Ως δημιουργισμός, στην πιο ευρεία μορφή του, εννοείται η θρησκευτική πίστη πως το σύμπαν και η ζωή δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από μια θεϊκή οντότητα[1], απορρίπτοντας κατά αυτό τον τρόπο τις γνωστές επιστημονικές εξηγήσεις σχετικά με τη δημουργία του κόσμου[2] και ειδικότερα την εξελικτική βιολογία.

Με δεδομένη την εξέλιξη του δημιουργισμού στην πορεία του χρόνου, οι υπέρμαχοι του δημιουργισμού καλύπτουν σήμερα ένα ευρύ φάσμα απόψεων. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως η Γη δημιουργήθηκε από τον Θεό πριν μερικές χιλιάδες χρόνια (6.000-10.000), ερμηνεύοντας κυριολεκτικά το βιβλίο της Γένεσης, ενώ άλλοι αποδέχονται γεωλογικά ευρήματα και επιστημονικές μεθόδους χρονολόγησης της Γης απορρίπτοντας συγχρόνως την εξέλιξη των ειδών[3]. Εκτός από το δημιουργισμό της Νέας και Παλαιάς Γης, όπως συνήθως καλούνται οι δύο θέσεις, ειδικότερες κατηγορίες αποτελούν επίσης η θεϊστική εξέλιξη, η οποία θεωρείται περισσότερο συμβατή με την καθιερωμένη επιστημονική γνώση, και η θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού.

Τα επιχειρήματα των δημιουργιστών δε στηρίζονται σε αποδείξεις που προκύπτουν μέσα από τη μελέτη του φυσικού κόσμου, ενώ η πίστη σε μία υπερφυσική παρέμβαση δεν υπόκειται σε επιστημονικό έλεγχο μέσω παρατήρησης και πειράματος[4]. Για αυτό το λόγο, η γενική τάση της επιστημονικής κοινότητας ταυτίζεται με τη θέση πως ο δημιουργισμός αποτελεί ψευδοεπιστήμη[5]. Στον πυρήνα της αντιπαράθεσης μεταξύ των υποστηρικτών του δημιουργισμού και της πλειοψηφίας[6][7][8] των επιστημόνων βρίσκονται συνολικά η εξέλιξη των ειδών και ειδικότερα η παραδοχή της κοινής καταγωγής τους, η ηλικία της Γης, η δημιουργία του ηλιακού συστήματος και η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης.

Ως πίστη στη θεϊκή δημιουργία, έχει ιστορία εκατοντάδων ετών και συνδέεται με την ιστορία των θρησκειών, ωστόσο ως γενικός όρος χρησιμοποιείται από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το ενδιαφέρον για το δημιουργισμό ανανεώθηκε μεταξύ συντηρητικών θρησκευτικών ομάδων αμέσως μετά τη δημοσίευση της Καταγωγής των ειδών (1859) του Κάρολου Δαρβίνου. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η αντιπαράθεση μεταξύ του δημιουργισμού και της εξέλιξης υπήρξε εξέχουσα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το 1925, σύμφωνα με νομοθετική πράξη του αντιπροσώπου της πολιτείας του Τενεσί Τζον Ουάσιγκτον Μπάτλερ, απαγορεύτηκε η διδασκαλία οποιασδήποτε θεωρίας "αρνείτο την ιστορία της Θεϊκής Δημιουργίας όπως διδάσκεται στη Βίβλο" οδηγώντας στη δίκη τον καθηγητή Τζον Σκόουπς, η οποία και εξέτασε τη νομιμότητα της πράξης[9]. Από τότε αρκετές ανάλογες δικαστικές υποθέσεις στις ΗΠΑ αποφάνθηκαν πως οι διάφορες μορφές δημιουργισμού αποτελούν θρησκευτικές πεποιθήσεις αντί επιστημονικών θεωριών, κρίνοντας αντισυνταγματική τη σχολική διδασκαλία τους[10].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. "creationism." Encyclopædia Britannica. 2008. Encyclopædia Britannica Online. 24 Nov. 2008
  2. National Academy of Science 2008, 37
  3. βλ. National Academy of Science 2008, 37-38
  4. National Academy of Science 1999, 8, 25
  5. «Statements from Scientific and Scholarly Organizations». National Center for Science Education. 
  6. National Academy of Science 1999, 28
  7. IAP Statement on the Teaching of Evolution Αρχειοθετήθηκε 2007-09-27 στο Wayback Machine., κοινή ανακοίνωση από τις εθνικές ακαδημίες επιστημών 67 χωρών
  8. American Association for the Advancement of Science, Ανακοίνωση για τη διδασκαλία της Εξέλιξης
  9. βλ. Moore, 147-166
  10. βλ. National Academy of Science 2008, 44

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • John A. Moore, From Genesis to Genetics, University of California Press, 2002
  • Eugenie C. Scott, Evolution vs. Creationism, Greenwood Press, 2004
  • National Academy of Sciences (συλλογικό έργο), Science, Evolution and Creationism, The National Academies Press, 2008
  • National Academy of Sciences (συλλογικό έργο), Science and Creationism : A View From the National Academy of Sciences, The National Academies Press, 1999

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία