Πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Προς Βικιθήκη |
θέλει κι άλλο κόψιμο μέχρι να γίνει άρθρο, από εργασία που ήταν |
||
Γραμμή 1:
{{επιμέλεια}}
{{Προς Βικιθήκη}}
== Τα γενικά χαρακτηριστικά του συστήματος ==
=== Γενικά ===
Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από τον David Denver ως απόλυτος δικομματισμός. Τα δύο κόμματα έχουν υψηλή απήχηση και μονοπωλούν την εξουσία. Την δεύτερη περίοδο παρατηρείται μια πτώση στην δυναμική των δυο μεγάλων κομμάτων και αύξηση της υποστήριξης των Liberals. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν πολλούς στο συμπέρασμα πως ο παραδοσιακός βρετανικός δικομματισμός έφτανε στο τέλος του. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της τρίτης περιόδου είναι η απόλυτη δεκαετής κυριαρχία των [[Tory]], οι οποίοι κερδίζουν την μια εκλογή μετά την άλλη πρώτα με [[Margaret Thatche]]r και με τον διάδοχο της [[J. Major]]. Οι εργατικοί καταφέρνουν να χάσουν ακόμα και τις εκλογές του 1992 διαψεύδοντας αρνητικά όλες τις δημοσκοπήσεις.
Η περίοδος 1997-2005 διακρίνεται από την επιστροφή του Labour στην εξουσία από το 1974 με ηγέτη τον T. Blair. Οι διαδοχικές νίκες το 1997, 2001, 2005 θέτουν τις βάσεις για μια «εργατική» κυριαρχία ανάλογη με εκείνη της Thatcher.
=== Το εκλογικό σύστημα ===
Γραμμή 25 ⟶ 18 :
=== Ο δικομματισμός ===
Η σημαντικότερη πολιτική συνέπεια του winner-takes-it-all συστήματος είναι η παγίωση του δικομματισμού. Ο βρετανικός δικομματισμός τις περισσότερες περιόδους μετά τον πόλεμο υπήρξε τεχνητός, εφόσον μια αναλογική αντιπροσώπευση θα έδινε ένα μοντέλο πιο κοντά στο τρικομματικό σύστημα, ή τουλάχιστον σε αυτό τον δυόμιση κομμάτων . Η διπολική διαμόρφωση του βρετανικού κομματικού έχει μια σειρά από συνέπειες για την πολιτική ζωή. Βασικό χαρακτηριστικό του βρετανικού δικομματισμού είναι ότι αναγκάζει τα μεγάλα κόμματα να αυξάνουν την πανσυλλεκτικότητά τους και να εκπροσωπούν λιγότερο τα συμφέροντα των ψηφοφόρων τους, μιας και θα πρέπει να κερδίσουν και τους υποστηρικτές των άλλων κομμάτων. Αυτό έχει σαν παράπλευρη συνέπεια την μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου από ιδεολογικά σε περισσότερο «υλικά», χαμηλής πολιτικής θέματα και το «στρογγύλεμα» του πολιτικού λόγου (Lipset). Επιπλέον τα μεγάλα κόμματα που έχουν κυβερνητικό προσανατολισμό περιορίζουν την οξύτητα του αντιπολιτευτικού τους λόγου. Το εκλογικό σύστημα και ο διπολισμός θεωρείται από τον J. Christoph ο βασικός λόγος που στην Βρετανία δεν ευδοκίμησαν απολυταρχικές ή ολοκληρωτικές πολιτικές λύσεις. Σε ένα δικομματικό σύστημα αυξάνεται η ταύτιση του ψηφοφόρου με το γενικότερο πολιτικό σύστημα, καθώς η αλλαγή κυβερνήσεων αποσυμπιέζει την πολιτική ζωή από τις όποιες αποτυχίες. Αυτή η σταθερότητα όμως, που προσφέρει το εκλογικό σύστημα θα ανατραπεί σε περίπτωση που κάποιο τρίτο κόμμα φτάσει το 30%. Σε κάθε περίπτωση η δικομματική σταθερότητα βασίζεται σε σαθρή βάση λόγω της τεχνητής φύσης του συστήματος και ενισχύεται περισσότερο από τη γενική συναίνεση της αγγλικής κοινωνίας για την σημασία της σταθερότητας ακόμα και αλλοιώνοντας την λαϊκή εντολή. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βρετανικού δικομματισμού είναι ότι από την δεκαετία του 1970 είναι κυριαρχούμενος, ή τουλάχιστον ασσύμετρος, σε αντίθεση με τον ισόρροπο δικομματισμό των δεκαετιών του 50 και του 60. Σε γενικές γραμμές και παρά την κριτική που του έχει ασκηθεί το αγγλικό μακρο-σύστημα ελάχιστα έχει επηρεαστεί στην διάρκεια του 20ου αι. σε σχέση με τις δραματικές αλλαγές που συνέβησαν στο περιβάλλον του Ηνωμένου Βασιλείου.
Πάνω από όλα όμως ο βρετανικός δικομματισμός είναι ένας πλήρης ή τέλειος δικομματισμός μιας και δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ ενός από τα δυο μεγάλα κόμματα ούτε όταν και το κομματικό σύστημα έτεινε προς τον τρικομματισμό όπως την δεκαετία του ‘20 με την άνοδο των εργατικών και στις περιόδους ανάκαμψης των Liberals. Υπάρχουν, όμως, και συγγραφείς που χαρακτηρίζουν το βρετανικό κομματικό σύστημα ατελή δικομματισμό ή σύστημα των δυόμιση κομμάτων (Alan Shiaroff). Αυτό βέβαια οφείλεται σε διαφορά ορισμού καθώς ο Shiaroff ορίζει ως ατελή οποιοδήποτε δικομματισμό στον οποίο υπάρχουν πάνω από δυο κόμματα, ενώ ο Ware αυτόν στον οποίο η αθροισμένη δύναμη των δυο μεγάλων κομμάτων είναι μεγαλύτερη από 80% και μικρότερη από 95%. Αντίθετα αν ορίσουμε ως ατελή δικομματισμό αυτόν στον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει μονοκομματική κυβέρνηση, δεν έχουμε κάτι τέτοιο ακόμα και στην συμμαχία Union Ulster- Tory αφού οι τελευταίοι συγκέντρωναν την πλειοψηφία και μόνοι τους. Άλλωστε πάντα στη συνείδηση των Βρετανών εκλογέων υπάρχει η προτεραιότητα ανάδειξης σταθερής κυβέρνησης βασικό χαρακτηριστικό του πλήρους δικομματισμού. Εκτός από πλήρης ο βρετανικός δικομματισμός είναι και άκαμπτος καθώς στις κοινοβουλευτικές ομάδες και των δυο κομμάτων υπάρχει ομοιόμορφη κα υπαγορευμένη από την ηγεσία και μια ουσιαστική υπερενίσχυση του πρωθυπουργού.
Γραμμή 69 ⟶ 63 :
O πόλεμος στο Ιράκ προκάλεσε και ένα νέο εκλογικό φαινόμενο την αντι-πολεμική τακτική ψήφο: υποστηρικτές τον Labour ψήφιζαν ως επί το πλείστον Φιλελεύθερους ως έκφραση της αντίδρασης τους στις επιλογές της Κυβέρνησης στο θέμα του Ιράκ. Αυτό το φαινόμενο στέρησε και από την Κυβέρνηση της ψήφους των νέων και των πρωτοψηφισάντων που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στις δυο προηγούμενες νίκες. Η διαιώνιση, όμως, της ταξικής ψήφου φαίνεται πως έγινε με τον μετασχηματισμό της πλέον σε τοπική- ταξική ψήφο και πλέον εκφράζει πέρα από τις ταξικές διαφορές και τις μεγάλες ιδιομορφίες των περιοχών του Ηνωμένου Βασιλείου.
== Παράρτημα ==
|