστασης των Ελλήνων απέναντι στους Φράγκους, με τους πρώτους να ηττώνται τελικά το καλοκαίρι του 1205 στη Μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα. Ο ιστορικός Ρεϊμόν-Ζοζέφ Λενέρτζ το αποκλείει, θεωρεί αδύνατο να εγκατέλειψε τότε την Ήπειρο, επειδή θα έμενε εκτεθειμένη σε ενδεχόμενη επίθεση του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού, δεν αποκλείει όμως να συμμετείχε σε μικρότερη εκστρατεία αργότερα (1207 - 1209).[5][6]

Συμμαχία με τους Βενετούς Επεξεργασία

 
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου από το 1205 έως το 1230

Η Ήπειρος έγινε η νέα πατρίδα Ελλήνων προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Ο Μιχαήλ Α΄ ήταν αρκετά δημοφιλής και αγαπητός στους υπηκόους του όσο ζούσε· ο μητροπολίτης της Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος τον κατονομάζει ως "σύγχρονο Νώε", που έσωσε τον Ελληνισμό από τον κατακλυσμό των Λατίνων.[7] Ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, δεν τον θεωρούσε νόμιμο διάδοχο και ακολούθησε τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου ίδρυσε την αυτοκρατορία του. Ο Μιχαήλ Α΄ σε απάντηση αναγνώρισε την εξουσία του πάπα Ιννοκέντιου Γ' στην Ήπειρο, κόβοντας τους δεσμούς του με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ο Ερρίκος της Φλάνδρας ζήτησε από τον Μιχαήλ να γίνει υποτελής της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ Α΄ το δέχτηκε, έδωσε τη μεγαλύτερη κόρη του σύζυγο στον αδελφό του αυτοκράτορα, Ευστάθιο της Φλάνδρας, και το ένα τρίτο των εδαφών του ως προίκα (1209).[8][9]. Ο Μιχαήλ Α΄ δεν κράτησε τη συμφωνία του· θεωρώντας ότι η ορεινή Ήπειρος θα ήταν απρόσβλητη από τους Λατίνους, σύναπτε ή κατέλυε συμμαχίες σύμφωνα με τις περιστάσεις. Ο Μιχαήλ Α΄ δέχτηκε να γίνει υποτελής της Βενετίας και κράτησε τα εδάφη του ως δώρο από τη Δημοκρατία της Βενετίας· αυτό επιβεβαιώθηκε με διάταγμα του δόγη Πιέτρο Τζιάνι. Ο Μιχαήλ έδωσε τεράστια εμπορικά προνόμια σε Βενετούς, παρόμοια με αυτά που τους είχε παραχωρήσει ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός με Χρυσόβουλο: έδωσε απεριόριστα προνόμια στο εμπόριο σιτηρών και υποσχέθηκε βοήθεια σε όλα τα ναυάγια της Βενετίας στις ακτές της Ηπείρου.

Μάχες του Μιχαήλ Α΄ με τους Λατίνους Επεξεργασία

Ο Μιχαήλ εκμεταλλεύτηκε τα σχέδια του Ερρίκου της Φλάνδρας για εκστρατεία στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας και επιτέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου κατέλαβε με μισθοφόρους την Κοντοσταυλία της Θεσσαλονίκης και τον Δομοκό. Κατηγορήθηκε ότι ήταν πολύ σκληρός στους αιχμαλώτους του, καθώς πολλοί από αυτούς θανατώθηκαν ή μαστιγώθηκαν, ενώ ο εξομολογητής του Μπούφα σταυρώθηκε με άλλους τρεις ευγενείς. Στη συνέχεια ο στρατός του κατέλαβε πολλά φρούρια, θανατώνοντας τις λατινικές φρουρές και τους ιερείς.[10] Τότε οι Λατίνοι κάλεσαν τον Ερρίκο, που έφτασε σε δώδεκα ημέρες από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη· ο Ερρίκος νίκησε τους Βούλγαρους που είχαν συμμαχήσει με τον Μιχαήλ.[11]

Ο Μιχαήλ Α΄ έστρεψε την προσοχή του στην κατάληψη και άλλων στρατηγικά σημαντικών πόλεων, που κατείχαν οι Λατίνοι, όπως η Λάρισα, το Δυρράχιο και η Οχρίδα. Κατέκτησε και ήλεγξε την Αρχαία Εγνατία Οδό, τον κύριο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη, και τα περισσότερα λιμάνια του Κορινθιακού κόλπου. Το 1214 κυρίευσε την Κέρκυρα από τη Βενετία, αλλά δολοφονήθηκε την επόμενη χρονιά (1215)· τον διαδέχθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας.

Αιχμαλωσία του Πέτρου Κουρτεναί Επεξεργασία

 
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου από το 1230 έως το 1251

Ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας επιτέθηκε στη Θεσσαλονίκη και πολέμησε με τους Βούλγαρους. Ο Ερρίκος της Φλάνδρας διέκοψε την εκστρατεία του στη Νίκαια και αποφάσισε -σε συμμαχία με τον Μπορίλ της Βουλγαρίας- να ανακαταλάβει τη Θεσσαλονίκη, αλλά πέθανε από επιδημία ελονοσίας (1217). Ο θάνατος του πολεμοχαρούς Ερρίκου και στη συνέχεια του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, που ήταν η ψυχή της Δ΄ Σταυροφορίας, ήταν δυο σημαντικά πλεονεκτήματα για τον Θεόδωρο, αφού χάθηκαν οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοί του.[12] Ο Ερρίκος της Φλάνδρας ήταν άτεκνος και οι βαρόνοι της Λατινικής Αυτοκρατορίας εξέλεξαν νέο αυτοκράτορα τον Πέτρο Β΄ ντε Κουρτεναί, που ήταν εξάδελφος του Γάλλου βασιλιά Φιλίππου Β΄. Ο Πέτρος, όταν έμαθε την εκλογή του, συγκέντρωσε στρατό με 160 ιππότες και 5.000 πεζούς και ιππείς και αναχώρησε από τη Γαλλία. Στέφθηκε επίσημα αυτοκράτορας από τον πάπα Ονώριο Γ΄ στη Ρώμη και εξέπλευσε από το Μπρίντιζι τον Απρίλιο του 1217.[13][14] Ο Πέτρος άλλαξε το δρόμο του για το Δυρράχιο, θέλοντας να το κυριεύσει για λογαριασμό της Βενετίας. Ο Θεόδωρος τους αιφνιδίασε, και ο Πέτρος του Κουρτεναί, ο Γουλιέλμος Α΄ του Σανσέρ και πολλοί επιφανείς Λατίνοι ευγενείς αιχμαλωτίστηκαν· ο στρατός του Πέτρου διασκορπίστηκε και οι άνδρες του πανικόβλητοι προσπαθούσαν να σωθούν.[15] Ο Πέτρος του Κουρτεναί πέθανε στην αιχμαλωσία, ίσως δολοφονημένος από τον Θεόδωρο. Στη συνέχεια στο απόγειο της δύναμής του ο Θεόδωρος κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και ίδρυσε την Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης (1224). Ο Θεόδωρος στέφθηκε κατόπιν στη Θεσσαλονίκη Βυζαντινός αυτοκράτορας από τον μητροπολίτη της Οχρίδος Δημήτριο Χωματιανό, παρά το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ακόμη στα χέρια των Λατίνων.[16][17]

Η μάχη της Κλοκοτνίτσας Επεξεργασία

Η στέψη του Θεόδωρου έφερε σκληρές αντιδράσεις στα υπόλοιπα ελληνικά κράτη και ιδιαίτερα στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο επόμενος στόχος του Θεόδωρου ήταν η κατάληψη της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, έτσι την άνοιξη του 1225 προχώρησε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, κυρίευσε τη Χριστόπολη, την Ξάνθη, τη Γρατιανόπολη, τη Μαξιμιανούπολη και το Διδυμότειχο.[18] Οι Νικαιώτες, στην προσπάθειά τους να εμποδίσουν τους Ηπειρώτες να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη, κάλεσαν τους κατοίκους της Αδριανούπολης να πάρουν τον έλεγχο της πόλης από τους Λατίνους και να αποτελέσουν έτσι ανάχωμα στα σχέδια του Θεόδωρου. Ο Θεόδωρος όμως διέσχισε τον ποταμό Έβρο και πολιόρκησε την πόλη μέχρι την παράδοσή της. Οι προσπάθειες του Βούλγαρου τσάρου Ιβάν Ασέν Β΄ να παντρέψει την κόρη του Έλενα με τον νέο ανήλικο Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο Β΄, έφεραν τη διάλυση της συμμαχίας του με τον Θεόδωρο. Ο Θεόδωρος αποφάσισε να αντιμετωπίσει ευθέως τον Βούλγαρο τσάρο, αλλά στη Μάχη της Κλοκοτνίτσας (1230) γνώρισε συντριβή, συνελήφθη αιχμάλωτος και αργότερα τυφλώθηκε. Ελευθερώθηκε όταν ο Ιβάν Ασέν Β΄ παντρεύτηκε την κόρη του (1237). Ο ανηψιός του, Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας, νόθος γιος του ιδρυτή Μιχαήλ Α΄, διαδέχθηκε τον θείο του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας Επεξεργασία

 
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου από το 1252 έως το 1315

Μετά την απελευθέρωσή του ο τυφλός Θεόδωρος ανακατέλαβε τη Θεσσαλονίκη από τον αδελφό του Μανουήλ, που ήταν γαμπρός του Βούλγαρου τσάρου (1237). Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στα αδέλφια, αφού ο Μανουήλ Κομνηνός Δούκας συμμάχησε με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά τελικά συμβιβάστηκε με τη Θεσσαλία (1239). Ο Μιχαήλ Β΄ έμεινε αμέτοχος στη σύγκρουση των θείων του. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης αναγνώρισε τον Μιχαήλ Β΄ ως Δεσπότη της Ηπείρου και σε αντάλλαγμα ανάγκασε τον Μιχαήλ Β΄ να τον αναγνωρίσει ως νόμιμο αυτοκράτορα. Ο Βατάτζης πρότεινε στον Μιχαήλ Β΄ γαμήλια συμμαχία ανάμεσα στον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ Β΄, Νικηφόρο Α΄ Κομνηνό Δούκα, με την εγγονή του Μαρία. Το νεαρό ζευγάρι αρραβωνιάστηκε και ο γάμος τακτοποιήθηκε για την επόμενη χρονιά. [19] Η σύζυγός του υποστήριζε τη στενή συμμαχία με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά ο ίδιος ο Μιχαήλ Β΄, που διατηρούσε τις οικογενειακές φιλοδοξίες, δεν το δέχτηκε. Λέγεται ότι βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με τον θείο του Θεόδωρο, που ζούσε στο οχυρό του στην Έδεσσα. Ο Θεόδωρος, χωρίς να έχει πλέον καμιά ελπίδα από τους γιους του, στράφηκε στο μοναδικό επιζών μέλος της οικογένειάς του, για να διεκδικήσει τη Θεσσαλονίκη και να ανατρέψει τα σχέδια του Βατάτζη να ανακηρυχτεί αυτοκράτορας[20][21]. Ο Μιχαήλ Β΄, με προτροπή του υπερήλικα θείου του Θεόδωρου, επιτέθηκε στα στρατεύματα του Βατάτζη στη Θεσσαλονίκη, αλλά ηττήθηκε (1252), έτσι ο Θεόδωρος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Νίκαια, όπου και πέθανε την επόμενη χρονιά (1253).[22][23] Ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Β΄, Νικηφόρος, μεταφέρθηκε και εκείνος αιχμάλωτος στη Νίκαια, αλλά πήρε τον τίτλο του Δεσπότη και ελευθερώθηκε.

Η συντριβή της Πελαγονίας Επεξεργασία

Οι φιλοδοξίες του Μιχαήλ Β΄ για τη θέση του αυτοκράτορα και για εξόντωση της Νίκαιας, συνεχίστηκαν. Όταν την ίδια εποχή ο Μανφρέδος της Σικελίας κυρίευσε το Δυρράχιο και τα περίχωρά του, ο Μιχαήλ Β΄ τού πρότεινε συμμαχία και τού έστειλε σύζυγο την κόρη του, με δώρο όλες τις πόλεις στην Κέρκυρα που κατείχε· συμμάχησε επίσης με τον πανίσχυρο Πρίγκηπα της Αχαΐας, Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Τα στρατεύματα των τριών συμμάχων προχώρησαν σε εκστρατεία στη Μακεδονία και βρέθηκαν σύντομα αντιμέτωπα με το στρατό του Ιωάννη Παλαιολόγου, αδελφού του μελλοντικού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Η τελική σύγκρουση έγινε στη Μάχη της Πελαγονίας (1259), η οποία ξεκίνησε με κακούς οιωνούς, αφού ο νόθος γιος του Μιχαήλ Β΄, ο Ιωάννης Α΄ Δούκας, δραπέτευσε από τη μάχη. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μία μεγάλη συντριβή για τους συμμάχους: ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος συνελήφθη αιχμάλωτος, αλλά ο Μιχαήλ Β΄ δραπέτευσε στα Επτάνησα.

Οι Νικαιώτες κατέλαβαν εύκολα την Ήπειρο, αλλά λόγω της σκληρής αντίδρασης των κατοίκων αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν. Ο Μιχαήλ Β΄ πήρε πίσω τα εδάφη του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του Μανφρέδου. Οι Νικαιώτες αμέσως μετά ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, διέλυσαν τη Λατινική Αυτοκρατορία και δημιούργησαν ξανά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με πρώτο αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Η΄ από τη Δυναστεία των Παλαιολόγων (1261). Οι Νικαιώτες πλέον ως αυτοκράτορες νίκησαν ξανά τον Μιχαήλ Β΄ και τους Ηπειρώτες και τους ανάγκασαν να δηλώσουν υποτελείς τους (1264). Ο διάδοχος Νικηφόρος εξαναγκάστηκε, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, να νυμφευθεί την Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή, ανηψιά του Μιχαήλ Η΄. Όταν πέθανε ο Μιχαήλ Β΄ (1268) τα εδάφη του μοιράστηκαν ανάμεσα στους γιους του: ο Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας κληρονόμησε την Ήπειρο και ο Ιωάννης Α΄ Δούκας τη Θεσσαλία.

Η εισβολή των Ανδεγαυών Επεξεργασία

Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός εκθρόνισε τον Μανφρέδο (1266) και κατέλαβε το Δυρράχιο (1272)· όταν συγκρούστηκε με τον Μιχαήλ Η΄, ο Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας συμμάχησε μαζί του (1276). Ο Νικηφόρος Α΄ με τον Κάρολο και τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη Α΄ Δούκα κατέλαβαν πολλές πόλεις, όπως το Βουθρωτό (1278). Τα δύο ετεροθαλή αδέλφια υποστήριζαν τις ανθενωτικές κινήσεις εντός του Βυζαντίου παρότι ήταν σύμμαχοι με Καθολικό ηγεμόνα: οι υποστηρικτές των Ανθενωτικών κατέφυγαν στην Ήπειρο, μετά τις διώξεις του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄. Ο Νικηφόρος αναγνώρισε την υποτέλειά του στον Κάρολο και του παρέδωσε το Βουθρωτό (1279). Οι Βυζαντινοί νίκησαν τον Κάρολο και ανακατέλαβαν την Αλβανία. Ο Σικελικός Εσπερινός, που εμμέσως είχε στηρίξει διπλωματικά και οικονομικά ο Μιχαήλ Η΄ (1282), διέλυσε τη συμμαχία του Νικηφόρου Α΄ με τον Κάρολο, που έχασε όλες τις κτήσεις του στη Σικελία και αποσύρθηκε από το προσκήνιο. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282), επικράτησαν στο Βυζάντιο οι Ανθενωτικοί και ο Νικηφόρος Α΄ συνήψε συμμαχία μαζί του. Η Βυζαντινή του σύζυγος Άννα είχε καθοριστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική του Δεσποτάτου, που εξυπηρετούσε απόλυτα τα βυζαντινά συμφέροντα.

Η διαδοχή του Νικηφόρου Α΄ Επεξεργασία

Ο Νικηφόρος Α΄ ήρθε ξανά σε σύγκρουση με το Βυζάντιο, όταν ξεκίνησε συνομιλίες με τον Κάρολο Β΄ τον Χωλό, γιο και διάδοχο του Καρόλου Α΄ του Ανδεγαυού (1292). Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στα Ιωάννινα. Ο Παλατινός Κόμης της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου, Ριχάρδος Α΄ Ορσίνι, τον υπερασπίστηκε από τους Βυζαντινούς με 100 ιππότες· στο πλευρό τους βρέθηκε και ο Νικόλαος Γ΄ του Σαιντ-Ομέρ με 400-500 ιππείς. Ο Δεσπότης Νικηφόρος Α΄ έστειλε την κόρη του Μαρία Αγγελίνα ως όμηρο στην Αυλή του στην Κεφαλλονιά· τελικά οι Βυζαντινοί αποκρούστηκαν και ο Ριχάρδος Α΄ Ορσίνι πάντρεψε τη Μαρία με τον γιο και διάδοχό του, Ιωάννη Α΄ Ορσίνι. Η πράξη αυτή προκάλεσε την οργή του Νικηφόρου Α΄, που δεν συμφωνούσε· συμβιβάστηκε μονάχα, όταν το νεαρό ζευγάρι ήρθε να ζήσει στην Αυλή του.[24][25] Ο Νικηφόρος Α΄ πάντρεψε την άλλη του κόρη Θάμαρ με τον γιο του Κάρολου Β΄ του Χωλού, Φίλιππο Α΄ του Τάραντα (1194), που πήρε προίκα πολλά παραλιακά κάστρα της Ηπείρου. Με το θάνατο του Νικηφόρου Α΄ (1296-1298) ξέσπασαν συγκρούσεις για τη διαδοχή του Δεσποτάτου ανάμεσα στον γιο του Θωμά και τον γαμπρό του Φίλιππο του Τάραντα, αφού ο Νικηφόρος Α΄ είχε υποσχεθεί τη διαδοχή στον πατέρα του Φιλίππου, τον Κάρολο Β΄ τον Χωλό. Επικράτησε τελικά ο γιος του, Θωμάς Κομνηνός Δούκας, χάρη στην ισχυρή υποστήριξη που είχε από τη μητέρα του Άννα Παλαιολογίνα.

Κατάρρευση της δυναστείας των Αγγέλων Επεξεργασία

 
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου από το 1315 έως το 1358

Ο Κάρολος Β΄ ο Χωλός, μετά την απώλεια της διαδοχής για λογαριασμό του γιου του, εξεστράτευσε κατά της Ηπείρου και μέσω του Δυρραχίου προωθήθηκε στην περιοχή, κατέλαβε το Βουθρωτό και τη Ναύπακτο (1304-1305). Επακολούθησε νέα εκστρατεία (1307), με αποτέλεσμα να περιέλθουν στα χέρια του Φιλίππου του Τάραντα ένας μεγάλος αριθμός κάστρων. Τότε η Άννα συμμάχησε με το Βυζάντιο και νύμφευσε τον γιο της Θωμά με την κόρη του συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ΄ Παλαιολόγου, Άννα Παλαιολογίνα (1307). Οι σχέσεις του Θωμά με το Βυζάντιο διατηρήθηκαν καλές μέχρι το 1315, αλλά στη συνέχεια συγκρούστηκε μαζί του· οι Βυζαντινοί έκαναν εκστρατεία στην Ήπειρο, έφτασαν μέχρι την Άρτα και ο Θωμάς φυλάκισε τη σύζυγό του. Επειδή ο Θωμάς απαγόρευσε στην αδελφή του Μαρία Αγγελίνα να αποκτήσει πρόσβαση στην οικογενειακή περιουσία, ο γιος της Νικόλαος Ορσίνι -αφού ανέθεσε τη διοίκηση της κομητείας του στον μικρότερο αδελφό του Ιωάννη Β΄ Ορσίνι- μετέβη στην Ήπειρο, για να λύσει τις κληρονομικές διαφορές με τον θείο του. Ο Νικόλαος Ορσίνι σκότωσε τον θείο του Θωμά (1318)· ήταν ο τελευταίος γόνος των Αγγέλων της Ηπείρου, που κυβέρνησαν το Δεσποτάτο 114 χρόνια.[26]

Η άνοδος των Ορσίνι Επεξεργασία

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου διαμελίζεται. Το βόρειο τμήμα γύρω από τα Ιωάννινα κατακτάται από τους Βυζαντινούς, ενώ το νότιο και μεγαλύτερο, με πρωτεύουσα την Άρτα, περιέρχεται στην κυριότητα του Νικολάου. Επιδιώκοντας να στερεώσει την εξουσία του και να αποκτήσει φιλικότερες σχέσεις με τον ελληνικό πληθυσμό, ο Νικόλαος νυμφεύθηκε τη θεία του, Άννα Παλαιολογίνα, χήρα του θείου του Θωμά που είχε δολοφονήσει, και δήλωσε υποτέλεια στον παππού της, Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄. Ο Νικόλαος Ορσίνι έλαβε τον τίτλο του Δεσπότη της Ηπείρου, αποκαλώντας τον εαυτό του "Παλατινό κόμη, ελέω Θεού Δεσπότη της Ρωμανίας".[27] Ο διάδοχος του Καρόλου Β΄ του Χωλού, ο Ροβέρτος της Νεαπόλεως, ενοχλημένος έντονα από την υποτέλεια του Νικόλαου Ορσίνι στους Βυζαντινούς, τού ζήτησε όρκο υποτέλειας και πίστης. Ο Νικόλαος το αρνήθηκε και προχώρησε ακόμα περισσότερο: ασπάστηκε το Ορθόδοξο Δόγμα και υιοθέτησε την Ελληνική γλώσσα, την οποία και χρησιμοποίησε για τη χάραξη της σφραγίδας του.[27] Ο Φίλιππος του Τάραντα με τη σειρά του, έντονα ενοχλημένος με την απώλεια της διαδοχής, έκανε συνεχείς επιθέσεις στο Δεσποτάτο.

Απώλεια της Παλατινής Κομητείας Επεξεργασία

Με το θάνατο της συζύγου του Άννας (1320), ο Νικόλαος Ορσίνι αποφάσισε να αλλάξει τακτική: να διακόψει τις στενές σχέσεις του με το Βυζάντιο και να προσεγγίσει τη Δημοκρατία της Βενετίας. Οι Βενετοί, που διατηρούσαν πάντοτε στενές εμπορικές σχέσεις με το Βυζάντιο, δεν τον βοήθησαν, αλλά ο Νικόλαος δεν πτοήθηκε. Όταν έμαθε ότι ξέσπασε εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στον ηλικιωμένο Ανδρόνικο Β΄ και τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄, επιτέθηκε στα βυζαντινά Ιωάννινα.[28] Ο μικρότερος αδελφός του, Ιωάννης Β΄ Ορσίνι, θέλοντας να σφετεριστεί την Κομητεία Κεφαλληνίας και Ζακύνθου και αφού έμαθε ότι οι Ιωαννίτες Ιππότες αντιμετώπιζαν εχθρικά τον Νικόλαο, συνεννοήθηκε μαζί τους και σκότωσε τον αδελφό του με τα ίδια του τα χέρια (1323).[29] Ο Ιωάννης Β΄ Ορσίνι εξελληνίστηκε σε τέτοιο βαθμό, που άλλαξε ακόμα και το επώνυμό του σε "Ιωάννης Κομνηνός Δούκας" και νυμφεύθηκε τη Βυζαντινή πριγκήπισσα Άννα Αγγελίνα. Ο Ιωάννης της Γραβίνας, ένας από τους μικρότερους γιους του Καρόλου Β΄ του Χωλού, έντονα ενοχλημένος από τη συμπεριφορά του, κατέλαβε την επόμενη χρονιά την Παλατινή Κομητεία και ανακηρύχτηκε νέος κόμης (1324). Ο Ιωάννης Β΄ είχε από τότε στην κατοχή του μονάχα το Δεσποτάτο της Ηπείρου και παρέμεινε Δεσπότης μέχρι τη χρονιά του θανάτου του, όταν δηλητηριάστηκε από τη σύζυγό του Άννα Αγγελίνα (1335).[30][31] Τον Ιωάννη Β΄ διαδέχθηκε ο γιος του από την Άννα, Νικηφόρος Β΄ Ορσίνι, σε ηλικία 7 ετών.

Οι επιθέσεις του Ανδρόνικου Γ΄ Επεξεργασία

Ο Ανδρόνικος Γ΄ έφτασε στη βόρεια Ήπειρο, αφού κατέλαβε πρώτα τις κτήσεις του Δεσποτάτου στη Θεσσαλία, με έναν στρατό που εν μέρει ήταν συγκροτημένος από 2.000 Οθωμανούς, τους οποίους είχε προσφέρει ο σύμμαχός του Ουμούρ, μπέης του Αϊδινίου (1337). Είχαν αναφερθεί ταραχές από εξεγέρσεις Αλβανών στις περιοχές του Μπερατίου και των Κανίνων. Η Άννα Αγγελίνα ήθελε να εμποδίσει την επίθεση του Ανδρόνικου Γ΄, αλλά δεν τα κατάφερε, έτσι προσπάθησε να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις χωρίς αποτέλεσμα· ο Ανδρόνικος Γ΄ ζήτησε την πλήρη υποταγή του Δεσποτάτου. Ο Ανδρόνικος Γ΄ κράτησε την Άννα αιχμάλωτη και αρραβώνιασε τον μικρό Νικηφόρο Β΄ με τη Μαρία Καντακουζηνή, κόρη του έμπιστού του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Τότε οι αντιβυζαντινοί κύκλοι του Δεσποτάτου φυγάδευσαν τον Νικηφόρο Β' και τον έστειλαν στους Ιταλούς συγγενείς του στον Τάραντα, ελπίζοντας σε παλινόρθωσή του με ιταλική παρέμβαση. Ο Νικηφόρος Β΄ διέμεινε για ένα χρονικό διάστημα στον Τάραντα στην Αυλή της Τιτλούχου Λατίνης Αυτοκράτειρας της Κωνσταντινούπολης, Αικατερίνης Β΄ του Βαλουά. Το 1339 ξέσπασε επανάσταση στην Ήπειρο με την υποστήριξη της Αικατερίνης που βρισκόταν στην Πελοπόννησο, και του Νικηφόρου Β΄, που είχε επιστρέψει στην Ήπειρο και είχε την έδρα του στο Θωμόκαστρο (στην Πρέβεζα). Στα τέλη της ίδιας χρονιάς τα αυτοκρατορικά στρατεύματα έφτασαν στην περιοχή και την επόμενη χρονιά έφτασε ο ίδιος ο Ανδρόνικος Γ΄, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Καντακουζηνό (1340). Οι επαναστάτες τελικά πείστηκαν με τη δύναμη της διπλωματίας, και όχι τόσο των όπλων, να υποταχθούν στην εξουσία του αυτοκράτορα. Ο Νικηφόρος Β΄ παρέδωσε το Θωμόκαστρο, αρραβωνιάστηκε τη Μαρία, κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού και πήρε τον τίτλο του "Πανυπερσέβαστου".

Το τέλος του Δεσποτάτου Επεξεργασία

Όταν η αυτοκρατορία βρέθηκε σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, οι Σέρβοι κατέλαβαν την Ήπειρο (1355). Ο Νικηφόρος Β΄, μετά το θάνατο του τσάρου της Σερβίας Στέφανου Δουσάν (20 Δεκεμβρίου 1355), την ανακατέλαβε (1356) και πρόσθεσε στην επικράτειά του τη Θεσσαλία. Καταδίωξε τον αδελφό του Στέφανου Δουσάν, Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Θωμαΐδα Ορσίνι, και ανακατέλαβε την Άρτα και άλλες μεγάλες πόλεις της Ηπείρου.[32][33] Στο βυζαντινό εμφύλιο υποστήριξε τον πεθερό του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ο οποίος, όταν έγινε αυτοκράτορας, τον προήγαγε στον τίτλο του "Δεσπότη". Το 1351 διορίστηκε κυβερνήτης της Αίνου της Θράκης και άλλων παραπλήσιων πόλεων του Ελλησπόντου.

Ο Νικηφόρος Β΄ σκοτώθηκε σε εξέγερση από Αλβανούς, που είχαν εισέλθει στην ευρύτερη περιοχή προς υποστήριξη των Σέρβων (1359), και το Δεσποτάτο ενσωματώθηκε εκ νέου στην Αυτοκρατορία.[34] Η κόρη της Θωμαΐδας, η Μαρία Νεμάνιτς, παντρεύτηκε τον μισθοφόρο Ησαύ Μπουοντελμόντι, που έγινε δεσπότης της Ηπείρου. Ο Ησαύ έκανε άλλους δύο γάμους και από τον τρίτο με την Ευδοκία Μπάλσιτς απέκτησε τον Γεώργιο, που τον διαδέχθηκε, αν και ήταν βρέφος. Όταν η Ευδοκία ζήτησε να παντρευτεί Σέρβο, οι άρχοντες των Ιωαννίνων εκτόπισαν τον Γεώργιο με τη μητέρα του και κάλεσαν τον ανηψιό του Ησαύ, τον Κάρολο Α΄ Τόκκο, τον Παλατινό Πρίγκηπα της Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Λευκάδας, και του έδωσαν την εξουσία. Σε αυτό αντέδρασε ο Γιάκουμπ Σπάτα, Αλβανός κύριος της Άρτας, τον οποίο ο Κάρολος Α΄ νίκησε σε μάχη και σκότωσε. Ο Κάρολος Α΄ δεν είχε παιδιά και τον διαδέχθηκε ο ανηψιός του Κάρολος Β΄ Τόκκος, τον οποίο είχε υιοθετήσει. Ο νόθος γιος του Καρόλου Α΄ δυσαρεστήθηκε και κάλεσε τον σουλτάνο, όμως ο Μουράτ Β΄ κατέλαβε τα Ιωάννινα και ανάγκασε τον Κάρολο Β΄ να πληρώνει 500 δουκάτα ετησίως φόρο. Ο Κάρολος Β΄ μετέβη στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια, απεβίωσε όμως εκεί. Ο γιος του Λεονάρδος δεν έδωσε το φόρο στους Οθωμανούς και εκείνοι κατέλαβαν την επικράτειά του. Ο Λεονάρδος Γ΄ δεν αμύνθηκε, αλλά πήρε τους θησαυρούς του και κατέφυγε στη Νάπολη.

Δεσπότες της Ηπείρου Επεξεργασία

Δυναστεία Αγγέλων Κομνηνών Δουκών Επεξεργασία

Δυναστεία Ορσίνι (Orsini) Επεξεργασία

Δυναστεία Νεμάνιτς (Nemanjić) Επεξεργασία

Σημειώνεται ότι όταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου καταλύθηκε το 1359, οι παρακάτω "Τσάροι" υπήρξαν τοποτηρητές του Σέρβου τσάρου, που διατήρησαν και τον τίτλο του Δεσπότη της Ηπείρου.

Δυναστεία Μπουοντελμόντι (Buondelmonti) Επεξεργασία

Δυναστεία Τόκκων (Tocco) Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Loenertz 1973, p. 364.
  2. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, σ. 673.
  3. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, σσ. 673–674.
  4. Loenertz 1973, pp. 365–366.
  5. Loenertz 1973, pp. 377–381, 388–391.
  6. Fine 1994, pp. 66–67, 69–70.
  7. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, σ. 688.
  8. Loenertz 1973, p. 375.
  9. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, σ. 681.
  10. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, σσ. 682–683.
  11. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, σ. 683.
  12. Βαρζός 1984, σσ. 555, 557–558.
  13. Fine 1994, σ. 112.
  14. Βαρζός 1984, σσ. 558–559.
  15. Βαρζός 1984, σσ. 560–561.
  16. Fine 1994, σ. 120.
  17. Βαρζός 1984, σσ. 578–581
  18. Βαρζός 1984, σ. 603.
  19. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες σσ. 630–631.
  20. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες σ. 632.
  21. Fine 1994, pp. 157–158.
  22. Fine 1994, p. 158.
  23. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες σσ. 634–635.
  24. Bon (1969), p. 167
  25. Ντόναλντ Νίκολ, Το δεσποτάτο της Ηπείρου (1957), Σελίδες σσ. 40, 43
  26. Λεωνίδας Χ. Ζώης, «Ιστορία της Ζακύνθου», Αθήνα 1955, Σελίδα : 99
  27. 27,0 27,1 Ουΐλλιαμ Μίλλερ (1908), Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, Τόμος Α', σ.356
  28. Ουΐλλιαμ Μίλλερ (1908), Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, Τόμος Α΄, σ.357
  29. Λεωνίδας Ζώης, σ.100
  30. Ουίλιαμ Μίλλερ (1908), Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, Τόμος Α΄, σ. 391
  31. Ουΐλλιαμ Μίλλερ (1908), Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, Τόμος Α', σ. 273
  32. Ουίλλιαμ Μίλλερ (1908), Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, Τόμος Α' σ. 418
  33. Ουίλλιαμ Μίλλερ (1908), Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, Τόμος Α', σ. 293
  34. «Η άγνωστη μεσαιωνική μάχη του Αχελώου, όπου οι Αλβανοί κατατρόπωσαν τον στρατό του Νικηφόρου Β΄ Δούκα, που συμμάχησε με τους Τούρκους» από mixanitouxronou.gr. Αρχειοθετήθηκε 26/06/2018. Ανακτήθηκε 26/06/2018.

Πηγές Επεξεργασία

  • Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566) / Ουίλλιαμ Μίλλερ (1908), μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρος, μετά προσθηκών και βελτιώσεων, Tόμος A'. Εν Αθήναις: Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, 1909-1910.
  • Βαρζός, Κωνσταντίνος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). B. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2019. 
  • Donald M. Nicol "Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου 1261-1453" (πρώτη ελληνική μετάφραση(1969), εκδόσεις Παπαδήμα, 1996,(μετάφραση Στάθης Κομνηνός)
  • Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας. Συμβολή στον Νέο Ελληνισμό. Ν.Γ. Ζιάγκος, Αθήνα 1974.
  • Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980. Τόμος Θ΄
  • Ήπειρος: Ιστορικοί ελληνικοί χρόνοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997
  • N. Donald, Το Δεσποτάτο της Ηπείρου 1267-1479, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991.
  • Ν. Ζιάγκος, Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας, Αθήνα 1974.
  • G. Prinzing: «Studien zur Provinz und Zentralverwaltung im Machtbereich der epirotischen Herrscher Michael I. Und Theodoros Dukas» (2 Σειρές), Ηπειρωτικά Χρονικά 24(1982)
  • Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμ. Β΄, εκδ. Κουλτούρα, [χ.χ.], Αθήνα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία