Διάμεση κυστίτιδα

Νόσος ουροποιητικού συστήματος

Η διάμεση κυστίτιδα (Interstitial cystitis, IC), επίσης γνωστή ως σύνδρομο επώδυνης κύστης είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση της ουροδόχου κύστης [1]Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν την αίσθηση της συνεχής επιτακτικής ανάγκης για ούρηση και χρόνιου πόνου στην περιοχή του πυελικού εδάφους.[2] Η νόσος έχει μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστα αίτια[2] και προκαλεί κατάθλιψη και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των ασθενών. [3] Πολλοί από αυτούς που πάσχουν επίσης έχουν σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και ινομυαλγία.[2]

Διάμεση κυστίτιδα
Το έλκος του Hunner παρατηρήθηκε σε ορισμένους ασθενείς με διάμεση κυστίτιδα με κυστεοσκόπηση
ΕιδικότηταΟυρολογία
ΣυμπτώματαΧρόνιος πόνος της ουροδόχου κύστης, αίσθηση επιτακτικής ανάγκης για ούρηση, συχνοουρία
Συνήθης έναρξημέση ηλικία (συνήθως)
Διάρκειαχρόνια
Αίτιαάγνωστα
Ταξινόμηση

Η διάγνωση είναι εμπειρική και βασίζεται συνήθως στα συμπτώματα του ασθενούς αφού αποκλειστούν άλλες παθήσεις και καταστάσεις. Συνήθως η καλλιέργεια ούρων είναι αρνητική. [3]Έλκος ή φλεγμονή μπορεί να παρατηρηθεί με κυστεοσκόπηση. [3] Άλλες καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα περιλαμβάνουν λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος (UTI), υπερδραστήρια ουροδόχο κύστη, σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, ενδομητρίωση, καρκίνο της ουροδόχου κύστης και προστατίτιδα.[2]

Δεν υπάρχει θεραπεία για τη διάμεση κυστίτιδα.[2] Οι θεραπείες που μπορούν να βελτιώσουν τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής και χορήγηση φαρμάκων[2] Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορεί να περιλαμβάνουν τη διακοπή του καπνίσματος και τη μείωση του στρες.[1]Στα φάρμακα μπορεί να περιλαμβάνονται ιβουπροφαίνη,πολυθειική πεντοζάνη ή αμιτριπτυλίνη. [1] Εναλλακτικές μορφές θεραπείας είναι η νευροδιέγερση ή χειρουργική επέμβαση.[1]Δεν συνιστώνται ασκήσεις πυελικού εδάφους και χορήγηση αντιβιοτικών.[3]

Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, εκτιμάται ότι επηρεάζεται περίπου το 0,5% των ανθρώπων.[3] Οι γυναίκες επηρεάζονται περίπου πέντε φορές συχνότερα από τους άνδρες.[2] Η εμφάνιση της νόσου γίνεται συνήθως στη μέση ηλικία. Ο όρος "διάμεση κυστίτιδα" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1887.[4]

Σημάδια και συμπτώματα Επεξεργασία

Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα της νόσου είναι ο υπερηβικός πόνος, [5] συχνοουρία, επώδυνη σεξουαλική επαφή και ξύπνημα από τον ύπνο για ούρηση. [6]

Σε γενικές γραμμές, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν επώδυνη ούρηση που περιγράφεται ως αίσθημα καύσου στην ουρήθρα κατά την ούρηση, πυελικό πόνο που επιδεινώνεται με την κατανάλωση ορισμένων τροφών ή ποτών, επιτακτική επιθυμία για ούρηση και πίεση στην ουροδόχο κύστη ή τη λεκάνη.[7] Άλλα συχνά περιγραφόμενα συμπτώματα είναι η διστακτικότητα εξόδου των ούρων (πρέπει να περιμένετε για να ξεκινήσει η ροή τους, που συχνά προκαλείται από δυσλειτουργία του πυελικού εδάφους) ,δυσφορία και δυσκολία στην οδήγηση, στην εργασία, στην άσκηση ή στην πραγματοποίηση ταξιδιού. Ο πυελικός πόνος που βιώνουν οι ασθενείς συνήθως επιδεινώνεται με την πλήρωση της ουροδόχου κύστης και μπορεί να βελτιωθεί με την ούρηση.[8]

Κατά τη διάρκεια κυστεοσκόπησης, 5-10% των ατόμων με διάμεση κυστίτιδα βρέθηκαν να έχουν έλκη του Hunner.[9] Ένα πάσχων άτομο μπορεί να έχει δυσφορία μόνο στην ουρήθρα, ενώ ένα άλλο μπορεί να πονάει σε ολόκληρη τη λεκάνη. Τα συμπτώματα της διάμεσης κυστίτιδας συνήθως εμπίπτουν σε ένα από τα δύο σχήματα: σημαντικό υπερηβικό πόνο με μικρή αίσθηση επιτακτικής ούρησης ή λιγότερο υπερηβικό πόνο αλλά με αυξημένη αίσθηση επιτακτικής ούρησης. [10]

Θεραπεία [11] Επεξεργασία

Το 2011, η Αμερικανική Ουρολογική Εταιρεία δημοσίευσε κατευθυντήρια γραμμή για τη διάγνωση και την εν δυνάμει θεραπεία της διάμεσης κυστίτιδας

Περιλαμβάνονται θεραπείες που κυμαίνονται από συντηρητικές έως πιο επεμβατικές:

  1. Θεραπείες πρώτης γραμμής — εκπαίδευση, αυτοφροντίδα (τροποποίηση διατροφής), διαχείριση άγχους
  2. Θεραπείες δεύτερης γραμμής — φυσικοθεραπεία , φάρμακα (αμιτριπτυλίνη, σιμετιδίνη ή υδροξυζίνη , πολυθειική πεντοζάνη), ενστάλαξη ουροδόχου κύστης (DMSO, ηπαρίνη ή λιδοκαΐνη )
  3. Θεραπείες τρίτης γραμμής — θεραπεία των βλαβών του έλους του Hunner (λέιζερ, fulguration ή ένεση τριαμκινολόνης ), υδροδιάταση (χαμηλή πίεση, μικρής διάρκειας)
  4. Θεραπείες τέταρτης γραμμής - νευροτροποποίηση ( ιερό ή πνευμονογαστρικό νεύρο )
  5. Θεραπείες πέμπτης γραμμής — κυκλοσπορίνη Α , βοτουλινική τοξίνη (BTX-A)
  6. Θεραπείες έκτης γραμμής — χειρουργική επέμβαση ( εκτροπή ούρων , αυξητική, κυστεκτομή )

Διάταση της ουροδόχου κύστης Επεξεργασία

Η διάταση της ουροδόχου κύστης υπό γενική αναισθησία , γνωστή και ως υδροδιάταση (μια διαδικασία που τεντώνει τη χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης ), έχει δείξει κάποια επιτυχία στη μείωση της συχνότητας ούρησης και στην παροχή βραχυπρόθεσμης ανακούφισης από τον πόνο σε άτομα με IC. [12] Ωστόσο, είναι άγνωστο πώς ακριβώς αυτή η διαδικασία προκαλεί ανακούφιση από τον πόνο. [13] Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η πίεση στα σημεία ενεργοποίησης της πυέλου μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα. Η ανακούφιση που επιτυγχάνεται από τις διατάσεις της ουροδόχου κύστης είναι μόνο προσωρινή (εβδομάδες ή μήνες), επομένως δεν είναι βιώσιμη ως μακροχρόνια θεραπεία για άτομα με IC/BPS. Το ποσοστό των ατόμων με IC/BPS που βιώνουν ανακούφιση από την υδροδιάταση είναι επί του παρόντος άγνωστο και τα στοιχεία για αυτή τη μέθοδο περιορίζονται από την έλλειψη σωστά ελεγχόμενων μελετών.  Η ρήξη της ουροδόχου κύστης και η σήψη μπορεί να σχετίζονται με παρατεταμένη υδροδιάταση υψηλής πίεσης. [14]

Ενσταλάξεις ουροδόχου κύστης Επεξεργασία

Η ενστάλαξη φαρμάκου στην ουροδόχο κύστη είναι μία από τις κύριες μορφές θεραπείας της διάμεσης κυστίτιδας, αλλά τα στοιχεία για την αποτελεσματικότητά της είναι επί του παρόντος περιορισμένα.  Τα πλεονεκτήματα αυτής της θεραπευτικής προσέγγισης περιλαμβάνουν την άμεση επαφή του φαρμάκου με την ουροδόχο κύστη και τις χαμηλές συστηματικές παρενέργειες λόγω της κακής απορρόφησης του φαρμάκου. [15] Τα μεμονωμένα φάρμακα ή ένα μείγμα φαρμάκων χρησιμοποιούνται συνήθως σε παρασκευάσματα ενστάλαξης κύστης. Το διμεθυλοσουλφοξείδιο (DMSO) είναι η μόνη εγκεκριμένη ενστάλαξη κύστης για IC/BPS, αλλά χρησιμοποιείται πολύ λιγότερο συχνά σε ουρολογικές κλινικές.

Ένα διάλυμα 50% DMSO είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μη αναστρέψιμη μυϊκή συστολή. Ωστόσο, με χρήση διαλύματος 25% βρέθηκε να είναι αναστρέψιμη. Η μακροχρόνια χρήση του DMSO είναι αμφισβητήσιμη, καθώς ο μηχανισμός δράσης του δεν είναι πλήρως κατανοητός, αν και το DMSO πιστεύεται ότι αναστέλλει τα μαστοκύτταρα και μπορεί να έχει αντιφλεγμονώδη, μυοχαλαρωτικά και αναλγητικά αποτελέσματα.  Άλλοι παράγοντες που χρησιμοποιούνται για ενστάλαξη της ουροδόχου κύστης για τη θεραπεία της διάμεσης κυστίτιδας περιλαμβάνουν: ηπαρίνη, λιδοκαΐνη, θειική χονδροϊτίνη, υαλουρονικό οξύ, πολυθειική πεντοζάνη, οξυβουτινίνη και αλλαντοτοξίνη Α. Τα πρώτα στοιχεία υποδεικνύουν ότι αυτοί οι παράγοντες είναι αποτελεσματικοί στη μείωση των συμπτωμάτων, αλλά απαιτείται περαιτέρω μελέτη με μεγαλύτερες, τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές.

Διατροφή Επεξεργασία

Η τροποποίηση της διατροφής συνιστάται συχνά ως μέθοδος πρώτης γραμμής αυτοθεραπείας για τη διάμεση κυστίτιδα, αν και επί του παρόντος λείπουν αυστηρές ελεγχόμενες μελέτες που εξετάζουν τον αντίκτυπο της διατροφής στα σημεία και συμπτώματα της διάμεσης κυστίτιδας.  Η αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα.  [16]Τα άτομα με διάμεση κυστίτιδα παρουσιάζουν συχνά αύξηση των συμπτωμάτων όταν καταναλώνουν ορισμένα τρόφιμα και ποτά. Αποφυγή ορισμένων τροφών και ποτών όπως η καφεΐνη (ο καφές, το τσάι ),η σόδα, τα αλκοολούχα ποτά , η σοκολάτα , τα εσπεριδοειδή , οι καυτερές πιπεριές και τα τεχνητά γλυκαντικά μπορεί να βοηθήσει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η ευαισθησία στα τρόφιμα που προκαλούν ενεργοποίηση των συμπτωμάτων μπορεί να μειωθεί εάν καταναλωθεί γλυκεροφωσφορικό ασβέστιο και/ή διττανθρακικό νάτριο.  Η βάση της θεραπείας είναι μια τροποποίηση της διατροφής για να βοηθήσει τους ανθρώπους να αποφεύγουν εκείνα τα τρόφιμα που μπορούν να ερεθίσουν περαιτέρω το κατεστραμμένο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης. [17]

Ο μηχανισμός με τον οποίο η διατροφική τροποποίηση ωφελεί τα άτομα με IC είναι ασαφής. Η ενσωμάτωση των νευρικών σημάτων από τα πυελικά όργανα μπορεί να μεσολαβήσει στις επιπτώσεις της δίαιτας στα συμπτώματα της IC. [18]

Φάρμακα Επεξεργασία

Το αντιισταμινικό υδροξυζίνη απέτυχε να επιδείξει υπεροχή έναντι του εικονικού φαρμάκου στη θεραπεία ατόμων με IC σε μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, κλινική δοκιμή.  Η αμιτριπτυλίνη έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματική στη μείωση των συμπτωμάτων όπως ο χρόνιος πυελικός πόνος και η νυκτουρία  σε πολλά άτομα με IC/BPS με μέση δόση 75 mg ημερησίως.  Σε μια μελέτη, το αντικαταθλιπτικό ντουλοξετίνη βρέθηκε να είναι αναποτελεσματικό ως θεραπεία.[19]  Ο αναστολέας της καλσινευρίνης κυκλοσπορίνη Α έχει μελετηθεί ως θεραπεία για τη διάμεση κυστίτιδα λόγω των ανοσοκατασταλτικών ιδιοτήτων της. Μια μελέτη βρήκε ότι η κυκλοσπορίνη Α είναι πιο αποτελεσματική στη θεραπεία των συμπτωμάτων IC από την πολυθειική πεντοζάνη, αλλά είχε επίσης περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.

Η από του στόματος πολυθειική πεντοζάνη πιστεύεται ότι επιδιορθώνει την προστατευτική επικάλυψη γλυκοζαμινογλυκάνης της ουροδόχου κύστης, αλλά οι μελέτες έχουν συναντήσει μικτά αποτελέσματα όταν προσπαθούν να καθορίσουν εάν το αποτέλεσμα είναι στατιστικά σημαντικό σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. [20]

Θεραπείες πυελικού εδάφους Επεξεργασία

Τα σύνδρομα ουρολογικού πυελικού πόνου, όπως το IC/BPS και το CP/CPPS, χαρακτηρίζονται από ευαισθησία των πυελικών μυών και τα συμπτώματα μπορεί να μειωθούν με την πυελική μυοπεριτονιακή φυσικοθεραπεία.

Τα τρέχοντα πρωτόκολλα, όπως το πρωτόκολλο Wise-Anderson , εστιάζουν σε μεγάλο βαθμό στις διατάσεις για την απελευθέρωση των υπερεντατισμένων μυών στην περιοχή της πυέλου ή του πρωκτού (που συνήθως αναφέρονται ως σημεία ενεργοποίησης ), στη φυσικοθεραπεία στην περιοχή και στη θεραπεία προοδευτικής χαλάρωσης για τη μείωση του αιτιολογικού στρες. [21]

Η δυσλειτουργία του πυελικού εδάφους είναι ένας αρκετά νέος τομέας ειδικότητας για τους φυσιοθεραπευτές παγκοσμίως. Ο στόχος της θεραπείας είναι η χαλάρωση και η επιμήκυνση των μυών του πυελικού εδάφους, παρά η σύσφιξη και/ή η ενδυνάμωση τους, όπως είναι ο στόχος της θεραπείας για άτομα με ακράτεια ούρων. Έτσι, οι παραδοσιακές ασκήσεις όπως οι ασκήσεις Kegel , που χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση των πυελικών μυών, μπορούν να προκαλέσουν πόνο και πρόσθετη μυϊκή ένταση. Ένας ειδικά εκπαιδευμένος φυσιοθεραπευτής μπορεί να παρέχει άμεση, πρακτική αξιολόγηση των μυών, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά.

Μια θεραπευτική ράβδος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση μυοπεριτονιακής απελευθέρωσης μυών του πυελικού εδάφους για να προσφέρει ανακούφιση. [22]

Χειρουργική Επεξεργασία

Η χειρουργική επέμβαση χρησιμοποιείται σπάνια για IC/BPS. Η χειρουργική επέμβαση είναι πολύ απρόβλεπτη, και θεωρείται θεραπεία έσχατης ανάγκης για σοβαρές ανθεκτικές περιπτώσεις διάμεσης κυστίτιδας.  Μερικοί άνθρωποι που επιλέγουν χειρουργική επέμβαση συνεχίζουν να αισθάνονται πόνο μετά την επέμβαση. Τυπικές χειρουργικές επεμβάσεις για ανθεκτικές περιπτώσεις IC/BPS περιλαμβάνουν: αύξηση της ουροδόχου κύστης, εκτροπή ούρων, διουρηθρική κάλυψη και εκτομή ελκών και αφαίρεση κύστης ( κυστεκτομή ).

Η νευροτροποποίηση μπορεί να είναι επιτυχής στη θεραπεία των συμπτωμάτων IC/BPS, συμπεριλαμβανομένου του πόνου.  Μία ηλεκτρονική επιλογή παυσίπονου είναι το TENS . [23] Έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί διεγέρτες διαδερμικής διέγερσης κνημιαίου νεύρου , με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. [24] Η διαδερμική διέγερση της ρίζας του ιερού νεύρου ήταν ικανή να παράγει στατιστικά σημαντικές βελτιώσεις σε διάφορες παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένου του πόνου.

Εναλλακτική ιατρική Επεξεργασία

Υπάρχουν λίγα στοιχεία που εξετάζουν τα αποτελέσματα της εναλλακτικής ιατρικής αν και η χρήση τους είναι κοινή.  [25]Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο βελονισμός μπορεί να βοηθήσει στον πόνο που σχετίζεται με IC/BPS ως μέρος άλλων θεραπειών.  Παρά τη σπανιότητα ελεγχόμενων μελετών για την εναλλακτική ιατρική και την IC/BPS, "έχουν ληφθεί μάλλον καλά αποτελέσματα" όταν ο βελονισμός συνδυάζεται με άλλες θεραπείες. [26]

Η βιοανάδραση , μια τεχνική χαλάρωσης που στοχεύει να βοηθήσει τους ανθρώπους να ελέγξουν τις λειτουργίες του αυτόνομου νευρικού συστήματος , έχει δείξει κάποιο όφελος στον έλεγχο του πόνου που σχετίζεται με το IC/BPS ως μέρος μιας πολυτροπικής προσέγγισης που μπορεί επίσης να περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ή υδροδιάταση της κύστης. [27]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Adamian, Leena; Urits, Ivan; Orhurhu, Vwaire; Hoyt, Dylan; Driessen, R. J. B.; Freeman, J.; Kaye, A.; Kaye, Rachel J. και άλλοι. (2020). «A Comprehensive Review of the Diagnosis, Treatment, and Management of Urologic Chronic Pelvic Pain Syndrome». Current Pain and Headache Reports. doi:10.1007/s11916-020-00857-9. https://www.semanticscholar.org/paper/A-Comprehensive-Review-of-the-Diagnosis,-Treatment,-Adamian-Urits/b1ba35d1b872d3bce7186d8e9fa9a32a8ecb1310. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 «Interstitial cystitis/bladder pain syndrome fact sheet | womenshealth.gov». web.archive.org. 5 Οκτωβρίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Intertitial Cystitis (IC/BPS) Guideline - American Urological Association». www.auanet.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2021. 
  4. Cheng, Liang· Bostwick, David G. (24 Ιανουαρίου 2014). Urologic Surgical Pathology E-Book. Elsevier Health Sciences. ISBN 978-0-323-08619-6. 
  5. «Treatment of interstitial cystitis in women» (στα αγγλικά). Taiwanese Journal of Obstetrics and Gynecology 51 (4): 526–532. 2012-12-01. doi:10.1016/j.tjog.2012.10.002. ISSN 1028-4559. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1028455912002148. 
  6. Ustinova, Elena E.; Fraser, Matthew O.; Pezzone, Michael A. (2010). «Cross-Talk and Sensitization of Bladder Afferent Nerves». Neurourology and urodynamics 29 (1): 77–81. doi:10.1002/nau.20817. ISSN 0733-2467. PMID 20025032. PMC 2805190. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2805190/. 
  7. Moutzouris, Dimitrios-Anestis; Falagas, Matthew E. (2009-11-01). «Interstitial Cystitis: An Unsolved Enigma» (στα αγγλικά). Clinical Journal of the American Society of Nephrology 4 (11): 1844–1857. doi:10.2215/CJN.02000309. ISSN 1555-9041. PMID 19808225. https://cjasn.asnjournals.org/content/4/11/1844. 
  8. «Diagnosing and treating interstitial cystitis». Harvard Health (στα Αγγλικά). 20 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2021. 
  9. «Interstitial Cystitis / Painful Bladder Syndrome - National Kidney and Urologic Diseases Information Clearinghouse». web.archive.org. 23 Οκτωβρίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2021. 
  10. Arora, Hans C.; Shoskes, Daniel A. (2015-12). «The enigma of men with interstitial cystitis/bladder pain syndrome». Translational Andrology and Urology 4 (6): 668–676. doi:10.3978/j.issn.2223-4683.2015.10.01. ISSN 2223-4691. PMID 26813678. PMC 4708534. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4708534/. 
  11. «Wayback Machine» (PDF). web.archive.org. 16 Σεπτεμβρίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2022. 
  12. «Interstitial cystitis - Symptoms and causes». Mayo Clinic (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2022. 
  13. Erickson, Deborah R.; Kunselman, Allen R.; Bentley, Christina M.; Peters, Kenneth M.; Rovner, Eric S.; Demers, Laurence M.; Wheeler, Marcia A.; Keay, Susan K. (2007-02). «Changes in Urine Markers and Symptoms After Bladder Distention for Interstitial Cystitis» (στα αγγλικά). Journal of Urology 177 (2): 556–560. doi:10.1016/j.juro.2006.09.029. ISSN 0022-5347. PMID 17222633. PMC PMC2373609. http://www.jurology.com/doi/10.1016/j.juro.2006.09.029. 
  14. Hsieh, Ching-Hung; Chang, Wei-Chun; Huang, Ming-Chao; Su, Tsung-Hsien; Li, Yiu-Tai; Chiang, Han-Sun (2012-12-01). «Treatment of interstitial cystitis in women» (στα αγγλικά). Taiwanese Journal of Obstetrics and Gynecology 51 (4): 526–532. doi:10.1016/j.tjog.2012.10.002. ISSN 1028-4559. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1028455912002148. 
  15. Hsieh, Ching-Hung; Chang, Wei-Chun; Huang, Ming-Chao; Su, Tsung-Hsien; Li, Yiu-Tai; Chiang, Han-Sun (2012-12-01). «Treatment of interstitial cystitis in women» (στα αγγλικά). Taiwanese Journal of Obstetrics and Gynecology 51 (4): 526–532. doi:10.1016/j.tjog.2012.10.002. ISSN 1028-4559. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1028455912002148. 
  16. «How to get more fiber in your diet». Harvard Health (στα Αγγλικά). 20 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2022. 
  17. Gordon, Barbara; Shorter, Barbara; Sarcona, Alessandra; Moldwin, Robert M. (2015-09-01). «Nutritional Considerations for Patients with Interstitial Cystitis/Bladder Pain Syndrome» (στα English). Journal of the Academy of Nutrition and Dietetics 115 (9): 1378–1379. doi:10.1016/j.jand.2015.03.021. ISSN 2212-2672. PMID 25934323. https://www.jandonline.org/article/S2212-2672(15)00371-8/abstract. 
  18. Klumpp, David J; Rudick, Charles N (2008-09). «Summation model of pelvic pain in interstitial cystitis» (στα αγγλικά). Nature Clinical Practice Urology 5 (9): 494–500. doi:10.1038/ncpuro1203. ISSN 1743-4270. http://www.nature.com/articles/ncpuro1203. 
  19. Papandreou, Christos; Skapinakis, Petros; Giannakis, Dimitrios; Sofikitis, Nikolaos; Mavreas, Venetsanos (2009). «Antidepressant Drugs for Chronic Urological Pelvic Pain: An Evidence-Based Review» (στα αγγλικά). Advances in Urology 2009: 1–9. doi:10.1155/2009/797031. ISSN 1687-6369. PMID 20169141. PMC PMC2821755. http://www.hindawi.com/journals/au/2009/797031/. 
  20. Dimitrakov, Jordan; Kroenke, Kurt; Steers, William D.; Berde, Charles; Zurakowski, David; Freeman, Michael R.; Jackson, Jeffrey L. (2007-10-08). «Pharmacologic Management of Painful Bladder Syndrome/Interstitial Cystitis: A Systematic Review» (στα αγγλικά). Archives of Internal Medicine 167 (18): 1922. doi:10.1001/archinte.167.18.1922. ISSN 0003-9926. PMID 17923590. PMC PMC2135553. http://archinte.jamanetwork.com/article.aspx?doi=10.1001/archinte.167.18.1922. 
  21. Bharucha, Adil E.; Trabuco, Emanuel (2008-09). «Functional and Chronic Anorectal and Pelvic Pain Disorders» (στα αγγλικά). Gastroenterology Clinics of North America 37 (3): 685–696. doi:10.1016/j.gtc.2008.06.002. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0889855308000447. 
  22. Bond, J.; Pape, Hilary; Ayre, Colin A. (2017) (στα αγγλικά). Efficacy of a therapeutic wand in addition to physiotherapy for treating bladder pain syndrome in women: a pilot randomized controlled trial. https://bradscholars.brad.ac.uk/handle/10454/12129. 
  23. Fariello, Jennifer Yonaitis; Whitmore, K. (2010-12). «Sacral neuromodulation stimulation for IC/PBS, chronic pelvic pain, and sexual dysfunction» (στα αγγλικά). International Urogynecology Journal 21 (12): 1553–1558. doi:10.1007/s00192-010-1281-3. ISSN 0937-3462. http://link.springer.com/10.1007/s00192-010-1281-3. 
  24. Zhao, Jimao; Bai, Jie; Zhou, Ying; Qi, Guihua; Du, Lingdong (2008-06). «Posterior Tibial Nerve Stimulation Twice a Week in Patients with Interstitial Cystitis» (στα αγγλικά). Urology 71 (6): 1080–1084. doi:10.1016/j.urology.2008.01.018. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0090429508000599. 
  25. Verghese, Tina S.; Riordain, Richael Ni; Champaneria, Rita; Latthe, Pallavi M. (2016-08). «Complementary therapies for bladder pain syndrome: a systematic review» (στα αγγλικά). International Urogynecology Journal 27 (8): 1127–1136. doi:10.1007/s00192-015-2886-3. ISSN 0937-3462. PMID 26642800. PMC PMC4947099. http://link.springer.com/10.1007/s00192-015-2886-3. 
  26. Binder, I.; Rossbach, G.; Ophoven, A. van (2008-07). «Die Komplexität chronischer Beckenschmerzen am Beispiel der Interstitiellen Zystitis» (στα γερμανικά). Aktuelle Urologie 39 (04): 289–297. doi:10.1055/s-2008-1038199. ISSN 0001-7868. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-06-02. https://web.archive.org/web/20180602100506/https://www.thieme-connect.de/DOI/DOI?10.1055%2Fs-2008-1038199. Ανακτήθηκε στις 2022-08-13. 
  27. Hsieh, Ching-Hung; Chang, Shao-Tung; Hsieh, Chia-Jung; Hsu, Chun-Sen; Kuo, Tsung-Cheng; Chang, Hui-Chin; Lin, Yi-Hui (2008-10). «Treatment of interstitial cystitis with hydrodistention and bladder training» (στα αγγλικά). International Urogynecology Journal 19 (10): 1379–1384. doi:10.1007/s00192-008-0640-9. ISSN 0937-3462. http://link.springer.com/10.1007/s00192-008-0640-9.