Διονύσιος Παρδαλός

αγωνιστής, επίσκοπος και πολιτικός του 1821

Ο μητροπολίτης Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος Παρδαλός ή Δημητρίου ήταν κληρικός, αγωνιστής του 1821 και πολιτικός.

Κυνουρίας Διονύσιος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση3  Οκτωβρίου 1786
Κωνσταντινούπολη
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
πολιτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαεπίσκοπος
πληρεξούσιος

Βιογραφία Επεξεργασία

Καταγόταν από τη Ζαγορά του Πηλίου και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 3 Οκτωβρίου του 1786. Έγινε κληρικός πολύ νέος και διετέλεσε μέγας πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επί πατριάρχου Καλλινίκου του Ε΄.

Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία γύρω στα 1818 και μετέπειτα και ήταν από τους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού στην Τσακωνιά.[1] Ήταν ο τελευταίος μητροπολίτης της επισκοπής Ρέοντος και Πραστού από το 1812 έως που μετονομάσθηκε το 1833 σε "Κυνουρίας" και είχε έδρα τον Πραστό της Τσακωνιάς. Είχε διαδεχτεί στον επισκοπικό θρόνο τον Ιάκωβο Χλωμό (1803-1812) που καταγόταν από τα Τσίντζινα του Πάρνωνα.

Το 1820 γίνεται συνοδικός και φεύγει για την Πόλη όπου μένει εκεί μέχρι την κήρυξη της Επανάστασης. Ο Διονύσιος υπογράφει μαζί με άλλους αρχιερείς το αφοριστικό «επί του Ιερού Θυσιαστηρίου», γνωρίζοντας την «ακυρότητά» του, και σε λίγες μέρες αναχωρεί για να επιστρέψει στην Πελοπόννησο, για να ειρηνεύσει τους επαναστάτες. Γύρισε στο Λεωνίδιο μετά από περιπετειώδες ταξίδι αφού ναυάγησε, συνελήφθη από τους Τούρκους, φυλακίστηκε στη Χίο και δραπέτευσε.

Φυσικά όχι μόνο δεν συνέστησε ειρήνευση και «προσκύνημα», αλλά πήρε ενεργό μέρος στην Επανάσταση. Σπουδαιότερη αποστολή του ήταν η μετάβασή του στη Ζάκυνθο όπου πήγε ως πρέσβης για να ζητήσει βοήθεια από τον Άγγλο αρμοστή για τα γυναικόπαιδα που κατέφευγαν εκεί για να σωθούν από τις αγριότητες των Τούρκων και όχι μόνο.

Μετέπειτα η επισκοπή του μετονομάσθηκε σε Κυνουρίας και ο Διονύσιος παρέμεινε αρχιεπίσκοπος της νέας επισκοπής που είχε έδρα το Λεωνίδιο η οποία μετά τον θάνατο του συγχωνεύθηκε στη νέα μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Ίδρυσε στο Λεωνίδιο αλληλοδιδακτικό σχολείο και πλήρες ελληνικό σχολείο. Επί Ιωάννη Καποδίστρια για τη στέγαση και λειτουργία αυτών των σχολείων διενεργήθηκε έρανος όπου ο Διονύσιος έδωσε 600 φοίνικες.

Χρημάτισε πληρεξούσιος των Τσακώνων (δηλ. της επαρχίας Πραστού) στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823. Εκεί προήδρευσε σε επταμελή επιτροπή για τη σύνταξη του πρώτου ποινικού νόμου, δηλαδή του πρώτου ελληνικού ποινικού κώδικα.

Το 1827 παίρνει μέρος στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Ερμιόνη και Τροιζηνία, όπου μαζί με άλλους 4 ιεράρχες, προσπαθούν ενωμένοι και να κατευνάσουν τα πάθη του εμφυλίου πολέμου που είχε ξετινάξει την Επανάσταση.

Αντέδρασε και αγωνίσθηκε μετά πείσματος κατά των απόψεων της Αντιβασιλείας περί της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος και του χωρισμού της από του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δια τούτο εσυκοφαντήθη, κατετρέχθη και ποικίλους υπέστη διωγμούς. Στους αγώνες του είχε ικανότατο και άριστο σύμβουλο και συμμαχητή τον περίφημο ιερέα Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων, με τον οποίο αλληλογραφούσε σχεδόν μέχρι τον θάνατό του. Ο Διονύσιος διετέλεσε πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου το 1835-1841 και σύνεδρος από το 1850 έως τον θάνατο του το 1852.[2]

Πέθανε στην Αθήνα την 21η Ιανουαρίου 1852 και κηδεύθηκε με δαπάνη της κυβέρνησης στη Μονή Πετράκη.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Αρκάδες Φιλικοί». arcadia.ceid.upatras.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2019. 
  2. «ΟΙ ΤΣΑΚΩΝΕΣ ΣΤΑ ΝΕΩΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ (1830-1944)». arcadia.ceid.upatras.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2019. 

Πηγές Επεξεργασία