Κτιστό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Θεοδωρος (συζήτηση | συνεισφορές)
Θεοδωρος (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
Η λέξη "κτιστό" παράγεται από το ρήμα "κτίζω". Πρόκειται για ρήμα που εμφανίζεται καθ' όλη την περίοδο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κυρίως με τη σημασία του "ιδρύω (πόλη), αποικίζω", επίσης μερικές φορές "χτίζω, οικοδομώ, στήνω" και σπανιότερα "επινοώ, εφευρίσκω, φέρνω σε ύπαρξη, καθιστώ"<ref>[http://perseus.mpiwg-berlin.mpg.de/cgi-bin/resolveform?lang=greek&type=begin&formentry=1&doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057&layout=refembed%3D2%3Brefdoc%3DPerseus%3Atext%3A1999.01.0233%3Brefcit%3Dbook%3D4%3Achapter%3D1%3Asection%3D5%3Breflookup%3Dkalli%2Fsth%7C%3Breflang%3Dgreek%3Brefwordcount%3D1%3Brefabo%3DPerseus%3Aabo%3Atlg%2C0543%2C001&lookup=ktizw A Greek-English Lexicon, Liddell & Scott]. Ενημερώθηκε στις 14 Μαιου 2008.</ref>. Η λέξη πήρε νέα σημασιολογική διάσταση όταν χρησιμοποιήθηκε από τους [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα|Εβδομήκοντα]], και γενικότερα από τους ελληνόφωνους [[Ισραήλ|Ιουδαίους]], για να δηλώσει ειδικά τις δημιουργικές πράξεις του [[Θεός|Θεού]]. Αυτή η χρήση καθιερώθηκε στην [[Καινή Διαθήκη]], καθώς και στα [[Πατρολογία|μεταποστολικά συγγράμματα]]. Συνεπώς, στη [[Βίβλος|βιβλική]] και [[Χριστιανισμός|χριστιανική]] ορολογία η "κτίση" περιλαμβάνει όλα όσα έφερε ο [[Θεός]] σε ύπαρξη. Η λέξη "κτιστό" δηλώνει αυτό που έχει κτιστεί, ενώ εμμέσως δηλώνει επίσης τις ιδιότητες της κτίσης όπως αυτές ορίστηκαν από τους χριστιανούς ερμηνευτές ανά τους αιώνες, ιδίως στο λεκτικό ζευγάρι "κτιστό-άκτιστο".
 
Η αναλυτική προσέγγιση περί του κτιστού έγινε από τον [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Αθανάσιο Αλεξανδρείας]] με αφορμή την [[Άρειος|αρειανική]] διαμάχη, καθότι στάθηκε απαραίτητο στην επιχειρηματολογία του να ξεχωρίσει τη γέννηση του Λόγου, η οποία κατά την [[Ορθοδοξία|Ορθόδοξη]] [[Δογματική|δογματική]] γίνεται αχρόνως και αϊδίως δηλ. χωρίς χρονικό σημείο αναφοράς, και δεν αποτελεί πράξη κτίσεως, από την κτίση του [[Κόσμος|κόσμου]], η οποία γίνεται εν [[Χρόνος|χρόνω]]<ref>Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η ''χρονική'' χρήση της διαφοράςδιαφοροποίηση μεταξύ κτιστού και ακτίστου στην Ορθόδοξη θεολογία, μόνο συγκαταβατικώς και απολογητικώς νοείται. Η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου, επισημαίνεται ορθώς μόνο με την διαφορά κατά τη φύση (Ν. Ματσούκα, «''Επιστήμη, Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου''», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σελίς 185)</ref>. Με αυτόν τον τρόπο ο Αθανάσιος αποστασιοποιήθηκε από τον [[Ωριγένης|Ωριγένη]], ο οποίος θεωρούσε την κτίση του κόσμου επίσης ως ένα γεγονός εκτός χρόνου με το επιχείρημα ότι οι αναλλοίωτες ιδιότητες του Θεού απαιτούν να είναι ανέκαθεν κτίστης του κόσμου, οπότε και ο κτιστός κόσμος να υπάρχει ανέκαθεν. Ο Αθανάσιος ήταν αυτός επίσης που καθιέρωσε την έννοια περί κτίσεως ''εκ του μη όντος'' (''ex nihilo''), δήλωση που σημαίνει ότι η κτίση, εκτός από έχουσα συγκεκριμένη αρχή ύπαρξης στον [[Χρόνος|χρόνο]], δεν προέρχεται οντολογικώς από την ουσία/φύση του Θεού, σε αντίθεση με τον αχρόνως γεννηθέντα Λόγο, που προέρχεται από την ουσία του Θεού.<ref>Γεώργιος Φλωρόφσκυ, "Η έννοια της δημιουργίας στον Άγιο Αθανάσιο", ''Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας,'' Άρτος Ζωής, 1973, σελ. 9-32</ref><ref>Στον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνα, τα αρχέτυπα, ως οι ύψιστες αλήθειες, είναι αμετάβλητα και αναλλοίωτα, το ''είναι,'' οπότε δεν υπάρχει σε αυτά διαδοχή γεγονότων και επομένως ούτε χρόνος, αλλά η «αιωνιότητα». Ο χρόνος για τον Πλάτωνα, όπως φαίνεται στον Τίμαιο, είναι η κινούμενη εικόνα της «αιωνιότητας», είναι μέρος της δημιουργίας, μέρος του μεταβλητού, μέρος του κόσμου του ''γίγνεσθαι'' (Thorleif Boman, ''Hebrew Thought Compared with Greek,'' W.W. Norton & Company, 1960, σελ. 53, 54, 127, 128). Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς εφάρμοσε αυτό το σύστημα στον Θεό της Βίβλου, και έτσι ο βιβλικός Θεός θεωρήθηκε αμετάβλητος, αναλλοίωτος, δηλαδή άτρεπτος, και άχρονος, ένα στατικό ''είναι,'' ή αλλιώς «ο Ων», ο Οποίος μέσω του συμπαντικού Λόγου δημιουργεί τον ''μεταβλητό'' κόσμο (Joshua Goodman, “God,” ''Encyclopaedia Judaica'' [2 έκδ.], Thompson Gale, 2007, τόμ. 7, σελ. 659, 666• Gerhard Delling, «Χρόνος», ''Theological Dictionary of the New Testament,'' Eerdmans, 1974, τόμ. 9, σελ. 582, 583.). Τη φιλοσοφική θεολογία και κοσμολογία του Φίλωνος μιμήθηκαν οι χριστιανοί φιλόσοφοι του 2ου αιώνα (John Peter Kenney, “Patristic Philosophy,” ''The Rutledge Encyclopedia of Philosophy,'' London and New York 1998. Ηλεκτρονική έκδοση), απόψεις που η Εκκλησία καταδίκασε με τον πιο επίσημο τρόπο στο συνοδικό της (Τοις τα Ελληνικά δεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι...'''και τας Πλατωνικάς ιδέας, ως αληθείς δεχομένοις'''...Τοις δεχομένοις και παραδιδούσι τα μάταια και Ελληνικά ρήματα, ότι τε προυπαρξίς έστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο...'''ΑΝΑΘΕΜΑ'''). Τον 3ο αιώνα ο Ωριγένης θεώρησε ότι, εφόσον ο Θεός είναι άτρεπτος, δηλ. έχει σταθερές ιδιότητες, ήταν ανέκαθεν και Πατέρας και Κτίστης, και για να ισχύει αυτό, έπρεπε υποχρεωτικά να υπάρχει ανέκαθεν και ο Υιός και η Κτίση (Φλωρόφσκυ, «Η έννοια της δημιουργίας στον Άγιο Αθανάσιο», ''Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας,'' Άρτος Ζωής, 1973, σελ. 12-15• Β.Κ. Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική ιστορία,'' Εκδόσεις Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959, σελ. 126, 127). Πώς όμως είναι δυνατόν ο Υιός να έχει γεννηθεί και η Κτίστη να έχει κτισθεί και παράλληλα να υπάρχουν ανέκαθεν; Τη «λύση» έδωσε ο Νεοπλατωνισμός με το δόγμα της «απορροής», μιας διαδικασίας παραγωγής η οποία θεωρητικά είναι εκτός χρόνου, δεν έχει η ίδια αρχή ύπαρξης, και μοιάζει με το φως το ήλιου, το οποίο, κατά την άποψή τους, ενώ εκπέμπεται από τoν ήλιο, δεν έπεται χρονικά του ήλιου (John Laird, ''Cosmology and Theism,'' Ayer Publishing, 1940, 1969, σελ. 119• Deepa Majumdar, ''Plotinus on the Appearance of Time and the World of Sense: A Pantomime,'' Ashgate Publising, 2007, σελ. 77, 78• Ν. Λούβαρις, ''Ιστορία της φιλοσοφίας,'' Ελευθερουδάκης, τόμ. 1, σελ. 156). Έτσι, ο Ωριγένης υποστήριξε ότι (1) ο Υιός γεννάται αχρόνως και (2) η Κτίση κτίζεται αχρόνως (3) από τον υπέρτατο Θεό, που είναι ο Πατέρας (Paul M. Blowers, “Creation,” ''Encyclopedia of Early Christianity,'' Taylor and Francis, 1999, σελ. 299). Από αυτά ο Αθανάσιος κράτησε το 1 και απέρριψε το 2 και το 3. Ο Άρειος απέρριψε το 1 και το 2 και κράτησε το 3.—James Orr, ''The Progress of Dogma,'' James Clark and Co., 1901, 2002, σελ. 86.</ref>. Γι'αυτό και η κτίση κατά τον Κύριλλο Αλεξανδρείας είναι ετερούσια του Τριαδικού Θεού, έχει όρια και περιορισμό, ανάγκη από εξάρτηση, προορισμό ανάπτυξης και τελείωσης<ref>Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 1, PG 73, 88 B</ref>.
 
==Υποσημειώσεις==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Κτιστό"