Αποστασία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 20:
 
==Κοινωνιολογικοί ορισμοί==
Ο αμερικανός κοινωνιολόγος [[Ντέιβιντ Μπρόμλεϊ]] (David G. Bromley) προσδιόρισε το ρόλο του ''αποστάτη'' (στην αγγλική, "apostate") όπως φαίνεται παρακάτω σε αντιδιαστολή με τους ρόλους του ''[[Αυτομολία|αυτομόλου]]'' (στην αγγλική, "''defector''") και του ''[[Πληροφοριοδότης|πληροφοριοδότη]]'' (στην αγγλική, "''whistleblower''")<ref>Bromley, David G. (Ed.) ''The Politics of Religious Apostasy: The Role of Apostates in the Transformation of Religious Movements'' CT, Praeger Publishers, 1998. ISBN 0-275-95508-7</ref>.
 
*''Ο ρόλος του'' '''''αποστάτη''''': Περιγράφεται ότι παρουσιάζεταισυμβαίνει σε εξαιρετικά πολωμένες περιπτώσεις στις οποίες ένατο μέλος μιας οργάνωσης βιώνει μια ολική αλλαγή των πεποιθήσεών του μέσω συνεργασίας με μία ή περισσότερες από τις αντιτιθέμενες πλευρές χωρίς την συγκατάθεση ή τον έλεγχο της οργάνωσης. Η καταγραφή των γεγονότων.. περιγράφει το ουσιώδες κακό της οργάνωσης που ανήκε προηγουμένως ο αποστάτης και εξιστορούνται μέσα από την προσωπική εμπειρία παγίδευσης και απόλυτης διαφυγής/σωτηρίας του αποστάτη.
*''Ο ρόλος του'' '''''αυτομόλου''''': Το μέλος της οργάνωσης διαπραγματεύεται την απομάκρυνσή του κυρίως με την ηγεσία της οργάνωσης, η οποία του δίνει την άδεια να παραιτηθεί από τη θέση του, έχει υπό τον έλεγχό της τη διαδικασία της απομάκρυνσης και διευκολύνει στην αλλαγή των ρόλων. Η από κοινού καταγραφή των γεγονότων αποδίδει την κύρια ηθική ευθύνη για τα προβλήματα του μέλους της οργάνωσης στο ίδιο το μέλος που αποχωρεί και ερμηνεύει την άδεια που του παραχώρησε για να απομακρυνθεί ως προσκόλληση σε εξαιρετικά ηθικά πρότυπα και στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης του κοινού.
*''Ο ρόλος του'' '''''πληροφοριοδότη''''': Συμβαίνει όταν ένα μέλος μιας οργάνωσης συνεργάζεται με κάποιον εξωτερικό ρυθμιστικό παράγοντα παρέχοντας σε αυτόν την προσωπική μαρτυρία του αναφορικά με συγκεκριμένες αμφιλεγόμενες πρακτικές της οργάνωσης, με σκοπό την επιβολή κυρώσεων στην οργάνωση. Η καταγραφή των γεγονότων, η οποία γίνεται από κοινού από τον πληροφοριοδότη και τον ρυθμιστικό παράγοντα, παρουσιάζει τον πληροφοριοδότη ως άτομο που υποκινείται από την ατομική του συνείδηση και τον ρυθμιστικό οργανισμό ως προασπιστή του δημοσίου συμφέροντος.
 
Ο αμερικανός κοινωνιολόγος [[Λούις Κοσέρ]] (Lewis A. Coser), βλέποντας από άλλη οπτική γωνία το ζήτημα και σε αρμονία με τον γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο [[Μαξ Σέλερ]] (Max Scheler), θεωρεί τον αποστάτη ως άτομο που όχι μόνο βίωσε μια δραματική αλλαγή των πεποιθήσεών του αλλά και "ως άτομο που, ακόμη και στη νέα κατάσταση πίστης του, δεν ζει πρωτίστως πνευματικά σύμφωνα με το περιεχόμενο της νέας πίστης του επιδιώκοντας ανάλογους στόχους, παρά μόνο μάχεται ενάντια στην παλιά πίστη του και υπερασπίζεται την αποκήρυξή της".
*'''Apostate role:''' defined as one that occurs in a highly polarized situation in which an organization member undertakes a total change of loyalties by allying with one or more elements of an oppositional coalition without the consent or control of the organization. The narrative is one which documents the quintessentially evil essence of the apostate's former organization chronicled through the apostate's personal experience of capture and ultimate escape/rescue.
*'''Defector role:''' an organizational participant negotiates exit primarily with organizational authorities, who grant permission for role relinquishment, control the exit process, and facilitate role transmission. The jointly constructed narrative assigns primary moral responsibility for role performance problems to the departing member and interprets organizational permission as commitment to extraordinary moral standards and preservation of public trust.
*'''Whistleblower role:''' defined here as one in which an organization member forms an alliance with an external regulatory unit through offering personal testimony concerning specific, contested organizational practices that is then used to sanction the organization. The narrative constructed jointly by the whistleblower and regulatory agency is one which depicts the whistleblower as motivated by personal conscience and the organization by defense of public interest.
 
Taking another viewpoint, the American sociologist [[Lewis A. Coser]] (following the German philosopher and sociologist [[Max Scheler]]) holds an apostate to be not just a person who experienced a dramatic change in conviction but “''a man who, even in his new state of belief, is spiritually living not primarily in the content of that faith, in the pursuit of goals appropriate to it, but only in the struggle against the old faith and for the sake of its negation.''" {{ref|Coser1954}} {{ref|Bromley1998}}.
However, a contrarian argument holds that religious converts who never freely chose adherence to their former faith (e.g. if inducted as a child) possibly never developed strong convictions towards it, and may genuinely only be motivated by aspects of their new faith.
 
==Στη διεθνή νομοθεσία==