Κτιστό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Papyrus (συζήτηση | συνεισφορές)
επεξ
Papyrus (συζήτηση | συνεισφορές)
επεξ + προσθ.
Γραμμή 17:
Η λέξη "κτιστό" παράγεται από το ρήμα "κτίζω". Πρόκειται για ρήμα που εμφανίζεται καθ' όλη την περίοδο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κυρίως με τη σημασία του "ιδρύω (πόλη), αποικίζω", επίσης μερικές φορές "χτίζω, οικοδομώ, στήνω" και σπανιότερα "επινοώ, εφευρίσκω, φέρνω σε ύπαρξη, καθιστώ"<ref>[http://perseus.mpiwg-berlin.mpg.de/cgi-bin/resolveform?lang=greek&type=begin&formentry=1&doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057&layout=refembed%3D2%3Brefdoc%3DPerseus%3Atext%3A1999.01.0233%3Brefcit%3Dbook%3D4%3Achapter%3D1%3Asection%3D5%3Breflookup%3Dkalli%2Fsth%7C%3Breflang%3Dgreek%3Brefwordcount%3D1%3Brefabo%3DPerseus%3Aabo%3Atlg%2C0543%2C001&lookup=ktizw A Greek-English Lexicon, Liddell & Scott]. Ενημερώθηκε στις 14 Μαιου 2008.</ref>. Η λέξη πήρε νέα σημασιολογική διάσταση όταν χρησιμοποιήθηκε από τους [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα|Εβδομήκοντα]], και γενικότερα από τους ελληνόφωνους [[Ισραήλ|Ιουδαίους]], για να δηλώσει ειδικά τις δημιουργικές πράξεις του [[Θεός|Θεού]]. Αυτή η χρήση καθιερώθηκε στην [[Καινή Διαθήκη]], καθώς και στα [[Πατρολογία|μεταποστολικά συγγράμματα]]. Συνεπώς, στη [[Βίβλος|βιβλική]] και [[Χριστιανισμός|χριστιανική]] ορολογία η "κτίση" περιλαμβάνει όλα όσα έφερε ο [[Θεός]] σε ύπαρξη. Η λέξη "κτιστό" δηλώνει αυτό που έχει κτιστεί, ενώ εμμέσως δηλώνει επίσης τις ιδιότητες της κτίσης όπως αυτές ορίστηκαν από τους χριστιανούς ερμηνευτές ανά τους αιώνες, ιδίως στο λεκτικό ζευγάρι "κτιστό-άκτιστο".
 
Η αναλυτική προσέγγιση περί του κτιστού έγινε από τον [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Αθανάσιο Αλεξανδρείας]] με αφορμή την [[Άρειος|αρειανική]] διαμάχη, καθότι στάθηκε απαραίτητο στην επιχειρηματολογία του να ξεχωρίσει τη γέννηση του Λόγου, η οποία κατά την [[Ορθοδοξία|Ορθόδοξη]] [[Δογματική|δογματική]] γίνεται αχρόνως και αϊδίως δηλ. χωρίς χρονικό σημείο αναφοράς, και δεν αποτελεί πράξη κτίσεως, από την κτίση του [[Κόσμος|κόσμου]], η οποία γίνεται εν [[Χρόνος|χρόνω]]<ref>Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η χρονική διαφοροποίηση μεταξύ κτιστού και ακτίστου στην Ορθόδοξη θεολογία, μόνο συγκαταβατικώς και απολογητικώς νοείται. Η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου, επισημαίνεται ορθώς μόνο με την διαφορά κατά τη φύση (Ν. Ματσούκα, «''Επιστήμη, Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου''», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σελίς 185)</ref>. Με αυτόν τον τρόπο ο Αθανάσιος αποστασιοποιήθηκε από τον [[Ωριγένης|Ωριγένη]], ο οποίος θεωρούσε την κτίση του κόσμου επίσης ως ένα γεγονός εκτός χρόνου με το επιχείρημα ότι οι αναλλοίωτες ιδιότητες του Θεού απαιτούν να είναι ανέκαθεν κτίστης του κόσμου, οπότε και ο κτιστός κόσμος να υπάρχει ανέκαθεν. Ο Αθανάσιος ήταν αυτός επίσης που καθιέρωσε την έννοια περί κτίσεως ''εκ του μη όντος'', ή αλλιώς ''εκ του μηδενός'' (''ex nihilo''), δήλωση που σημαίνει ότι η κτίση, εκτός από έχουσα συγκεκριμένη αρχή ύπαρξης στον [[Χρόνος|χρόνο]], δεν προέρχεται οντολογικώς από την ουσία/φύση του Θεού, σε αντίθεση με τον αχρόνως γεννηθέντα Λόγο, που προέρχεται από την ουσία του Θεού.<ref>Γεώργιος Φλωρόφσκυ, "Η έννοια της δημιουργίας στον Άγιο Αθανάσιο", ''Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας,'' Άρτος Ζωής, 1973, σελ. 9-32</ref><ref>Στον [[Κόσμος των Ιδεών|κόσμο των ιδεών]] του [[Πλάτων|Πλάτωνα]], τα αρχέτυπα, ως οι ύψιστες αλήθειες, είναι αμετάβλητα και αναλλοίωτα, το ''είναι,'' οπότε δεν υπάρχει σε αυτά διαδοχή γεγονότων και επομένως ούτε [[χρόνος]], αλλά η «αιωνιότητα». Ο χρόνος για τον Πλάτωνα, όπως φαίνεται στον ''Τίμαιο,'' είναι η κινούμενη εικόνα της «αιωνιότητας», είναι μέρος της δημιουργίας, μέρος του μεταβλητού, μέρος του κόσμου του ''γίγνεσθαι'' (Thorleif Boman, ''Hebrew Thought Compared with Greek,'' W.W. Norton & Company, 1960, σελ. 53, 54, 127, 128). Ο [[Φίλων ο Αλεξανδρεύς]] εφάρμοσε αυτό το σύστημα στον [[Θεός|Θεό]] της [[Βίβλος|Βίβλου]], και έτσι ο βιβλικός Θεός θεωρήθηκε αμετάβλητος, αναλλοίωτος, δηλαδή άτρεπτος, και άχρονος, ένα στατικό ''είναι,'' ή αλλιώς «[[Τετραγράμματο#Ετυμολογία και προφορά|ο Ων]]», ο Οποίος μέσω του συμπαντικού [[Λόγος|Λόγου]] δημιουργεί τον ''μεταβλητό'' κόσμο (Joshua Goodman, “God,” ''Encyclopaedia Judaica'' [2 έκδ.], Thompson Gale, 2007, τόμ. 7, σελ. 659, 666• Gerhard Delling, «Χρόνος», ''Theological Dictionary of the New Testament,'' Eerdmans, 1974, τόμ. 9, σελ. 582, 583.). Τη [[Φιλοσοφία|φιλοσοφική]] [[θεολογία]] και [[κοσμολογία]] του Φίλωνος μιμήθηκαν οι χριστιανοί φιλόσοφοι του 2ου αιώνα (John Peter Kenney, “Patristic Philosophy,” ''The Rutledge Encyclopedia of Philosophy,'' London and New York 1998. Ηλεκτρονική έκδοση). Τον 3ο αιώνα ο [[Ωριγένης]] θεώρησε ότι, εφόσον ο [[Θεός]] είναι άτρεπτος, δηλ. έχει σταθερές ιδιότητες, ήταν ανέκαθεν και Πατέρας και Κτίστης, και για να ισχύει αυτό, έπρεπε υποχρεωτικά να υπάρχει ανέκαθεν και ο Υιός και η Κτίση (Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Η έννοια της δημιουργίας στον Άγιο Αθανάσιο», ''Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας,'' Άρτος Ζωής, 1973, σελ. 12-15• Β.Κ. Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική ιστορία,'' Εκδόσεις Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959, σελ. 126, 127). Πώς όμως είναι δυνατόν ο Υιός να έχει γεννηθεί και η Κτίστη να έχει κτισθεί και παράλληλα να υπάρχουν ανέκαθεν; Τη «λύση» έδωσε ο [[Νεοπλατωνισμός]] με το δόγμα της «απορροής», μιας διαδικασίας παραγωγής η οποία θεωρητικά είναι εκτός χρόνου, δεν έχει η ίδια αρχή ύπαρξης, και μοιάζει με το φως το ήλιου, το οποίο, κατά την άποψή τους, ενώ εκπέμπεται από τoν ήλιο, δεν έπεται χρονικά του ήλιου (John Laird, ''Cosmology and Theism,'' Ayer Publishing, 1940, 1969, σελ. 119• Deepa Majumdar, ''Plotinus on the Appearance of Time and the World of Sense: A Pantomime,'' Ashgate Publising, 2007, σελ. 77, 78• Ν. Λούβαρις, ''Ιστορία της φιλοσοφίας,'' Ελευθερουδάκης, τόμ. 1, σελ. 156). Έτσι, ο [[Ωριγένης]] υποστήριξε ότι (1) ο Υιός γεννάται αχρόνως και (2) η Κτίση κτίζεται αχρόνως (3) από τον υπέρτατο Θεό, που είναι ο Πατέρας (Paul M. Blowers, “Creation,” ''Encyclopedia of Early Christianity,'' Taylor and Francis, 1999, σελ. 299). Από αυτά ο [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Αθανάσιος]] κράτησε το 1 και απέρριψε το 2 και το 3. Ο [[Άρειος]] απέρριψε το 1 και το 2 και κράτησε το 3.—James Orr, ''The Progress of Dogma,'' James Clark and Co., 1901, 2002, σελ. 86.</ref>. Γι'αυτό και η κτίση κατά τον [[Κύριλλος Αλεξανδρείας|Κύριλλο Αλεξανδρείας]] είναι ετερούσια του [[Αγία Τριάδα|Τριαδικού Θεού]], έχει όρια και περιορισμό, ανάγκη από εξάρτηση, προορισμό ανάπτυξης και τελείωσης<ref>Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 1, PG 73, 88 B</ref>.
 
Σε αναζήτηση των διαφορών ανάμεσα στην Ορθόδοξη Θεολογία και την Ελληνική Φιλοσοφία, θα λέγαμε ότι στον [[Κόσμος των Ιδεών|κόσμο των ιδεών]] του [[Πλάτων|Πλάτωνα]], τα αρχέτυπα, ως οι ύψιστες αλήθειες, είναι αμετάβλητα και αναλλοίωτα, το ''είναι,'' οπότε δεν υπάρχει σε αυτά διαδοχή γεγονότων και επομένως ούτε [[χρόνος]], αλλά η «αιωνιότητα». Ο χρόνος για τον Πλάτωνα, όπως φαίνεται στον ''Τίμαιο,'' είναι η κινούμενη εικόνα της «αιωνιότητας», είναι μέρος της δημιουργίας, μέρος του μεταβλητού, μέρος του κόσμου του ''γίγνεσθαι''<ref>Thorleif Boman, ''Hebrew Thought Compared with Greek,'' W.W. Norton & Company, 1960, σελ. 53, 54, 127, 128.</ref>. Οι έννοιες αυτές δεν υπάρχουν στην Ορθόδοξη Θεολογία, ''"δεν υπάρχουν αρχέτυπα, ως αγένητες ιδέες, αλλά μόνο...θελήματα στη θεία βούληση"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Ιστορία της Φιλοσοφίας'', 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 277.</ref> ενώ ''"το "Συνοδικόν της Ορθοδοξίας", σπουδαιότατο δογματικό κείμενο της Ορθοδόξου Εκκλησίας"''<ref>Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, ''Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας'', Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 122.</ref> αναθεματίζει τους ''"τας Πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις"''<ref>''Τριώδιον'', σελ. 160Α, βλ. και Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, ''Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;'', 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ. 116.</ref>.
 
Ο [[Φίλων ο Αλεξανδρεύς]] εφάρμοσε αυτό το πλατωνικό σύστημα στον [[Θεός|Θεό]] της [[Βίβλος|Βίβλου]], και έτσι ο βιβλικός Θεός θεωρήθηκε αμετάβλητος, αναλλοίωτος, δηλαδή άτρεπτος, και άχρονος, ένα στατικό ''είναι,'' ή αλλιώς «[[Τετραγράμματο#Ετυμολογία και προφορά|ο Ων]]», ο Οποίος μέσω του συμπαντικού [[Λόγος|Λόγου]] δημιουργεί τον ''μεταβλητό'' κόσμο (Joshua Goodman, “God,” ''Encyclopaedia Judaica'' [2 έκδ.], Thompson Gale, 2007, τόμ. 7, σελ. 659, 666• Gerhard Delling, «Χρόνος», ''Theological Dictionary of the New Testament,'' Eerdmans, 1974, τόμ. 9, σελ. 582, 583.). Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τη [[Φιλοσοφία|φιλοσοφική]] [[θεολογία]] και [[κοσμολογία]] του Φίλωνος μιμήθηκαν οι χριστιανοί φιλόσοφοι του 2ου αιώνα (John Peter Kenney, “Patristic Philosophy,” ''The Rutledge Encyclopedia of Philosophy,'' London and New York 1998. Ηλεκτρονική έκδοση).
 
Βεβαίως ''"Η επίδραση του Φίλωνος πάνω στους Απολογητές δεν πρέπει ούτε να υπερτιμάται ούτε να υποτιμάται"''<ref>Φλορόφσκυ Γεώργιος, ''Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα'' (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 157.</ref>. Και επειδή αποτελεί ''"άλλο θέμα η γνώση της φιλοσοφίας και των όρων...στο τότε πολιτιστικό κλίμα"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία'', τόμ. Γ', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 144.</ref>, θα πρέπει να διευκρινιστεί η σημαντική διαφορά του Ορθοδόξου αποφατισμού με τον Φιλοσοφικό, του Φίλωνα: ''"ο φιλοσοφικός αποφατισμός, του πλατωνισμού και του νεοπλατωνισμού...μολονότι δείχνει να μοιάζει με το θεολογικό των πατέρων, είναι ριζικά διαφορετικός"''<ref>Ό.π..</ref>. Ενώ ''"κατά το φιλοσοφικό αποφατισμό, δεν είναι δυνατή η προσπέλαση του θείου...[και] ως εδώ τα πράγματα μοιάζουν με το θεολογικό αποφατισμό...όμως η διαρχική αυτή φιλοσοφία...ως πρωτεύουσα διάκριση δεν έχει, φυσικά, το κτιστό-άκτιστο, αλλά το αισθητό-νοητό. Η ψυχή ή ο νους του ανθρώπου έχει φυσική συγγένεια με το νοητό κόσμο. Επομένως ο αποφατισμός της φιλοσοφίας προτρέπει τον άνθρωπο ν' αφήσει τα αισθητά περιγράμματα και με τη νοούσα ψυχή ν' αναχθεί στο Αγαθό ή στο Εν...να επιστρέψει εκεί '''οπότε μπορεί να γνωρίσει την ουσία του, επειδή είναι συγγενής με αυτά'''"''<ref>Ματσούκας, στο ίδιο, σελ. 144-145.</ref>.
 
Αντίθετα, στην εκκλησιαστική παράδοση ''"ο κτιστός και πεπερασμένος νους δεν δύναται να διαπεράσει τα όρια του κτιστού και να διεισδύσει στα βάθη της άκτιστης θείας πραγματικότητας...ο άνθρωπος δύναται να γνωρίσει και να βιώσει διά της πίστεως το περιεχόμενο της εν Χριστώ αποκαλύψεως και να αναχθεί δια της συνεχούς προσευχής και της μυστηριακής εμπειρίας...στην κοινωνία με τον Θεό"''<ref>"Χριστιανισμός" > "Ορθόδοξη Εκκλησία" > "Ησυχαστικές έριδες", εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα'', τόμ. 61, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.</ref>, μέσα από την Ορθόδοξη λατρευτική ζωή που αποτελεί το ενεργό και δυναμικό εκείνο βίωμα που ξεκινάει από τη θεία Λειτουργία και έρχεται να πλαισιώσει ολόκληρη τη ζωή και να εκφρασθεί σε καθημερινή πράξη<ref>Πατρώνος Π. Γεώργιος, ''Θεολογία και Ορθόδοξο βίωμα'', Δόμος, Αθήνα 1994, σελ. 271.</ref>, έξω από ''"κάποια θεωρητική...θρησκευτική ενασχόληση"''<ref>Ό.π..</ref>. Αυτό αποτελεί μια ''"άκρως βασική και ουσιαστική διαφορά"''<ref>Ματσούκας, ό.π., σελ. 145.</ref> ανάμεσα στη φιλοσοφία του Φίλωνα και την κτισιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και τελικά η κτίση είναι ετερούσια του [[Αγία Τριάδα|Τριαδικού Θεού]], έχει όρια και περιορισμό, ανάγκη από εξάρτηση, προορισμό ανάπτυξης και τελείωσης<ref>Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 1, PG 73, 88 B</ref>.
 
Στη συνέχεια, τον 3ο αιώνα ο [[Ωριγένης]] θεώρησε ότι, εφόσον ο [[Θεός]] είναι άτρεπτος, δηλ. έχει σταθερές ιδιότητες, ήταν ανέκαθεν και Πατέρας και Κτίστης, και για να ισχύει αυτό, έπρεπε υποχρεωτικά να υπάρχει ανέκαθεν και ο Υιός και η Κτίση (Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Η έννοια της δημιουργίας στον Άγιο Αθανάσιο», ''Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας,'' Άρτος Ζωής, 1973, σελ. 12-15• Β.Κ. Στεφανίδης, ''Εκκλησιαστική ιστορία,'' Εκδόσεις Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959, σελ. 126, 127). Πώς όμως είναι δυνατόν ο Υιός να έχει γεννηθεί και η Κτίστη να έχει κτισθεί και παράλληλα να υπάρχουν ανέκαθεν;
 
Τη «λύση» έδωσε ο [[Νεοπλατωνισμός]] με το δόγμα της «απορροής», μιας διαδικασίας παραγωγής η οποία θεωρητικά είναι εκτός χρόνου, δεν έχει η ίδια αρχή ύπαρξης, και μοιάζει με το φως το ήλιου, το οποίο, κατά την άποψή τους, ενώ εκπέμπεται από τoν ήλιο, δεν έπεται χρονικά του ήλιου<ref>John Laird, ''Cosmology and Theism,'' Ayer Publishing, 1940, 1969, σελ. 119. Deepa Majumdar, ''Plotinus on the Appearance of Time and the World of Sense: A Pantomime,'' Ashgate Publising, 2007, σελ. 77, 78. Ν. Λούβαρις, ''Ιστορία της φιλοσοφίας,'' Ελευθερουδάκης, τόμ. 1, σελ. 156.</ref>. Έτσι, ο [[Ωριγένης]] υποστήριξε ότι (1) ο Υιός γεννάται αχρόνως και (2) η Κτίση κτίζεται αχρόνως (3) από τον υπέρτατο Θεό, που είναι ο Πατέρας (Paul M. Blowers, “Creation,” ''Encyclopedia of Early Christianity,'' Taylor and Francis, 1999, σελ. 299).
 
Είναι αλήθεια ότι σε πολλά σημεία, ''"ο Ωριγένης προσπαθεί με τη βοήθεια της φιλοσοφίας να ανταποκριθεί...και εδώ είναι που μπερδεύεται. Γιατί, ενώ είναι πιστό παιδί της Εκκλησίας και παντού προσπαθεί αυτή την πίστη του να εκφράσει, καταλήγει παντού, με την παρεμβολή της φιλοσοφίας, σε κάποιο βαθμό νοθείας της πίστεως...τα πράγματα ανακατεύονται και, παρ' όλη την καλή διάθεση και πρόθεση του Ωριγένη, μπερδεύονται έτσι που δεν μπορούσε να τα ξεδιαλύνει ούτε ο ίδιος"''<ref>Αγουρίδης Σάββας, ''Ερμηνευτική των Ιερών Κειμένων - Προβλήματα, Μέθοδοι Εργασίας στην Ερμηνεία τών Γραφών'', έκδ. 2η βελτιωμένη, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2000, σελ. 161.</ref>. Παρά τις προσπάθειες όμως αυτές, οι [[Πατρολογία|Πατέρες]] της Εκκλησίας είχαν την γνώση να χρησιμοποιούν μόνο τη γλώσσα και τα εκφραστικά μέσα της εποχής, χωρίς να υπάρξει όμως ''"ουσιαστική επίδραση του νεοπλατωνισμού στη θεολογία...ή μεταστοιχείωση — έστω και μερική— του χριστιανισμού σε φιλοσοφική σκέψη"''<ref>Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, ''Πατρολογία'', τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 156.</ref>.
 
Η καταδίκη, άλλωστε, από το "Συνοδικό της Ορθοδοξίας", ''"του φιλοσοφικού συστήματος του Ιωάννου Ιταλού"'', γράφει ο Π. Χρήστου, ''"απέβλεπεν εις το να κρημνίση πάσαν γέφυραν διευκολύνουσαν την εκ νέου προς τον πλατωνισμόν καταφυγήν, δια να ματαιωθή η επανάληψις του πειράματος του Ωριγένους. Βεβαίως αυτή η καταδίκη, παρ' όλον ότι απεσαφήνιζεν ότι δεν επεδίωκεν απαγόρευσιν της διδασκαλίας της φιλοσοφίας ως θύραθεν αντικειμένου, ετερμάτισε την προσπάθειαν ανανεώσεως της θεολογικής σκέψεως με την βοήθειαν της φιλοσοφίας"''<ref>Χρήστου Παναγιώτης, ''Ελληνική Πατρολογία'', τόμ. Α'-Εισαγωγή, 3η έκδ., Κυρομάνος, Αθήνα 1994, σελ. 230.</ref>. O Ιωάννης Ιταλός καταδικάστηκε επειδή ''"η φιλοσοφία δεν ήτο δι' αυτόν μόνον η μελέτη και διδασκαλία των συστημάτων του παρελθόντος ως ιστορικού θησαυρού, ούτε η χρησιμοποίησις της φιλοσοφικής μεθοδολογίας χάριν παιδεύσεως και ασκήσεως ως υπηρέτριας της θεολογίας, ήτο μία ζωντανή πραγματικότης την οποίαν εστήριζεν εις την δύναμιν του ανθρωπίνου λόγου. Εις το σύστημα του παρετηρείτο τοιαύτη ανάμιξις φιλοσοφίας και θεολογίας, ώστε ετρόμαξε τους εκκλησιαστικούς ήγέτας, οι οποίοι κατεδίκασαν τας γνώμας του, θέλοντες να κρημνίσουν πάσα γέφυραν διευκολύνουσαν και πάλιν την προς τον πλατωνισμόν καταφυγήν, όπως είχε συμβή με τον Ωριγένην"''<ref>Χρήστου Παναγιώτης, ''Ελληνική Πατρολογία'', τόμ. Α'-Εισαγωγή, 3η έκδ., Κυρομάνος, Αθήνα 1994, σελ. 107.</ref>.
 
Σε κάθε περίπτωση, οι μεταγενέστεροι Πατέρες είχαν πλήρη γνώση για όσα ''"ύποπτα"'' έγραψε ο σημαντικός αυτός θεολόγος και ο ίδιος ''"ο Αθανάσιος διαστέλλει την θετικήν του Ωριγένους διδασκαλίαν ως μάρτυρος της Παραδόσεως, εξ όσων ως ιδιώτης, ως ζητών και γυμνάζων απεφήνατο"''<ref>Ανδρούτσος Χρήστος, ''Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας'', Αστήρ, Αθήνα 1956 (c1907), σελ. 79.</ref>.
 
Σε κάθε περίπτωση, οι Πατέρες έφτασαν στην ''"εις την εν Χριστώ θεωρίαν της δόξης του Πατρός εν Αγίω Πνεύματι...δια του φωτισμού και της θεώσεως...δηλαδή εθεολόγησαν ως θεόπται, όχι ως στοχασταί"'' ('''Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, ''Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Α', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1973), σελ. 254)''' και σαφώς ''"έχουν απορρίψει την οντολογικήν / μεταφυσικήν / φιλοσοφικήν μέθοδον του θεολογείν"'' '''(Ό.π., σελ. 255, υποσημ. #3)'''. Έτσι, ο Μ. [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Αθανάσιος]] απέρριψε τις κακοδοξίες του Ωριγένη κάποιες από τις οποίες υιοθέτησε ο [[Άρειος]].
 
==Υποσημειώσεις==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Κτιστό"