Βελισάριος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Βήσσμα (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διόρθωση παραπομπών
Βήσσμα (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6:
Υλικό και στοιχεία για το βίο και τη δράση του Βελισάριου διασώζουν αρκετοί Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονικογράφοι. Δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει ο ιστορικός της βασιλείας του Ιουστινιανού [[Προκόπιος]]. Ο τελευταίος διετέλεσε γραμματέας και σύμβουλος του στρατηγού κατά την περίοδο [[527]] έως [[539]] και συνόδευσε τον κύριό του σε πολλές εκστρατείες. Ως αυτόπτης μάρτυρας εξιστόρησε εγκωμιαστικά τα κατορθώματα και τον βίο του Βελισάριου στο έργο «''[[Υπέρ των πολέμων λόγοι]]''». Αργότερα, ο ιστορικός καταφέρεται εναντίον τόσο του Βελισάριου όσο και του Ιουστινιανού στην «''Απόκρυφη Ιστορία''» του, έργο που περιέχει πλήθος υπερβολών και ανακριβειών. Αυτό δεν μειώνει την αξία των πρώτων έργων του, τα οποία αποτελούν και την κύρια πηγή για τη ζωή του Βελισαρίου. Ακολουθούν οι [[Ιωάννης Μαλάλας]] και [[Αγαθίας]] (6ος αι.), [[Θεοφάνης]] (9ος αι.), [[Μιχαήλ Γλυκάς]] (11ος αι.), [[Ιωάννης Ζωναράς]] (12ος αι.), [[Ιωάννης Τζέτζης]] (12ος αι.) κ.ά.<ref>Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, τόμος 11, σελ.263</ref>
 
Ο Βελισάριος γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γερμανίκεια ή Γερμανία της βορειοδυτικής Θράκης κοντά στα σύνορα με την επαρχία του Ιλλυρικού (σημ. [[Βουλγαρία]], κοντά στα σύνορα με την [[ΠΓΔΜ]]) μεταξύ 500 και 505 μ.Χ. Ανήκε σε εκρωμαϊσμένη οικογένεια γαιοκτημόνων, πιθανώς θρακικής καταγωγής.<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ΄, σελ. 155</ref> Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, ενώ από τις διάφορες θεωρίες που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για την καταγωγή του ονόματός του ([[Κέλτες|κελτικό]], [[Γότθοι|γοτθικό]], [[Θράκες|θρακικό]], [[Σλάβοι|σλαβικό]]) καμία δεν έχει τύχει ευρείας αποδοχής.<ref>[http://books.google.com/books?id=fBImqkpzQPsC&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_summary_r&cad=0 Τhe Prosopography of the Later Roman Empire] σελ.182</ref> Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατετάγη ως αξιωματικός στην αυτοκρατορική φρουρά του [[Ιουστίνος Α'|Ιουστίνου Α΄]]. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τον Ιουστινιανό, ο οποίος τον διόρισε στην προσωπική του φρουρά, όπου υπηρέτησε ως «δορυφόρος» ([[βουκελάριος]]). Το γεγονός αυτό υπήρξε το έναυσμα για την ανέλιξή του στα στρατιωτικά αξιώματα, που υπήρξε ραγδαία, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Ως βουκελάριος ανέλαβε μαζί με τον επίσης νεαρό στρατηγό [[Σίττας|Σίττα]] την ηγεσία μιας σειράς τολμηρών έφιππων καταδρομών στην περσική [[Αρμενία]] (Περσαρμενία) αποκομίζοντας πλούσια λεία και πολλούς αιχμαλώτους. Το [[526]] διορίστηκε από τον Ιουστίνο δούκας της [[Μεσοποταμία|Μεσοποταμίας]] και επανέλαβε τις επιδρομές. Αυτή τη φορά όμως συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον Αρμένιο ευγενή [[Ναρσής|Ναρσή]]. Τρία χρόνια αργότερα ο τελευταίος δέχτηκε να περάσει στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας<ref name= "1.13, Evans 214">''Υπέρ των πολέμων λόγοι'' 1.1311-1.12, J. Evans (1999), σελ.214211</ref>
 
και εξελίχθηκε σε έναν από τους ικανότερους στρατηγούς του Ιουστινιανού.
 
==Εναντίον των Περσών – Μάχη της Δάρας==
Γραμμή 13:
:''Βλ. και άρθρο: [[Μάχη της Δάρας]]''
 
Στην Μέση Ανατολή, καθ’ όλη την ύστερη Αρχαιότητα, η υστερορωμαϊκή-βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν αντιμέτωπη με το ισχυρό και καλά οργανωμένο νεοπερσικό κράτος των [[Σασσανίδες|Σασσανιδών]]. Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών ήταν σχεδόν συνεχείς,. κι ακόμηAκόμη και σε περιόδους ειρήνης ή ανακωχής δεν έλειπαν τα μεθοριακά επεισόδια., άλλοτε απλώς οι επιχειρήσεις μεταφέρονταν σε εδάφη γειτονικών κρατών, τα οποία θέλοντας και μη συμπαρεσύρονταν στη δίνη του αέναου καταστροφικού σπαραγμού των ισχυρών γειτόνων τους.
 
Το [[528]] ο Πέρσης βασιλιάς [[Καβάδης Α’]] κατάφερε να σταθεροποιήσει την εξουσία του και έστρεψε την προσοχή του προς Δυσμάς. Με αφορμή την επιρροή των δύο αντιπάλων επί των μικρών περιφερειακών κρατών, [[Λαζική]] και [[Ιβηρία]] στην περιοχή του [[Καύκασος|Καυκάσου]], ξέσπασε το ίδιο έτος ο [[Ιβηρικός πόλεμος]]. Το[[ 529]] ο Βελισάριος αναδείχθηκε σε στρατηλάτη της Ανατολής (''[[magister militum]] per Orientem''), βαθμός που του έδιδε την αρχιστρατηγία στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Διατήρησε τον τίτλο αυτό μέχρι το [[542]], αν και κατά την περίοδο αυτή απασχολήθηκε και σε άλλα μέτωπα.<ref>Δημήτρης Σ. Μπελέζος (2006), σελ. 49</ref>
 
Στην πρώτη μεγάλη μάχη με τους Πέρσες ο Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο οχυρό της Δάρας (529). Οι αντίπαλοί του όμως δεν κατάφεραν να κατακτήσουν το ισχυρό οχυρό, που ήταν ο κύριος στόχος τους, αλλά ούτε και την [[Αντιόχεια]], όπου είχαν επιδράμει οι σύμμαχοι των Περσών Λαχμίδες [[Άραβες]]. Το επόμενο έτος μια περσική στρατιά 40.000 ανδρών υπό τωντον φημισμένο στρατηγό Φιρούζ ([[Περόζης]] στα βυζαντινά κείμενα) βάδισε ξανά κατά του ισχυρού οχυρού της Δάρας. Ο Βελισάριος παρά το ότι διέθετε 25.000 άνδρες, περίμενε τους εχθρούς του έξω από την πόλη έχοντας ετοιμάσει το έδαφος με τρόπο ώστε να εξουδετερώνεται η αριθμητική υπεροχή των Περσών. Λίγο πριν την μάχη ο Περόζης έλαβε ενισχύσεις 10.000 στρατιωτών, ενώ απέρριψε τις ειρηνευτικές προτάσεις του Βελισάριου. Εξέλαβε ως ηττοπαθείς τόσο την πρωτοβουλία του αντιπάλου του να έρθει σε διαπραγματεύσεις όσο και την αμυντική διάταξη των Βυζαντινών.<ref>σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, Οι Μεγάλοι Πόλεμοι της Ιστορίας, εκδόσεις Ευρώπη, σελ. 74</ref> Η μάχη που ακολούθησε εξελίχθηκε όπως είχε υπολογίσει ο Βελισάριος και κατέληξε σε περιφανή νίκη του νεαρού στρατηγού με βαριές απώλειες για τους Πέρσες. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη που απέσπασε το Βυζάντιο από τους Σασσανίδες μετά από πολλά χρόνια.<ref>''Υπέρ name=των πολέμων λόγοι'' "1.13, J. Evans (1999), σελ.214"</ref>
 
Ωστόσο ο Καβάδης δεν αποθαρρύνθηκε. Την επόμενη χρονιά ([[531]]) απέστειλε στην βυζαντινή [[Συρία]] μια δύναμη 15.000 ανδρών που ενώθηκε με πολυπληθείς Άραβες συμμάχους. Ο Βελισάριος έσπευσε στην περιοχή με 8.000 στρατιώτες λαμβάνοντας με τη σειρά του σημαντική ενίσχυση από φιλοβυζαντινούς Άραβες. Με επιδέξιους και περίπλοκους ελιγμούς ανάγκασε τους Πέρσες σε υποχώρηση με τους Βυζαντινούς να τους ακολουθούν κατά πόδας. Ο βυζαντινός στρατηγός είχε πρόθεση να αφήσει τους Πέρσες να φύγουν στη χώρα τους, αφού μπορούσε να επιτύχει το στόχο του, δηλαδή την εκδίωξη των εχθρών από τη βυζαντινή επικράτεια, χωρίς ο ίδιος να υποστεί απώλειες. Δυστυχώς γι’ αυτόν, οι στρατιώτες του δεν συμμερίζονταν την άποψή του και επιθυμούσαν διακαώς μία μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Καλλίνικο επί του ποταμού [[Ευφράτης|Ευφράτη]], όπου δόθηκε άγρια και πεισμώδης μάχη με αμφίβολο αποτέλεσμα.<ref>Στρατιωτική Ιστορία, τχ 126, σελ. 64</ref> Ο στρατός του Βελισάριου βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί για να μην συντριφθεί.<ref>Ο Προκόπιος θεωρεί ότι ο Βελισάριος δεν νίκησε λόγω της απόφασης των Αράβων συμμάχων του να εγκαταλείψουν την παράταξη στη μέση της μάχης και ότι χάρη στην προνοητικότητα του κυρίου του αποφεύχθηκε η καταστροφή (''Υπέρ των πολέμων λόγοι'' 1.18). Ο χρονικογράφος Ιωάννης Μαλάλας ωστόσο περιγράφει διαφορετικά το γεγονός. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο Ιουστινιανός διέταξε έρευνα για την εξακρίβωση της αλήθειας, τα πορίσματα της οποίας ήταν ότι στη μάχη διακρίθηκαν δύο δούκες, ονόματι Σουνίκας και Σίμμας, οι οποίοι με τις ενέργειές τους αποσόβησαν την καταστροφή της βυζαντινής παράταξης (J. Evans (1999), σελ.215).</ref> Αλλά και οι Πέρσες είχαν μεγάλες απώλειες, γι’ αυτό μετά την υποχώρηση των εχθρών τους, αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης αρκούμενοι στα πλούσια λάφυρά τους.
Γραμμή 29:
Η άφιξη του Βελισάριου στην Κωνσταντινούπολη βρήκε την πρωτεύουσα σε αναβρασμό λόγω των ταραχών που επικρατούσαν μεταξύ των φατριών του ιπποδρόμου, κυρίως των [[Βένετοι|Βένετων]] και των [[Πράσινοι (Βυζάντιο)|Πράσινων]]. Ο Ιουστινιανός προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί τις διαφορές των ομάδων αυτών και να τις εντάξει στα πολιτικά του σχέδια, κατάφερε μόνον να εκτραχύνει την κατάσταση που κατάληξε στην περίφημη ''Στάση του Νίκα'' (αρχές του [[532]]). Σύσσωμοι οι οπαδοί και των δύο παρατάξεων παραμερίζοντας τις διαφορές τους, εξεγέρθηκαν κατά του αυτοκράτορα.
 
Ο Βελισάριος επέδειξε μεγάλο ζήλο για την καταστολή της εξέγερσης. Οι αρχικές προσπάθειές του όμως δεν τελεσφόρησαν λόγω της απόφασης πολλών στρατιωτών της ανακτορικής φρουράς να μείνουν ουδέτεροι σ’ αυτήν την εσωτερική σύγκρουση. Ο θρόνος του Ιουστινιανού σώθηκε την τελευταία στιγμή από την αγέρωχη παρότρυνση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Τελικά οι στρατηγοί Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος, που(ο είχετελευταίος εντη τωστιγμή μεταξύεκείνη επιστρέψειβρισκόταν απότυχαία τοστην ανατολικόΚωνσταντινούπολη μέτωπο,επιστρέφοντας στην διοίκηση του Ιλλυρικού μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στην ανατολή) συντόνισαν τις ενέργειές τους και περικύκλωσαν τον εξαγριωμένο όχλο στον ιππόδρομο, όπου ακολούθησε μεγάλη σφαγή. Η συμβολή του Βελισάριου στην καταστολή της στάσης και η αμέριστη υποστήριξη που παρείχε στον κλονιζόμενο Ιουστινιανό, έκανε τον στρατηγό έναν από τους πλέον έμπιστους συνεργάτες του αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα ήταν η ανάθεση της εκστρατείας εναντίον των Βανδάλων, που ο Ιουστινιανός ήδη σχεδίαζε.<ref>λήμμα Βελισσάριος στην ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ</ref>
 
==Οι Πόλεμοι στη Δύση==
Γραμμή 53:
Όμως ο Βελισάριος κατάφερε σε ελάχιστο χρόνο να επαναφέρει την πειθαρχεία στις ρωμαϊκές δυνάμεις της Αφρικής και να επιστρέψει στην Ιταλία. Αποβιβάστηκε στο νότιο άκρο της [[Καλαβρία|Καλαβρίας]] (αρχές καλοκαιριού του [[536]]) και προέλασε ταχύτατα προς Βορρά. Οι ελληνόφωνοι κατά κύριο λόγο πληθυσμοί υποδέχονταν τους Βυζαντινούς σαν ελευθερωτές. Ακόμη και οι γοτθικές δυνάμεις της περιοχής, υπό την ηγεσία του γαμβρού τού Θευδάτου, παραδόθηκαν στον Βελισάριο χωρίς καν να προβάλουν αντίσταση. Η προέλαση διακόπηκε κάτω από τα τείχη της [[Νάπολη|Νεάπολης]]. Η πόλη αυτή διέθετε ισχυρή γοτθική φρουρά, ίση με τη δύναμη του Βελισάριου. Επίσης η οχυρή θέση της ενθάρρυνε τους κατοίκους της να αντισταθούν στον Βυζαντινούς. Πράγματι, η πόλη αντιστάθηκε επιτυχώς για έναν μήνα περίπου, σε σημείο που ο Βελισάριος ετοιμάστηκε να άρει την πολιορκία για να μην χρονοτριβήσει περαιτέρω. Τότε όμως, κάποιοι στρατιώτες του βρήκαν τυχαία μία δίοδο προς το εσωτερικό των τειχών μέσα από το υδραγωγείο της πόλης. Ένα απόσπασμα 400 επίλεκτων ανδρών εισήλθε στην πόλη και άνοιξε τις πύλες για τον υπόλοιπο στρατό.<ref>[[Εδουάρδος Γίββων]] (Edward Gibbon), Chapter XLI, [http://www.ccel.org/g/gibbon/decline/volume2/chap41.htm#naples Belisarius invades Italy, and reducces Naples, A.D. 537.]</ref>
 
Η πτώση της Νεάπολης (536) συγκλόνισε τους Οστρογότθους. Υπεύθυνος θεωρήθηκε ο Θευδάτος που δεν είχε πράξει κάτι σημαντικό στον στρατιωτικό τομέα για την αναχαίτιση του Βελισάριου. Ο ηγεμόνας των Γότθων εκθρονίστηκε και λίγο αργότερα εκτελέστηκε, ενώ τη θέση του κατέλαβε ένας γηραιός στρατηγός τουτού Θευδέριχου, ο [[Ουΐτιγγης]] ή Βίτιγκ. Ο τελευταίος άφησε ισχυρή φρουρά στη Ρώμη και έφυγε για τη [[Ραβέννα]], όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των γοτθικών στρατευμάτων. Επιπλέον αντιμετώπιζε μια [[Φράγκοι|φραγκική]] εισβολή στη βόρειο Ιταλία, για την οποία, όπως και στην περίπτωση της επαναστατημένης εναντίον του Γελίμερου Σαρδηνίας, ευθυνόταν οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ιουστινιανού.<ref>Χ. Παπασωτηρίου (2004), σελ.109</ref>
 
Ο Ουΐτιγης εξαγόρασε την αποχώρηση των Φράγκων από την Ιταλία με χρυσό και εδαφικές παραχωρήσεις και σύντομα ήταν έτοιμος να αντεπιτεθεί στους Βυζαντινούς. Ενόσω βρισκόταν στην Ραβέννα, παντρεύτηκε την κόρη της Αμαλασούνθας, [[Ματασούνθα]] για να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Εν τω μεταξύ ο Βελισάριος είχε γίνει κύριος της Αιώνιας Πόλης αναίμακτα. Η παλαιά Ρώμη άνοιξε τις πύλες της στους στρατιώτες της Νέας Ρώμης μετά από σύντομες διαπραγματεύσεις, την ίδια ώρα που η γοτθική φρουρά εγκατέλειπε την πόλη (9 Δεκ. 536). Για τον Ιουστινιανό η ανάκτηση της Ιταλίας είχε επιτευχθεί το ίδιο εύκολα και γρήγορα όπως η βανδαλική Αφρική. Όμως ο Βελισάριος άρχισε να ετοιμάζεται πυρετωδώς για μακρά πολιορκία, καθώς γνώριζε ότι οι Γότθοι θα έκαναν το παν για να ανακτήσουν τη Ρώμη όπως και όλες τις απολεσθείσες περιοχές. Για την υπεράσπιση της Ρώμης δεν διατίθεντο περισσότεροι από 5.000 άνδρες, αφού οι υπόλοιποι επάνδρωναν φρουρές στη Σικελία και την νότιο Ιταλία.<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ΄, σελ.176, J. Evans (1999), σελ.252</ref>
Γραμμή 89:
Στην πρωτεύουσα ο μεσόκοπος στρατηγός έτυχε τιμητικής υποδοχής, αλλά το άστρο του έδυσε προσωρινά. Κουρασμένος και πικραμένος από τις δολοπλοκίες και τις διαβολές των αντιπάλων του, αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο και για μερικά χρόνια ιδιώτευσε. Όμως σε ανύποπτο χρόνο ο Ιουστινιανός χρειάστηκε εκ νέου τις υπηρεσίες του έμπειρου στρατηλάτη και ο Βελισάριος ανταποκρίθηκε με το πλέον εντυπωσιακό και αποτελεσματικό τρόπο.
Το [[559]] η Βαλκανική χερσόνησος συγκλονίστηκε από μία μαζική επιδρομή των Βουλγάρων Κουτριγούρων (ή Βουλγάρων Ούννων ή Κουτριγούρων Ούννων), ενός επιγονικού φύλου των [[Ούννοι|Ούννων]]. Έχοντας επιδράμει κι άλλες φορές στη Βαλκανική είχαν μάθει τις αδυναμίες της αυτοκρατορίας. Παρά τα πολλά οχυρωματικά έργα που κτίστηκαν επί Ιουστινιανού κατά μήκος του [[Δούναβης|Δούναβη]],<ref>Βλ. Κυριάκου Γρηγορόπουλου, ''Το αμυντικό σύστημα του Ιουστινιανού στα Βαλκάνια'', περιοδικό PANZER (εκδόσεων Περισκόπιο), τχ34 σελ. 42-53</ref> η απασχόληση των ρωμαϊκών στρατευμάτων σε ανατολή και δύση, άφηνε τα βόρεια σύνορα εκτεθειμένα στις επιδρομές των νομάδων. Το έτος αυτό παρουσιάστηκε μια πολύ καλή ευκαιρία για τους Κουτρίγουρους, οι οποίοι διάβηκαν τον παγωμένο Δούναβη μαζί με πλήθος [[Σλάβοι|Σλάβων]] υποτακτικών. Χωρίστηκαν σε τρία μέρη και μια από τις τρεις ομάδες κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη.
 
Έντρομος ο Ιουστινιανός ανακάλεσε τον Βελισάριο και του ανέθεσε την αναχαίτιση των επιδρομέων. Καθώς δεν υπήρχαν υπολογίσιμες δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή, ο Βελισάριος στρατολόγησε ένα ετερόκλητο πλήθος από μέλη των δήμων της πρωτεύουσας και χωρικούς από τη Θράκη που είχαν καταφύγει στην Πόλη εν όψει του κουτριγουρικού κινδύνου. Τον πυρήνα του στρατού αποτελούσαν 300 παλαίμαχοι στρατιώτες του Βελισάριου, σύμφωνα με τον [[Αγαθίας|Αγαθία]] που διηγείται την ιστορία. Ο έμπειρος στρατηγός κατατρόπωσε τους νομάδες με τέχνασμα. Αναμένοντας την επίθεση μία δύναμης 2.000 ιππέων, έκρυψε 200 από τους παλαίμαχούς του και έδωσε εντολή στους πολυάριθμους απειροπόλεμους που είχε μαζί του να κραυγάζουν όσο το δυνατόν δυνατότερα κατά την επίθεση. Πράγματι, όταν εμφανίστηκαν οι εχθροί, ο Βελισάριος και ο στρατός του κάλπασαν με ιαχές εναντίον του, ενώ παράλληλα η ενεδρεύουσα δύναμη πλαγιοκόπησε τους εισβολείς. Εμβρόντητοι οι τελευταίοι, πίστευσαν ότι δέχονται επίθεση από κατά πολύ υπεράριθμους αντιπάλους και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Σύμφωνα με τον Αγαθία, οι Κουτρίγουροι έχασαν περί τους 400 άνδρες ενώ οι απώλειες των Βυζαντινών ανέρχονταν σε μερικούς τραυματίες.<ref>λήμμα '''''Βελισσάριος''''' στην ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ</ref> Κατ’ αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο αποσοβήθηκε η άμεση απειλή κατά της Κωνσταντινούπολης, ενώ την οριστική εξάλειψη του κινδύνου ανέλαβε η διπλωματία του Ιουστινιανού, στρέφοντας εναντίον των Κουτριγούρων τους συγγενείς τους, [[Ουτίγουροι|Ουτίγουρους]].
Γραμμή 104:
Η ζωή και τα κατορθώματά του έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τους αιώνες και τροφοδότησαν πολλούς θρύλους και διηγήσεις. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της στρατιωτικής ευφυΐας και ανδρείας και αποδιδόταν σε δαφνοστεφείς στρατηγούς, όπως ο δημοφιλής [[Ιωάννης Κουρκούας]] ([[10ος αιώνας|10ος αι.]]) που ονομάστηκε από τους συγχρόνους του «''άλλος [[Τραϊανός]] ή Βελισάριος''».<ref>Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Η΄ (Μεσοβυζαντινοί χρόνοι), Εκδοτική Αθηνών, σελ. 63</ref> Επίσης, ιδίως από τον [[11ος αιώνας|11ο αι.]], στην ιστορική παράδοση υπεισέρχονται στοιχεία και περιστατικά από βίους και κατορθώματα άλλων προσωπικοτήτων. Επιπλέον, οι διηγήσεις που αναφέρονται στον Βελισάριο, παίρνουν έναν έντονα δραματικό χαρακτήρα, επηρεασμένες από τις έντονες μεταβολές της τύχης του ήρωά τους και τις τεταμένες σχέσεις του με τα ανάκτορα. Ο [[Μιχαήλ Γλυκάς]] (11ος αι.) δραματοποιεί τις τύχες του Βελισάριου αναφέροντας ότι ο νικητής Περσών, Βανδάλων, Γότθων και Ούννων καθόταν αναμένοντας από τον δήμιο να τον αποκεφαλίσει. Τον επόμενο αιώνα ο [[Ιωάννης Ζωναράς]] προχωρεί ακόμη περισσότερο λέγοντας ότι ο Βελισάριος έμεινε φυλακισμένος μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ ο [[Ιωάννης Τζέτζης]] περιγράφει πώς ο ήρωάς του τυφλώθηκε και αναγκάστηκε να επαιτεί από τον μνησίκακο Ιουστινιανό.<ref>Παπαρηγόπουλος (1969), βιβλίον θ΄, σελ.175-176</ref>
 
Στα τέλη της βυζαντινής περιόδου εμφανίζεται η «''Διήγησις του θαυμαστού ανδρός του λεγομένου Βελισσαρίου''» ή απλούστερα «''Διήγησις ή Ριμάδα περί Βελισαρίου''» ή «''[[Βελισαρίου Μυθιστόρημα]]''». Πρόκειται περί ηθικοδιδακτικού ποιήματος, που αναφέρεται στην μεγάλη δόξα του ήρωα και την τραγική κατάληξή του, σύμφωνα με τις περί τύφλωσης και επαιτείας περιγραφές. Η «Διήγησις» τυπώθηκε για πρώτη φορά το [[1525]] στη [[Βενετία]] και επηρέασε σημαντικά την εικόνα του Βελισάριου στη [[Δυτικός Κόσμος|Δύση]]. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα ότι για αιώνες στη Δύση, οι λαϊκές περιγραφές και διηγήσεις είχαν επικρατήσει των πραγματικών γεγονότων. Έτσι, κατά τους νεώτερους χρόνους πολλοί αξιόλογοι συγγραφείς και καλλιτέχνες επηρεαστήκαν και εμπεύστηκανεμπνεύστηκαν από αυτές, συνθέτοντας δοκίμια (όπως το έργο πολιτική αγωγής «''Βελισάριος''» του [[Ζαν-Φρανσουά Μαρμοντέλ]]), μυθιστορήματα ([[Ρόμπερτ Γκρέιβς]] - ''Βελισάριος, το σπαθί του Ιουστινιανού''), δράματα (Ε. Σενκ), ζωγραφικούς πίνακες (Νταβίντ, Ζεράρ) αλλά και συγγράμματα ιστορικής ύλης (Λ. Μαόν).<ref>Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 2, σελ.226. Επίσης '''''Βελισάριος''''' λήμμα ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ</ref>
 
==Ο Βελισάριος ως στρατηγός==