Διοικητική διαίρεση του Πριγκιπάτου της Αχαΐας

Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, το οποίο ιδρύθηκε από τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη κατά την Δ' Σταυροφορία (1205-1210) στον Μοριά (Πελοπόννησο), διαιρέθηκε σε[1][2]:

  • Δώδεκα (αρχικά) Βαρωνίες τις οποίες διοικούσαν οι στρατιωτικοί (σταυροφόροι) που συνόδευαν τον Σαμπλίτη (οι Βαρωνίες ήταν δεκαέξη κατά το Αραγωνικό χρονικόν)
  • Επτά επισκοπικές Βαρωνίες τις οποίες διοικούσαν οι τοπικοί Λατίνοι Επίσκοποι και δύο ακόμα έπειτα
  • Τρεις μοναστικές βαρωνίες τις οποίες διοικούσαν μοναστικά τάγματα
Βαρωνίες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (σημειώνονται οι πρωτεύουσες προσεγγιστικά)

Σε κάθε Βαρωνία δόθηκαν φέουδα (φία) ή/και τιμάρια.

Το 1209 ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Σαμπλίτης λόγω του ότι ήταν να φύγει για τη Γαλλία να παραλάβει την κληρονομιά του μετά τον θάνατο του αδελφού του, σύστησε επιτροπή για να κάνΕΙ τη διοικητική διαίρεση του πριγκιπάτου. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Ιωάννης ντε Σωντερόν, ο αρχιεπίσκοπος Πάτρας Αντέλμος, ένας ακόμα επίσκοπος, δύο φλαμπουράριοι και πέντε Έλληνες άρχοντες που γνώριζαν την περιοχή. Η επιτροπή επέβαλε γραπτή την έκθεση της στη κούρτη όπου έγινε δεκτή.

Οι Βαρωνίες ήταν οι εξής:

Οι δώδεκα που ιδρύθηκαν αρχικά από τον Σαμπλίτη το 1209 και οι οποίες αναφέρονται στο Χρονικό του Μωρέα:

Μόνο η Αραγωνική έκδοση του Χρονικού του Μωρέα αναφέρει δύο επιπλέον βαρωνίες, τις οποίες δεν αναφέρουν οι υπόλοιπες εκδόσεις, αλλά ούτε και πιο σύγχρονες πηγές. Αυτές είναι

Οι επτά επισκοπικές Βαρωνίες:

Οι δύο επισκοπικές βαρωνίες που προστέθηκαν:

Οι τρεις μοναστικές βαρωνίες:

Το 1205 ιδρύθηκε η:

  • Αυθεντία ή βαρωνία των Σαλώνων που με την ίδρυση του Δουκάτου των Αθηνών αποσπάστηκε από το Πριγκιπάτο κι έγινε υποτελής του δουκάτου, πιθανότατα το 1258 ή λίγο αργότερα.

Το 1211 ή 12 δόθηκαν τα:

Το 1262 ιδρύθηκε η:

Ο Αμεδαίος Ζ΄ της Σαβοΐας έβαλε και σύνταξε για τον εαυτό του, που διεκδικούσε το Πριγκιπάτο, την καταγραφή τιμαρίων, κάστρων, κτλ. Σύμφωνα με αυτή την αναφορά, το 1391 υπήρχαν 2.300 πύργοι (καπνοί πύργων) και 1.300 καπνοί των βαρώνων, σε άλλη λίστα ήταν οι υποτελείς, Αρκαδίας, Πάτρας, Μεθώνης, Κορώνης, Χαλανδρίτσας στη Πελοπόννησο[3]. Ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ότι έγγραφο του 14ου αιώνα μιλά για 1.000 τιμάρια (φέουδα - βαρωνίες, εκκλησιαστικά, μοναστικά και ατομικά)[4].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Το Χρονικόν του Μορέως, Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, Πέτρου Π. Καλονάρου, διπλωματούχου του Γαλλικού Πανεπιστημίου Aix, καθηγητού παρά τη Στρατ. Σχολή των Ευελπίδων, Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημ. Δημητράκου Α.Ε., Αθήναι 1940, σελ. 82 «Επί πλέον δέ εδημιουργήθησαν αι εκκλησιαστικαί βαρωνίαι του αρχιεπισκόπου Πατρών και των επισκόπων, ως καί αι τοιαύται των ιεροπολεμικών ταγμάτων των Σπιταλιωτών, των Ναϊτών και των Τευτόνων (στ. 1951-1961)».
  2. Η Μάνη και οι Μανιάτες: Θέματα για την ιστορία τους, τη λαογραφία και την τέχνη, Δήμος Ν. Μέξης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου, 1977, σελ. 263, «Εκτός άπό τις δώδεκα κοσμικές βαρωνίες, ιδρύθηκαν και έπτά εκκλησιαστικές.» [1]
  3. Στέφανος Θωμόπουλος, Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821, Εκ της βασιλικής τυπογραφίας Νικολάου Γ. Ιγγλέση, Εν Αθήναις 1888.
  4. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, 'Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Βιβλίο Δέκατο τρίτο, 'Νέος Ελληνισμός-Φραγκοκρατία, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1992.

Πηγές Επεξεργασία