Βελισάριος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Βήσσμα (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Βήσσμα (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
Ο Βελισάριος γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γερμανίκεια ή Γερμανία της βορειοδυτικής Θράκης κοντά στα σύνορα με την επαρχία του Ιλλυρικού (σημ. [[Βουλγαρία]], κοντά στα σύνορα με την [[ΠΓΔΜ]]) μεταξύ 500 και 505 μ.Χ. Ανήκε σε εκρωμαϊσμένη οικογένεια γαιοκτημόνων, πιθανώς θρακικής καταγωγής.<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ΄, σελ. 155</ref> Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, ενώ από τις διάφορες θεωρίες που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για την καταγωγή του ονόματός του ([[Κέλτες|κελτικό]], [[Γότθοι|γοτθικό]], [[Θράκες|θρακικό]], [[Σλάβοι|σλαβικό]]) καμία δεν έχει τύχει ευρείας αποδοχής.<ref>[http://books.google.com/books?id=fBImqkpzQPsC&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_summary_r&cad=0 Τhe Prosopography of the Later Roman Empire] σελ.182</ref> Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατετάγη ως αξιωματικός στην αυτοκρατορική φρουρά του [[Ιουστίνος Α'|Ιουστίνου Α΄]]. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τον Ιουστινιανό, ο οποίος τον διόρισε στην προσωπική του φρουρά, όπου υπηρέτησε ως «δορυφόρος» ([[βουκελάριος]]). Το γεγονός αυτό υπήρξε το έναυσμα για την ανέλιξή του στα στρατιωτικά αξιώματα, που υπήρξε ραγδαία, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Ως βουκελάριος ανέλαβε μαζί με τον επίσης νεαρό στρατηγό [[Σίττας|Σίττα]] την ηγεσία μιας σειράς τολμηρών έφιππων καταδρομών στην περσική [[Αρμενία]] (Περσαρμενία) αποκομίζοντας πλούσια λεία και πολλούς αιχμαλώτους. Το [[526]] διορίστηκε από τον Ιουστίνο δούκας της [[Μεσοποταμία|Μεσοποταμίας]] και επανέλαβε τις επιδρομές. Αυτή τη φορά όμως συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον Αρμένιο ευγενή [[Ναρσής|Ναρσή]]. Τρία χρόνια αργότερα ο τελευταίος δέχτηκε να περάσει στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας<ref>Υπέρ των πολέμων λόγοι 1.13, J. Evans (1999), σελ.214</ref>
και εξελίχθηκε σε έναν από τους ικανότερους στρατηγούς του Ιουστινιανού.
 
==Εναντίον των Περσών – Μάχη της Δάρας==
:''Βλ. και άρθρο: [[Μάχη της Δάρας]]''
 
Στην Μέση Ανατολή, καθ’ όλη την ύστερη Αρχαιότητα, η υστερορωμαϊκή-βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν αντιμέτωπη με το ισχυρό και καλά οργανωμένο νεοπερσικό κράτος των [[Σασσανίδες|Σασσανιδών]]. Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών ήταν σχεδόν συνεχείς, κι ακόμη και σε περιόδους ειρήνης δεν έλειπαν τα μεθοριακά επεισόδια.
 
Το [[528]] ο Πέρσης βασιλιάς [[Καβάδης Α’]] κατάφερε να σταθεροποιήσει την εξουσία του και έστρεψε την προσοχή του προς Δυσμάς. Με αφορμή την επιρροή των δύο αντιπάλων επί των μικρών περιφερειακών κρατών, [[Λαζική]] και [[Ιβηρία]] στην περιοχή του [[Καύκασος|Καυκάσου]], ξέσπασε το ίδιο έτος ο [[Ιβηρικός πόλεμος]]. Το[[ 529]] ο Βελισάριος αναδείχθηκε σε στρατηλάτη της Ανατολής (magister militum per Orientem), βαθμός που του έδιδε την αρχιστρατηγία στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Διατήρησε τον τίτλο αυτό μέχρι το [[542]], αν και κατά την περίοδο αυτή απασχολήθηκε και σε άλλα μέτωπα.<ref>Δημήτρης Σ. Μπελέζος (2006), σελ. 49</ref>
 
Στην πρώτη μεγάλη μάχη με τους Πέρσες ο Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο οχυρό της Δάρας (529). Οι αντίπαλοί του όμως δεν κατάφεραν να κατακτήσουν το ισχυρό οχυρό, που ήταν ο κύριος στόχος τους, αλλά ούτε και την [[Αντιόχεια]], όπου είχαν επιδράμει οι σύμμαχοι των Περσών Λαχμίδες [[Άραβες]]. Το επόμενο έτος μια περσική στρατιά 40.000 ανδρών υπό των φημισμένο στρατηγό Φιρούζ ([[Περόζης]] στα βυζαντινά κείμενα) βάδισε ξανά κατά του ισχυρού οχυρού της Δάρας. Ο Βελισάριος παρά το ότι διέθετε 25.000 άνδρες, περίμενε τους εχθρούς του έξω από την πόλη έχοντας ετοιμάσει το έδαφος με τρόπο ώστε να εξουδετερώνεται η αριθμητική υπεροχή των Περσών. Λίγο πριν την μάχη ο Περόζης έλαβε ενισχύσεις 10.000 στρατιωτών, ενώ απέρριψε τις ειρηνευτικές προτάσεις του Βελισάριου. Εξέλαβε ως ηττοπαθείς τόσο την πρωτοβουλία του αντιπάλου του να έρθει σε διαπραγματεύσεις όσο και την αμυντική διάταξη των Βυζαντινών.<ref>σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ιστορίας, εκδόσεις Ευρώπη, σελ. 74</ref> Η μάχη που ακολούθησε εξελίχθηκε όπως είχε υπολογίσει ο Βελισάριος και κατέληξε σε περιφανή νίκη του νεαρού στρατηγού με βαριές απώλειες για τους Πέρσες. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη που απέσπασε το Βυζάντιο από τους Σασσανίδες μετά από πολλά χρόνια.<ref>Υπέρ των πολέμων λόγοι 1.13, J. Evans (1999), σελ.214</ref>
 
Ωστόσο ο Καβάδης δεν αποθαρρύνθηκε. Την επόμενη χρονιά ([[531]]) απέστειλε στην βυζαντινή [[Συρία]] μια δύναμη 15.000 ανδρών που ενώθηκε με πολυπληθείς Άραβες συμμάχους. Ο Βελισάριος έσπευσε στην περιοχή με 8.000 στρατιώτες λαμβάνοντας με τη σειρά του σημαντική ενίσχυση από φιλοβυζαντινούς Άραβες. Με επιδέξιους και περίπλοκους ελιγμούς ανάγκασε τους Πέρσες σε υποχώρηση με τους Βυζαντινούς να τους ακολουθούν κατά πόδας. Ο βυζαντινός στρατηγός είχε πρόθεση να αφήσει τους Πέρσες να φύγουν στη χώρα τους, αφού μπορούσε να επιτύχει το στόχο του, δηλαδή την εκδίωξη των εχθρών από τη βυζαντινή επικράτεια, χωρίς ο ίδιος να υποστεί απώλειες. Δυστυχώς γι’ αυτόν, οι στρατιώτες του δεν συμμερίζονταν την άποψή του και επιθυμούσαν διακαώς μία μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Καλλίνικο επί του ποταμού [[Ευφράτης|Ευφράτη]], όπου δόθηκε άγρια και πεισμώδης μάχη με αμφίβολο αποτέλεσμα.<ref>Στρατιωτική Ιστορία, τχ 126, σελ. 64</ref> Ο στρατός του Βελισάριου βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί για να μην συντριφθεί.<ref>Ο Προκόπιος θεωρεί ότι ο Βελισάριος δεν νίκησε λόγω της απόφασης των Αράβων συμμάχων του να εγκαταλείψουν την παράταξη στη μέση της μάχης και ότι χάρη στην προνοητικότητα του κυρίου του αποφεύχθηκε η καταστροφή (Υπέρ των πολέμων λόγοι 1.18). Ο χρονικογράφος Ιωάννης Μαλάλας ωστόσο περιγράφει διαφορετικά το γεγονός. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο Ιουστινιανός διέταξε έρευνα για την εξακρίβωση της αλήθειας, τα πορίσματα της οποίας ήταν ότι στη μάχη διακρίθηκαν δύο δούκες, ονόματι Σουνίκας και Σίμμας, οι οποίοι με τις ενέργειές τους αποσόβησαν την καταστροφή της βυζαντινής παράταξης (J. Evans (1999), σελ.215).</ref> Αλλά και οι Πέρσες είχαν μεγάλες απώλειες, γι’ αυτό μετά την υποχώρηση των εχθρών τους, αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης αρκούμενοι στα πλούσια λάφυρά τους.
 
Μετά την [[μάχη του Καλλίνικου]] ο Ιουστινιανός αφαίρεσε την διοίκηση των ανατολικών στρατευμάτων από τον Βελισάριο και τον ανακάλεσε στην Κωνσταντινούπολη (φθινόπωρο του 531). Η συνέχιση των εχθροπραξιών ανατέθηκε στους πιο έμπειρους στρατηγούς [[Μούνδος|Μούνδο]] και Σίττα.
 
==Στάση του Νϊκα==
 
:''Βλ. κύριο άρθρο: [[Στάση του Νίκα]]''
 
Η άφιξη του Βελισάριου στην Κωνσταντινούπολη βρήκε την πρωτεύουσα σε αναβρασμό λόγω των ταραχών που επικρατούσαν μεταξύ των φατριών του ιπποδρόμου, κυρίως των Βένετων και των Πράσινων. Ο Ιουστινιανός προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί τις διαφορές των ομάδων αυτών και να τις εντάξει στα πολιτικά του σχέδια, κατάφερε μόνον να εκτραχύνει την κατάσταση που κατάληξε στην περίφημη ''Στάση του Νίκα'' (αρχές του [[532]]). Σύσσωμοι οι οπαδοί και των δύο παρατάξεων παραμερίζοντας τις διαφορές τους, εξεγέρθηκαν κατά του αυτοκράτορα.
 
Ο Βελισάριος επέδειξε μεγάλο ζήλο για την καταστολή της εξέγερσης. Οι αρχικές προσπάθειές του όμως δεν τελεσφόρησαν λόγω της απόφασης πολλών στρατιωτών της ανακτορικής φρουράς να μείνουν ουδέτεροι σ’ αυτήν την εσωτερική σύγκρουση. Ο θρόνος του Ιουστινιανού σώθηκε την τελευταία στιγμή από την αγέρωχη παρότρυνση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Τελικά οι στρατηγοί Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος, που είχε εν τω μεταξύ επιστρέψει από το ανατολικό μέτωπο, συντόνισαν τις ενέργειές τους και περικύκλωσαν τον εξαγριωμένο όχλο στον ιππόδρομο, όπου ακολούθησε μεγάλη σφαγή. Η συμβολή του Βελισάριου στην καταστολή της στάσης και η αμέριστη υποστήριξη που παρείχε στον κλονιζόμενο Ιουστινιανό, έκανε τον στρατηγό έναν από τους πλέον έμπιστους συνεργάτες του αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα ήταν η ανάθεση της εκστρατείας εναντίον των Βανδάλων, που ο Ιουστινιανός ήδη σχεδίαζε.<ref>λήμμα Βελισσάριος στην ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ</ref>
 
==Οι Πόλεμοι στη Δύση==
 
===Κατάλυση του Βανδαλικού Βασιλείου===
 
Αμέσως μετά τη λήξη της Στάσης του Νίκα, ο Ιουστινιανός άρχισε τις προετοιμασίες για την εκστρατεία κατά του [[Βάνδαλοι|βανδαλικού βασιλείου]] της Αφρικής. Η αφορμή είχε ήδη δοθεί όταν το 530 ο φιλοβυζαντινός βασιλιάς [[Ιλδέριχος]] ανατράπηκε και φυλακίστηκε από τον [[Γελίμερος|Γελίμερο]], ο οποίος αξίωνε από τον Ιουστινιανό να μην εμπλέκεται στα εσωτερικά του κράτους του. Επικεφαλής ορίστηκε ο Βελισάριος με τον τίτλο του στρατηγού-αυτοκράτορα, δηλαδή αρχιστρατήγου με αυξημένες εξουσίες..<ref>Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ. 71</ref> Η δύναμη που συγκεντρώθηκε (10.000 πεζοί, 5.000 ιππείς και 3.000 μισθοφόροι) δεν ήταν επαρκείς για ένα τέτοιο εγχείρημα. Αιτία αυτού του γεγονότος ήταν η δυσπιστία με την οποία πολλοί αξιωματούχοι, με επικεφαλής τον [[Ιωάννης Καππαδόκης|Ιωάννη Καππαδόκη]], αντιμετώπιζαν την εκστρατεία, ιδίως υπό το βάρος της τελευταίας προσπάθειας επί [[Λέων Α'|Λέοντος Α΄]] ([[457]]-[[474]]), που είχε καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία ([[468]]). Ωστόσο δόθηκε στον Βελισάριο ισχυρός στόλος 500 μεταγωγικών και 92 πολεμικών πλοίων και παρά τα αρχικά προβλήματα που ανέκυψαν (απειθαρχία στρατιωτών, χαλασμένες προμήθειες κ.λπ.), η εκστρατευτική δύναμη κινήθηκε με ταχύτητα και μυστικότητα.
 
Ο βυζαντινός στόλος απέπλευσε στις [[24 Ιουνίου]] [[533]] κι έφθασε στη [[Σικελία]] στα μέσα του Αυγούστου, όπου ο Βελισάριος σταμάτησε για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.<ref>Την περίοδο εκείνη το οστρογοτθικό βασίλειο της Ιταλίας κυβερνιόταν από την αντιβασίλισσα, μητέρα του εφήβου βασιλιά Αταλάριχου, Αμαλασούνθα, η οποία διατηρούσε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με την ανατολική αυτοκρατορία.</ref> Εκεί πληροφορήθηκε ότι οι Βάνδαλοι ήταν ανίδεοι και πλήρως απροετοίμαστοι για την βυζαντινή εκστρατεία εναντίον τους, Επιπλέον ένα τμήμα της δύναμής τους έλειπε σε επιχειρήσεις εναντίον της επαναστατημένης [[Σαρδηνία|Σαρδηνίας]], πράγμα για το οποίο είχε φροντίσει ο Ιουστινιανός.<ref>Χ. Παπασωτηρίου (2004), σελ.108</ref>
 
Με τις πληροφορίες αυτές οι Βυζαντινοί αναθάρρησαν και έπλευσαν με ακόμη μεγαλύτερες προφυλάξεις για την Αφρική. Αποβιβάστηκαν σε μια απόμερη και υπήνεμη ακτή, περί τα 200 χλμ από την [[Καρχηδόνα]], καθώς ο Βελισάριος έκρινε ότι μια απόβαση κοντά στη βανδαλική πρωτεύουσα ήταν πολύ επικίνδυνη. Πράγματι, η βυζαντινή δύναμη ανασυντάχθηκε, κατασκεύασε στρατόπεδο, ξεκουράστηκε λίγες μέρες και ξεκίνησε για την Καρχηδόνα ανενόχλητη βαδίζοντας κοντά στην ακτή, συνοδευόμενη από τον παραπλέοντα στόλο. Ο Βάνδαλος βασιλιάς Γελίμερος αιφνιδιάστηκε από την είδηση της εισβολής. Πρώτη ενέργειά του ήταν να εκτελέσει τον Ιλδέριχο και τους οπαδούς του, που κρατούνταν φυλακισμένοι. Έπειτα ανακάλεσε το στόλο του από τη Σαρδηνία και έσπευσε να αντιμετωπίσει το μικρό στρατό του Βελισάριου με τις δυνάμεις που διέθετε εκείνη τη στιγμή (30.000-40.000 άνδρες). Το σχέδιό του ήταν να επιτεθεί στους Βυζαντινούς στην τοποθεσία Δέκιμον, μία στενή κοιλάδα περί τα 15 χλμ νοτίως της Καρχηδόνας. Τα πράγματα όμως δεν λειτούργησαν όπως σκόπευε ο Βάνδαλος ηγεμόνας. Παρόλο που έφερε σε δύσκολη θέση τους Βυζαντινούς, η έλλειψη συντονισμού των στρατιωτών του σε συνδυασμό με την ψυχραιμία και ετοιμότητα του Βυζαντινού στρατηγού χάρισε στον τελευταίο μια συντριπτική νίκη (μάχη στο Δέκιμον, 13 Σεπτεμβρίου 533).<ref>Υπέρ των πολέμων λόγοι 3.19</ref>
 
Ο Γελίμερος με τα υπολείμματα του στρατού του τράπηκε σε φυγή προς τα δυτικά ([[Νουμιδία]]), ενώ ο Βελισάριος εισήλθε θριαμβευτικά στην Καρχηδόνα δύο μέρες αργότερα. Αμέσως άρχισε να οργανώνει την άμυνα της πόλης και να ενισχύει τα παραμελημένα τείχη της. Επίσης, ήδη από τη στιγμή της απόβασης, είχε δώσει αυστηρές εντολές στους στρατιώτες του να σεβαστούν τις ζωές και τις περιουσίες των κατοίκων της περιοχής, ώστε να εξασφαλίσει τη συνεργασία τους. Από την άλλη, ο Γελίμερος ενισχύθηκε με την άφιξη των δυνάμεων από την Σαρδηνία και στρατολόγησε αρκετές εντόπιες φυλές. Όταν θεώρησε ότι ήταν αρκετά δυνατός, βάδισε κατά της Καρχηδόνας. Αλλά και ο Βελισάριος επεδίωξε μια ανοιχτή μάχη, καθώς μια μακρά πολιορκία θα κλόνιζε την πίστη πολλών μισθοφόρων του (κυρίως των [[Ούννοι|Ούννων]]), οι οποίοι μάλιστα είχαν ήδη επαφές με πράκτορες του Γελίμερου. Έτσι βγήκε από την πόλη και περίμενε το στρατό των Βανδάλων στο Τρικάμαρον, 30 χλμ δυτικά της Καρχηδόνας. Η μάχη που δόθηκε στη θέση αυτή ([[15 Δεκεμβρίου|15 Δεκ.]] 533), σφράγισε τη μοίρα της βανδαλικής Αφρικής. Οι συνασπισμένοι Βάνδαλοι και [[Βέρβεροι]] ηττήθηκαν ολοσχερώς. Πλήθος αιχμαλώτων και πλούσια λάφυρα περιήλθαν στην κατοχή των νικητών. Ο Γελίμερος διέφυγε κακήν κακώς προς στα βουνά της ενδοχώρας, αλλά παραδόθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, αφού έλαβε εγγυήσεις από τον Βελισάριο για τη ζωή του.
 
Η κεραυνοβόλα και, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, ολοκληρωτική επιτυχία του Βελισάριου ξύπνησε τον φθόνο πολλών αυλικών και αξιωματούχων στην Κωνσταντινούπολη. Αυτοί καταφέρθηκαν με συκοφαντίες κατά του στρατηγού στον Ιουστινιανό, υποστηρίζοντας ότι ο κατακτητής της Αφρικής σκόπευε να κρατήσει για τον εαυτό του τις μόλις κατεληφθείσες περιοχές και να δημιουργήσει εκεί μια αυτοκρατορία. Ο Ιουστινιανός, για να εξακριβώσει τις προθέσεις του Βελισάριου, τού πρότεινε να διαλέξει εάν ήθελε να μείνει στην Αφρική ως αρχιστράτηγος ή να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.<ref>Στρατιωτική Ιστορία, τχ 34, σελ. 53</ref> Έχοντας πληροφορηθεί τις συκοφαντίες, ο Βελισάριος επέλεξε το δεύτερο κι έτσι το καλοκαίρι του [[534]] απέπλευσε για την πρωτεύουσα. Ο Ιουστινιανός του έδωσε την άδεια να τελέσει θρίαμβο, στον οποίο τον ένδοξο στρατηγό ακολουθούσαν ο Γελίμερος και πλήθος αιχμαλώτων και λαφύρων. Στα λάφυρα συμπεριλαμβάνονταν οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από τη [[Ρώμη]] το [[455]]. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τελευταίος απλός πολίτης που είχε την τιμή να τελέσει θρίαμβο ήταν ο [[Λεύκιος Κορνήλιος Βάλβος]] επί αυτοκράτορα [[Οκταβιανός Αύγουστος|Αυγούστου]], 550 χρόνια παλαιότερα. Επίσης ο Βελισάριος τιμήθηκε με την [[ύπατος|υπατεία]] του έτους 535.<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ΄, σελ. 172. Επίσης J. Evans (1999), σελ.239</ref>
 
===Εναντίον των Οστρογότθων===
 
Στις αρχές του 535 η φιλοβυζαντινή βασίλισσα των [[Οστρογότθοι|Οστρογότθων]] [[Αμαλασούνθα]], συνελήφθη, φυλακίστηκε και τον Απρίλιο του ιδίου έτους δολοφονήθηκε με την ανοχή του νέου συζύγου της, [[Θευδάτος|Θευδάτου]]. Η αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία έδωσε στον Ιουστινιανό το πρόσχημα που ζητούσε για να κινηθεί εναντίον των Οστρογότθων. Η ταχεία και απροσδόκητα εύκολη κατάλυση του βανδαλικού βασιλείου συνέβαλε προς την απόφαση του Ιουστινιανού να επιδιώξει με στρατιωτικά μέσα την προσάρτηση της Ιταλίας.<ref>σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ιστορίας, εκδόσεις Ευρώπη, σελ. 77</ref> Την υλοποίηση των σχεδίων του αυτοκράτορα ανέλαβαν οι στρατηγοί Βελισάριος, που κινήθηκε με στόλο εναντίον της Σικελίας με 12.000 άνδρες, και ο Μούνδος, που προέλασε προς τη γοτθική [[Δαλματία]] με 4.000 άνδρες. Η Σικελία ήταν σχεδόν αφύλαχτη από γοτθικές φρουρές, με συνέπεια μέσα σε επτά μήνες να αποτελεί τμήμα της ανατολικής αυτοκρατορίας. Μόνον η Πάνορμος (σημ. [[Παλέρμο]]) πρόβαλε αντίσταση, χωρίς αποτέλεσμα.
 
Η απώλεια ενός τόσο μεγάλου τμήματος της επικράτειάς του, πανικόβαλε τον Θευδάτο. Ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Ιουστινιανό, αλλά πολύ σύντομα άλλαξε γνώμη. Αιτία ήταν η εσπευσμένη αναχώρηση του Βελισάριου για την Αφρική, όπου είχε εκδηλωθεί μεγάλη στάση μεταξύ των απλήρωτων στρατιωτών, και ο θάνατος του στρατηγού Μούνδου στη Δαλματία.
 
Όμως ο Βελισάριος κατάφερε σε ελάχιστο χρόνο να επαναφέρει την πειθαρχεία στις ρωμαϊκές δυνάμεις της Αφρικής και να επιστρέψει στην Ιταλία. Αποβιβάστηκε στο νότιο άκρο της [[Καλαβρία|Καλαβρίας]] (αρχές καλοκαιριού του [[536]]) και προέλασε ταχύτατα προς Βορρά. Οι ελληνόφωνοι κατά κύριο λόγο πληθυσμοί υποδέχονταν τους Βυζαντινούς σαν ελευθερωτές. Ακόμη και οι γοτθικές δυνάμεις της περιοχής, υπό την ηγεσία του γαμβρού τού Θευδάτου, παραδόθηκαν στον Βελισάριο χωρίς καν να προβάλουν αντίσταση. Η προέλαση διακόπηκε κάτω από τα τείχη της [[Νάπολη|Νεάπολης]]. Η πόλη αυτή διέθετε ισχυρή γοτθική φρουρά, ίση με τη δύναμη του Βελισάριου. Επίσης η οχυρή θέση της ενθάρρυνε τους κατοίκους της να αντισταθούν στον Βυζαντινούς. Πράγματι, η πόλη αντιστάθηκε επιτυχώς για έναν μήνα περίπου, σε σημείο που ο Βελισάριος ετοιμάστηκε να άρει την πολιορκία για να μην χρονοτριβήσει περαιτέρω. Τότε όμως, κάποιοι στρατιώτες του βρήκαν τυχαία μία δίοδο προς το εσωτερικό των τειχών μέσα από το υδραγωγείο της πόλης. Ένα απόσπασμα 400 επίλεκτων ανδρών εισήλθε στην πόλη και άνοιξε τις πύλες για τον υπόλοιπο στρατό.<ref>[[Εδουάρδος Γίββων]] (Edward Gibbon), Chapter XLI, [http://www.ccel.org/g/gibbon/decline/volume2/chap41.htm#naples Belisarius invades Italy, and reducces Naples, A.D. 537.]</ref>
 
Η πτώση της Νεάπολης (536) συγκλόνισε τους Οστρογότθους. Υπεύθυνος θεωρήθηκε ο Θευδάτος που δεν είχε πράξει κάτι σημαντικό στον στρατιωτικό τομέα για την αναχαίτιση του Βελισάριου. Ο ηγεμόνας των Γότθων εκθρονίστηκε και λίγο αργότερα εκτελέστηκε, ενώ τη θέση του κατέλαβε ένας γηραιός στρατηγός του Θευδέριχου, ο [[Ουΐτιγγης]] ή Βίτιγκ. Ο τελευταίος άφησε ισχυρή φρουρά στη Ρώμη και έφυγε για τη [[Ραβέννα]], όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των γοτθικών στρατευμάτων. Επιπλέον αντιμετώπιζε μια [[Φράγκοι|φραγκική]] εισβολή στη βόρειο Ιταλία, για την οποία, όπως και στην περίπτωση της επαναστατημένης εναντίον του Γελίμερου Σαρδηνίας, ευθυνόταν οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ιουστινιανού.<ref>Χ. Παπασωτηρίου (2004), σελ.109</ref>
 
Ο Ουΐτιγης εξαγόρασε την αποχώρηση των Φράγκων από την Ιταλία με χρυσό και εδαφικές παραχωρήσεις και σύντομα ήταν έτοιμος να αντεπιτεθεί στους Βυζαντινούς. Ενόσω βρισκόταν στην Ραβέννα, παντρεύτηκε την κόρη της Αμαλασούνθας, [[Ματασούνθα]] για να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Εν τω μεταξύ ο Βελισάριος είχε γίνει κύριος της Αιώνιας Πόλης αναίμακτα. Η παλαιά Ρώμη άνοιξε τις πύλες της στους στρατιώτες της Νέας Ρώμης μετά από σύντομες διαπραγματεύσεις, την ίδια ώρα που η γοτθική φρουρά εγκατέλειπε την πόλη (9 Δεκ. 536). Για τον Ιουστινιανό η ανάκτηση της Ιταλίας είχε επιτευχθεί το ίδιο εύκολα και γρήγορα όπως η βανδαλική Αφρική. Όμως ο Βελισάριος άρχισε να ετοιμάζεται πυρετωδώς για μακρά πολιορκία, καθώς γνώριζε ότι οι Γότθοι θα έκαναν το παν για να ανακτήσουν τη Ρώμη όπως και όλες τις απολεσθείσες περιοχές. Για την υπεράσπιση της Ρώμης δεν διατίθεντο περισσότεροι από 5.000 άνδρες, αφού οι υπόλοιποι επάνδρωναν φρουρές στη Σικελία και την νότιο Ιταλία.<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ΄, σελ.176, J. Evans (1999), σελ.252</ref>
 
Οι Γότθοι έφθασαν κάτω από τα τείχη της Ρώμης τον Μάρτιο του [[537]] με στρατό 150.000 θωρακισμένων ιππέων, κατά κύριο λόγο, όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος.<ref>Πιθανώς ο Προκόπιος υπερβάλλει, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά στους αρχαίους ιστορικούς. Πάντως, οι Γότθοι ήταν κατά πολύ υπεράριθμοι των Βυζαντινών.</ref> Οι Ρωμαίοι είχαν προλάβει να προετοιμαστούν αρκετά καλά, αλλά ο Βελισάριος, όπως συνήθιζε, δεν αρκέστηκε σε μια παθητική άμυνα. Κάθε τόσο καταπονούσε τους πολιορκητές του με γρήγορες και ξαφνικές εξόδους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν άφηνε ποτέ τους εχθρούς του να αναπαυτούν, καταφέρνοντας επιπλέον να διατηρήσει ανοικτές τις θαλάσσιες επικοινωνίες του για μεγάλο διάστημα. Από την άλλη πλευρά των τειχών, οι Γότθοι ταλαιπωρούνταν και από επιδημίες. Όσο και αν δυσκόλευαν τους Ρωμαίους, αυτοί βρίσκονταν πάντα σε χειρότερη θέση. Συνέχιζαν όμως να στενεύουν τον κλοιό, και όταν κατάφεραν να αποκλείσουν τη Ρώμη και από θαλάσσης, οι πολιορκημένοι βρέθηκαν σε απόγνωση. Η δυσφορία των κατοίκων εκφράστηκε κυρίως από τους [[σύγκλητος|συγκλητικούς]] και την αριστοκρατία, αρκετοί εκ των οποίων συνελήφθησαν από τον Βελισάριο. Μεταξύ αυτών ήταν και ο [[πάπας Σιλβέριος]]. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του Βελισάριου λόγω του αξιώματος τού Σιλβέριου, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στην Ανατολή, επειδή θεωρήθηκε ύποπτος συνεργασίας με τους Γότθους.<ref>Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ.83</ref>
 
Οι πολυπόθητες ενισχύσεις, περί τις 5.000, έφτασαν τον Νοέμβριο του επόμενου έτους. Τώρα ο Βελισάριος είχε τη δυνατότητα να επιχειρήσει τολμηρότερες ενέργειες. Με όλο και αυξανόμενες επιδρομές στα μετόπισθεν των Γότθων, έπληττε τις γραμμές ανεφοδιασμού τους, καταλαμβάνοντας μάλιστα κάποιες πόλεις και οχυρά σε καίρια σημεία. Έτσι οι Γότθοι μετατράπηκαν από πολιορκητές σε πολιορκημένους και τον Μάρτιο του [[538]], μετά από ένα χρόνο και εννέα ημέρες, έλυσαν την πολιορκία. Κατευθύνθηκαν βόρεια με τους Βυζαντινούς στο κατόπι τους. Οι τελευταίοι, με ευκίνητες δυνάμεις ιππικού, ενεργούσαν σε μεγάλη ακτίνα, τόσο απασχολώντας τους εχθρούς τους όσο και καταλαμβάνοντας διάφορες πόλεις. Τον Ιούνιο του 538 αφίχθησαν στην Ιταλία νέες ενισχύσεις (7.000) υπό τον Ναρσή, οι οποίες όμως δεν είχαν τα αποτελέσματα που ανέμενε ο Ιουστινιανός. Ο Ναρσής δεν έδειχνε διάθεση να αναγνωρίσει την αρχιστρατηγία του Βελισάριου. Ο τελευταίος αξίωνε απ’ όλους απόλυτη υπακοή στις διαταγές του, αφού είχε διοριστεί από τον Ιουστινιανό αρχιστράτηγος του μετώπου στην Ιταλία. Από την άλλη ο Ναρσής, έχοντας την εύνοια της αυτοκράτειρας [[Θεοδώρα|Θεοδώρας]], έβρισκε προσχήματα για να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Βελισάριου.<ref>J. Evans (1999) σελ.</ref> Αποτέλεσμα των διαφωνιών των δύο στρατηγών ήταν η πτώση της μεγάλης και εύρωστης πόλης των Μεδιολάνων (σημ. [[Μιλάνο]], αρχές του 539) στους συνασπισμένους Γότθους και [[Βουργουνδοί|Βουργουνδίους]]. Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια με αποτέλεσμα να καταστραφεί τελείως, ο ανδρικός πληθυσμός σφαγιάστηκε και τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν ως δούλοι στους Βουργουνδίους.
 
Η καταστροφή των Μεδιολάνων, που από τις σύγχρονες πηγές περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα, προκάλεσε βαθιά εντύπωση, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός δεν επέρριψε ευθύνες σε κάποιον, ωστόσο ανακάλεσε τον Ναρσή, αφήνοντας τον Βελισάριο μοναδικό αρχηγό των δυνάμεων στην Ιταλία. Η κατάσταση στη χερσόνησο είχε γίνει ιδιαίτερα δύσκολη και πολύπλοκη. Επιπλέον οι Φράγκοι εισέβαλαν ξανά στη βόρειο Ιταλία καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Μάλιστα λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, Γότθοι και Βυζαντινοί σκέπτονταν σοβαρά το ενδεχόμενο σύμπραξης εναντίον των Φράγκων.<ref>Γιάννης Χατζάκης (2005), σελ.85</ref> Τελικά οι τελευταίοι, αφού ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις της βορειοϊταλικής υπαίθρου, υπέκυψαν στον λιμό που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει και αποσύρθηκαν πέρα από τις [[Άλπεις]].<ref>σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ιστορίας, εκδόσεις Ευρώπη, σελ. 80</ref>
 
Ως εκ τούτου, οι εχθροπραξίες μεταξύ Γότθων και Βυζαντινών ξανάρχισαν. Τώρα όμως οι Βυζαντινοί διέθεταν ενιαία ηγεσία και σύντομα περιόρισαν τον Ουΐτιγγη στη Ραβέννα. Αλλά και αυτός δεν έμεινε άπραγος. Ενώ είχε προετοιμαστεί όσο καλύτερα γινόταν για πολιορκία, απέστειλε πρέσβεις στην Περσία με την ελπίδα ότι μια αναζωπύρωση του ανατολικού μετώπου της αυτοκρατορίας, θα μείωνε την πίεση των Βυζαντινών εναντίον του. Όταν μαθεύτηκαν οι διπλωματικές κινήσεις των Γότθων, ο Ιουστινιανός ειδοποίησε τον Βελισάριο να εγκαταλείψει την Ιταλία και να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη, εν όψει ενός νέου πολέμου με τους Πέρσες. Αλλά ο Βελισάριος δεν ήθελε να αφήσει την πολύμηνη πολιορκία να πάει χαμένη. Αντ’ αυτού, επέσπευσε τις προσπάθειές του, με αποτέλεσμα η Ραβέννα να παραδοθεί κατόπιν τεχνάσματος (Μάιος του 540). Αρκετοί ευγενείς (Γότθοι και Ρωμαίοι) είχαν προτείνει στον Βελισάριο το στέμμα της Ιταλίας. Ακόμη και ο Ουΐτιγγης είχε έρθει σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Βυζαντινό στρατηγό με ανάλογες προτάσεις. Ο Βελισάριος συμφώνησε με όλες τις πλευρές και όταν εισήλθε στη Ραβέννα, ανακοίνωσε ότι καταλαμβάνει την πόλη στο όνομα του Ιουστινιανού. Ακολούθως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με αιχμαλώτους τον Ουίτιγγη, την Ματασούνθα και άλλους επιφανείς Γότθους, καθώς φυσικά και με πολλά λάφυρα, μεταξύ αυτών και τους βασιλικούς θησαυρούς.
 
==Τελευταίοι Πόλεμοι==
 
===Στο Ανατολικό Μέτωπο===
 
=== Ιταλία και Βαλκάνια===
 
==Προσωπική ζωή==
 
==Θάνατος και Υστεροφημία==
 
==Ο Βελισάριος ως στρατηγός==
 
==Σημειώσεις-Παραπομπές==
<div style="-moz-column-width:2; column-width:2;" | style="-moz-column-count:2; column-count:2;">
<div style="font-size:90%;"><references/></div></div>
 
==Βασικές Πηγές και Βιβλιογραφία==
 
*Προκοπίου, [http://en.wikisource.org/wiki/History_of_the_Wars ''Υπέρ των πολέμων λόγοι''], (από [http://en.wikisource.org/wiki/Main_Page αγγλόγλωσση Βικιθήκη])
*Προκοπίου, [http://en.wikisource.org/wiki/The_Secret_History ''Απόκρυφη Ιστορία''], (από [http://en.wikisource.org/wiki/Main_Page αγγλόγλωσση Βικιθήκη])
*Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ΄ (Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι), Εκδοτική Αθηνών
*Δημήτρη Μπελέζου, ''Βυζαντινός Στρατός'', εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα 2006, ISBN 960-8345-86-3
*Γιάννη Χατζάκη, ''Ιουστινιανός'', εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα 2005, ISBN 960-8345-42-1
*Γεωργίου Θ. Καρδαρά, ''Βυζαντινοπερσικοί Πόλεμοι'', εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα 2006, ISBN 960-8345-66-9
*Λήμματα '''''Βελισάριος''''', '''''Ιουστινιανός''''', '''''Προκόπιος''''', '''''Αντωνίνα''''', '''''Θεοδώρα''''' στις εγκυκλοπαίδειες '''ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ''' και '''ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ'''
*Λήμμα '''''Βελισάριος''''' στην '''ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ'''
*J. Evans, ''Η εποχή του Ιουστινιανού'', εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1999, ISBN 960-210-342-6
*σερ [[Μπάζιλ Λιντελ Χαρτ]], ''Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ιστορίας'', εκδόσεις Ευρώπη
*Χαραλάμπου Παπασωτηρίου, ''Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική 6ος-11ος αι.'', εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004, ISBN 960-7803-10-8
*David Nicolle & Angus McBride, ''Romano-Byzantine armies 4th -9th c.'', Osprey Publishing
*Άρθρα στα περιοδικά ''Στρατιωτική Ιστορία'' (εκδόσεις Περισκόπιο) και ''Ιστορία Εικονογραφημένη'' (εκδοτικός οίκος ΠΑΠΥΡΟΣ)
*John Haldon, ''Οι πόλεμοι του Βυζαντίου'', εκδόσεις Τουρίκη, Αθήνα 2004, ISBN 960-87875-3-X
*[[Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος|Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου]], ''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', βιβλίον θ΄ (Μεσαιωνικός Ελληνισμός Ι), εκδόσεις Γαλαξία, 1969
*Λ. Μαόν (Lord Mahon), ''Ο βίος του Βελισάριου (The Life of Belisarius)'', 1848. Επανεκτύπωση: 2006 Evolution Publishing, ISBN 1-889758-67-1. [http://www.evolpub.com/CRE/CREseries.html] <small>(αγγλικά)</small>
*Εδουάρδος Γίββων, ''[[Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]]'', [http://www.ccel.org/g/gibbon/decline/volume2/chap41.htm κεφ. 41] <small>(αγγλικά)</small>
* {{cite book | last=Martindale | first=John R. | coauthors=Jones, A.H.M.; Morris, J. | title=The Prosopography of the Later Roman Empire | volume=IIIa | year=1992 | publisher=Cambridge University Press | isbn=0521201608 | pages=181-224 |url=http://books.google.com/books?id=fBImqkpzQPsC}}
 
==Εξωτερικές Συνδέσεις==
 
{{Βυζάντιο-επέκταση}}