Δουμπιά Χαλκιδικής

οικισμός της Ελλάδας

Συντεταγμένες: 40°30′46″N 23°21′03″E / 40.51278°N 23.35083°E / 40.51278; 23.35083

Το χωριό Δουμπιά βρίσκεται 25 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Πολύγυρου, είναι χτισμένο στους πρόποδες του υψώματος Κουρτίνα και ανήκει γεωγραφικά στην Κεντρική Μακεδονία. Έχει εγγεγραμμένους συνολικά 450 κατοίκους, κατά την απογραφή του 2011, αλλά ο μόνιμος πληθυσμός του ανέρχεται στα 500 περίπου άτομα. Με τις νέες ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών ανήκει στον Καλλικαρατικό Δήμο Πολυγύρου Χαλκιδικής με πληθυσμό 22.048 κατοίκους. Ανήκει στην περιοχή των Ζερβοχωρίων Χαλκιδικής, οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ μία μερίδα αυτών εργάζεται στα μεταλλεία Γερακινής. Στο χωριό υπάρχουν νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο, τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία αγωνίζεται στο βόρειο όμιλο στη Β΄ κατηγορία, και πολιτιστικός σύλλογος, με το όνομα "Ζωοδόχος Πηγή". Ο κεντρικός ναός είναι αυτός της Αγίας Παρασκευής. Η αξιοποίηση των ονομαστών πηγών με το ομώνυμο μεταλλικό νερό, συνέβαλε αποφασιστικά στην αναζωογόνηση του τόπου.[1]

Δουμπιά
Δουμπιά is located in Greece
Δουμπιά
Δουμπιά
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΠεριφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας
ΔήμοςΠολύγυρος
Γεωγραφία και Στατιστική
ΝομόςΧαλκιδικής
Υψόμετρο330
Πληθυσμός587 (2001)

Η ιστορία του χωριού Επεξεργασία

Η κατοίκηση στα Δουμπιά ξεκίνησε την προϊστορική εποχή, καθώς γύρω από τον οικισμό βρέθηκαν: μια θέση της μέσης παλαιολιθικής, τρεις νεολιθικοί οικισμοί και δύο θέσεις της ύστερης εποχής του χαλκού. Στα ιστορικά χρόνια, στα βόρεια του χωριού αναπτύχθηκε η πόλη των αρχαίων Καλινδοίων όπου σήμερα διεξάγονται ανασκαφές. Η πόλη αυτή άκμασε κατά την κλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Λείψανα κατοίκησης των ιστορικών χρόνων εντοπίστηκαν σε επτά περιοχές, πρόκειται κυρίως για αγροικίες της ρωμαϊκής εποχής. Στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων, τον 1ο αιώνα μ.Χ υπήρχε ιερό των Νυμφών και του Διονύσου. Κατοίκηση υπήρχε και στα βυζαντινά χρόνια καθώς μέσα στο χωριό βρέθηκαν νομίσματα του 11ου και του 13ου αιώνα.

Τα Δουμπιά αναφέρονται στις πηγές από το έτος 1445, ως τιμάριο κάποιου Οθωμανού, τη χρονιά εκείνη είχε 16 νοικοκυριά. Το 1519 έχει 90 νοικοκυριά, το 1527, 133 και το 1568, 88 νοικοκυριά. Το 1771 καταβάλλει 3100 χιλιάδες γρόσια φόρο για τα κάρβουνα που παράγει και τα οποία χρησιμοποιούνται στα μεταλλεία των Σιδηροκαυσίων. Το χωριό καταστράφηκε το 1821 κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής, λόγω και της συμμετοχής σε αυτή της γνωστής οικογένειας Δουμπιώτη. Οι περισσότεροι κάτοικοι του σκοτώθηκαν, άλλοι διασκορπίστηκαν και όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στη Σκόπελο. Στη νότιο Ελλάδα συνέχισαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Ιδιαίτερα διακρίθηκαν τα αδέλφια Κωνσταντίνος (1793-1848), Βασιλικός (1794-1853 ), Νικόλαος(1796-1851) και Πολυχρόνης Θεοφίλου Δουμπιώτης (1806-1832) το 1821, επίσης ο Εμμανουήλ Δουμπιώτης (1800-1870), ο Στέριος βασιλείου, ο Δημητράκης Ανδρέα, ο Νικόλαος Γεωργίου και ο Αθανάσιος Τζάκας (1799-1870), ο Ευθύμιος Αθανασίου, οι αδελφοί Καραπατάκη[2], ο Ιωάννης Δουμπιώτης το 1854, ο Κοσμάς Δουμπιώτης (1826-1922) το 1878, ο Νικόλαος (1866-1951) και ο Δημήτριος Δουμπιώτης (1874-1917) κατά τον Μακεδονικό αγώνα το 1907. Τελευταίος στη μακρά λίστα της οικογένειας ήταν ο Ιωάννης Δουμπιώτης (1916-1940) γιος του Νικολάου, ο οποίος σκοτώθηκε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.

Στις αρχές του 1800 ένας Τούρκος μπέης, ο Μουσά Κιαζήμ, αρχιθυρωρός του Σουλτάνου, πήρε το χωριό υπό την κατοχή του και το έκανε τσιφλίκι. Οι κάτοικοι του χωριού εργάζονταν στον Μπέη ως υποτακτικοί στα χωράφια του. Κατά το Μωαμεθανικό έτος 1269 (1852), τριάντα τρεις ντόπιοι γέροντες αγόρασαν το χωριό και τα κτήματα από τον Μπέη και υπόγραψαν ταπί (συμβόλαιο) μαζί του για την αγοραπωλησία. Το ταπί της αγοραπωλησίας υπάρχει σήμερα στο Κοινοτικό Γραφείο. Οι τριάντα τρεις αυτοί γέροι κατά την παράδοση, τιμής ένεκεν, πήραν "μεράδι" (κλήρο) -για το ιστορικό αυτό γεγονός- από μια λωρίδα χωράφι επί πλέον από τους υπολοίπους κατοίκους, στην τοποθεσία του χωριού που σήμερα ονομάζεται «λωρίδια». Τα άλλα αγροκτήματα μοιράστηκαν όλα μαζί στους κατοίκους. Έκτοτε άρχισε σιγά σιγά να μεγαλώνει το χωριό. Αρχηγός του χωριού ήταν μια χανούμισσα από το «Γκιουρέν», η οποία ονειρεύτηκε ότι υπήρχε νερό εντός του χωριού, ενώ το χωριό στερούνταν πηγής ποσίμου νερού. Πράγματι την άλλη ημέρα λέγοντάς το στους κατοίκους και υποδεικνύοντας τους το μέρος, πήγαν να σκάψουν και όντως βρέθηκε νερό. Η περιοχή αυτή έως και σήμερα ονομάζεται "Νερομάνα". Από εκεί με πλακόστρωτα αυλάκια -αυτοσχέδιο δίκτυο ύδρευσης- οδήγησαν το νερό στην πλατεία του χωριού, για να είναι πιο εύκολη η πρόσβαση των κατοίκων, και έχτισαν βρύση, η οποία υπάρχει έως σήμερα.

Το χωριό πήρε την ονομασία του από τους δύο τύμβους -τάφους- που υπήρχαν στον κάμπο, βόρεια του χωριού. Η λέξη τύμβος, στην τοπική διάλεκτο έγινε τούμπα - "τουμπιά" με αποτέλεσμα να καθιερωθεί και να ονομαστεί το χωριό με το όνομα Δουμπιά έως και σήμερα. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η λέξη Δουμπιά στα σλαβικά σημαίνει βελανιδιά. Ίσως λοιπόν ονομάστηκε έτσι από το δάσος βελανιδιών που υπήρχε στο χώρο.

Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής ανακαινίστηκε εκ βάθρων το 1852, με άδεια που παραχώρησε με φιρμάνι του σουλτάνου. Το σημαντικότερο κειμήλιο που σώζεται στην εκκλησία είναι ένα ρωσικό αντιμήνσιο του 1707. Επίσης στην κοινότητα φυλάσσεται το Οθωμανικό αρχείο Δουμπιών, το οποίο περιλαμβάνει 1300 περίπου έγγραφα της Τουρκοκρατίας που χρονολογούνται από το 1850 έως το 1912. Πρόκειται κυρίως για ταπιά, χοτζέτια, νοφούζια, αποδείξεις φόρων και άλλα έγγραφα των κατοίκων των Δουμπιών. Ανάμεσα σε αυτά είναι και το πωλητήριο του 1852 με το οποίο οι κάτοικοι αγόρασαν το χωριό το οποίο μέχρι τότε ανήκε ως τσιφλίκι στον Μουσά Κιαζήμ μπέη. Επίσης υπάρχει αντίγραφο φιρμανιού με το οποίο παραχωρείται άδεια για την επισκευή της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής το 1851.
Αξιοθέατα του χωριού είναι οι οκτώ νερόμυλοι, με σημαντικότερους και πιο καλά διατηρημένους, το νερόμυλο του Πιπερά (1890), του Κουτσού (1865) και του Τσουρέλα (1888).

Οι ντόπιοι πίστευαν ότι από αρχαιοτάτων χρόνων το χωριό βρισκόταν στην τοποθεσία «Βασμούρα» όπου βρέθηκαν και αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα.

Τοπικές Ενδυμασίες Επεξεργασία

Γυναίκες Επεξεργασία

Οι γυναίκες φορούσαν μακριά φορέματα υφαντά στον αργαλειό, μάλλινα για τον χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι και μεταξωτά για επίσημες εκδηλώσεις. Το μετάξι ήταν παραγωγή δική τους γιατί καλλιεργούσαν μεταξοσκώληκες (κουκούλια).

Η γυναικεία ενδυμασία αποτελείτο από μακριά φούστα κάτω, επάνω φορούσαν άσπρο πουκάμισο με φαρδιά μανίκια, έπειτα ένα είδος γιλέκου από τσόχα που το λέγανε "λιμπαντέ" και τέλος για πανωφόρι ένα πιο μακρύ από το γιλέκο, ένα είδος παλτού που το ονομάζανε "τσιμπέ". Το τσιμπέ είχε πολλά σιρίτια και κεντίδια και οι εύπορες το στόλιζαν με γουνάκι ολόγυρα.

Στο κεφάλι οι μεγάλες φορούσαν χρωματιστά μαντήλια και οι νεότερες έδεναν φιόγκους στις κοτσίδες τους και μια κορδέλα ολόγυρα στο κεφάλι συνήθως από βελούδο που το έλεγαν "κατιφέ".

Άνδρες Επεξεργασία

Οι άνδρες φορούσαν από κάτω μακριά βράκα υφαντή που τη λέγανε «μπινιβρέκι». Επάνω ένα ριγωτό πουκάμισο υφαντό με κούμπωμα στο πλάι το οποίο το λέγανε «αλατζιά» και πάνω από αυτά ένα είδος σακακιού το «κοντό». Στη μέση φορούσαν ζωνάρι.

Οικοδομήματα Επεξεργασία

Τα σπίτια ήταν χτισμένα με πλιθιά και πέτρες. Ήταν διώροφα συνήθως και στο ισόγειο υπήρχαν οι στάβλοι για τα ζώα (πράματα) και οι αποθήκες όπου φυλούσαν τη σοδειά του έτους.

Στον πάνω όροφο βρισκόταν τα υπνοδωμάτια. Υπήρχε τζάκι και η διακόσμηση του σπιτιού ήταν λιτή. Στο τζάκι δίπλα συνηθιζόταν να στρώνονται τα παπλώματα για το βραδινό ύπνο. Υπήρχαν γκαζόλαμπες στους τοίχους για το φωτισμό. Οι οροφές, όπως και τα πατώματα, ήταν ξύλινα.

Σε πολλά σπίτια υπήρχαν καταπακτές (γκλαβανή) για να κρύβουν τους αντάρτες ή να κατεβαίνουν απευθείας στο ισόγειο για να φροντίσουν τα ζώα, όταν ήταν κακός ο καιρός. Στις αυλές των σπιτιών υπήρχαν φούρνοι για να ψήνουν ψωμί καθώς και πηγάδια με πόσιμο νερό.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Τ.Ε.Δ.Κ. Χαλικιδικής - Δήμος Ανθεμούντα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2009. 
  2. Νίκος Εμμ. Παπαοικονόμου, "Προσωπογραφία Αγωνιστών του 1821 από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη", έκδοση Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 171-188, ISBN 978-960-9458-12-2

Σημειώσεις Επεξεργασία