87.792
επεξεργασίες
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Στην [[πολιτική γεωγραφία]] ως '''περίκλειστον έδαφος''', (''ενκλάβιο''), ορίζεται ένα τμήμα γης που περιβάλλεται από εδάφη μιας ξένης χώρας.
Η λέξη ''enclave'' που μεταφράζεται ως περίκλειστον έδαφος εμφανίστηκε στη γλώσσα της [[διπλωματία]]ς μάλλον αργά στην [[Αγγλική γλώσσα|Αγγλική]], το 1868, προερχόμενη από τη [[Γαλλική γλώσσα|Γαλλική]], την ''[[lingua franca]]'' της διπλωματίας, με νόημα κληροδοτημένοι από την ύστερη [[Λατινική γλώσσα|λατινική λέξη]] ''inclavatus'' που σημαίνει 'κλειδωμένος μέσα". Το αντίθετο του περίκλειστου εδάφους είναι το '''αποσπασμένο έδαφος'''
Τα περίκλειστα εδάφη
Εξαιτίας του γεγονότος ότι δημιουργούνται διάφορα προβλήματα και απαιτούνται πολύπλοκοι διακανονισμοί σε ζητήματα επικοινωνίας, ενέργειας και διέλευσης, ο αριθμός των περίκλειστων εδαφών διαρκώς μειώνεται. Από την άλλη πολλά αποσπασμένα εδάφη (''εξκλάβια'') κρατών σήμερα χαρακτηρίζονται για τα [[κίνημα ανεξαρτησίας|κινήματα ανεξαρτησίας]] τους, ιδιαίτερα αν βρίσκονται μακράν του μητροπολιτικού εδάφους.
|