Το Δουκάτο της Πενταπόλεως ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Διοικούνταν από έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό, συνήθως στρατηγό, με τον τίτλο του δουξ, αρχικά υπό την εποπτεία του έπαρχου της Ιταλίας (554-584) και αργότερα του Έξαρχου της Ραβένα (584 με 751)

Χάρτης της Ιταλίας με το Δουκάτο της Πενταπόλεως

Η Πεντάπολη (από την ελληνική λέξη πεντάπολις, «πέντε πόλεις») αποτελούνταν από τις πόλεις της Ανκόνα, Φάνο, Πέζαρο, Ρίμινι και Σενιγκάλλια. Βρισκόταν κατά μήκος της Αδριατικής ακτής μεταξύ των ποταμών Μαρέτσια και Μίσκο, νότια του εδαφικού πυρήνα της Εξαρχίας, ανατολικά βρισκόταν το Δουκάτο της Περούτζια, άλλη βυζαντινή επικράτεια, και βόρεια το Δουκάτο του Σπολέτο, η οποία ήταν μέρος του Λομβαρδικού Βασιλείου της Ιταλίας (που ιδρύθηκε το 568). Το δουκάτο πιθανότατα εκτεινόταν εσωτερικά προς τα Απέννινα όρη, ίσως και πιο πέρα, νοτιότερη πόλη της ήταν η Χουμάνα στη βόρεια όχθη του Μίσκο[1]. Η πρωτεύουσα της Πενταπόλεως ήταν το Ρίμινι και ο δούκας ήταν η πολιτική και η στρατιωτική αρχή στο δουκάτο[2].

Η Πεντάπολη ήταν ένα από τα πιο εμπορικά μέρη της Ιταλικής χερσονήσου. Οι πολίτες της Πενταπόλεως προσπαθούσαν συνεχώς να μειώσουν το κύρος του έξαρχου στο δουκάτο, ενώ η Βυζαντινή Ιταλία είχε γενικά μια γενική αποκέντρωση κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα[3]. Το 725, όταν ο Έξαρχος Παύλος ήθελε να οδηγήσει μια, τιμωρητική, εκστρατεία κατά του Δουκάτου της Ρώμης, όπου ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ και οι πολίτες είχαν σφετεριστεί τα αυτοκρατορικά προνόμια, καθαίρεσαν και αντικατέστησαν τον Δούκα, και ξεσήκωσαν τα στρατεύματα στο Ραβενάτε και την Πεντάπολη. Ο Λομβαρδός ιστορικός Παύλος ο Διάκονος λέει ότι είχε μεγάλες δυσκολίες στην άντληση των αναγκαίων στρατευμάτων και την αποστολή τους, και τελικά η εκστρατεία απέτυχε[4].

Το 726 ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων Γ΄(717-741 r.) εξέδωσε διάταγμα κατά των ιερών εικόνων. Η αδυναμία του έξαρχου να επιβάλει την εξουσία του στη Ρώμη και την αδυναμία του στην Πεντάπολη είχε μετατραπεί σε ανικανότητα, όταν η ρωμαϊκή στρατιωτική αριστοκρατία, τα δουκάτα του Ραβενάτε, της Πεντάπολης, και Βενετίας ξεσηκώθηκαν δηλώνοντας ότι θα προστατεύσουν τον Πάπα από το αυτοκρατορικό διάταγμα, που ο Παύλος είχε διαταχθεί να επιβάλει σε όλη την Ιταλία (727)[5].

Tο 738 o Λομβαρδός βασιλιάς Λιουτπράνδος προέλασε μέσα από το δουκάτο Πενταπόλεως στο δρόμο του για το Σπολέτο, και περνώντας από τα βυζαντινά εδάφη, δέχθηκε επίθεση από μια ομάδα «Σπολετανών» (Λομβαρδοί από την κεντρική Ιταλία) και Πενταπολιτών. Οι ντόπιοι μπορεί να συμμετείχαν σε αυτή τη συμμαχία με τους Σπολετανούς ενάντια στον Λιουτπράνδο με εντολή από τον έξαρχο Ευτύχη, που πιθανόν να είχε κάνει και συμφωνία με τον δούκα του Σπολέτο, Τρανσαμούντ Β΄[6].

Οι Πενταπολίτες δεν είχαν παραδοσιακά καλές σχέσεις είτε με τους Βυζαντινούς είτε με τους Λομβαρδούς άρα θα ήταν μάλλον απίθανο να θεωρήσει τις Λομβαρδικές επιδρομές στην περιοχή τους ως «απελευθέρωση»[7]. Ο Λιουτπράνδο; επιτέθηκε σε Ραβένα και Τσεζένα στη μέση Αιμιλία το 743, πιθανώς με στόχο τον έλεγχο ενός περάσματος μέσα από τα βυζαντινά εδάφη προς το Σπολέτο. Ο διάδοχός του, Ρατχίς, επιτέθηκε σε αρκετές πόλεις της Πενταπόλεως και την Περούτζια το 749, πριν από τη απόσυρσή του για να γίνει μοναχός[8]. Το 752, η Πεντάπολη κατακτήθηκε από τον βασιλιά των Λομβαρδών Αϊστούλφο[9].


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Hallenbeck 1982, σ. 7
  2. Hutton & Sund 1913, σελ. 119
  3. Noble 1984, σσ. 3-5
  4. Noble 1984, σσ. 29-30
  5. Noble 1984, σσ. 29-30
  6. Noble 1984, σελ. 44.
  7. Noble 1984, σ. 35.
  8. Noble 1984, σελ. 56-58
  9. Noble 1984, σελ. 71.

Πηγές Επεξεργασία

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία