Ποινική προδικασία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 4:
 
==Άσκηση Δίωξης==
Ο [[Εισαγγελέας]], με το που λάβει γνώση της τέλεση ενός [[έγκλημα|εγκλήματος]] είτε μετά από ενημέρωση Αρχής, είτε μετά από [[έγκληση]] του παθόντος είτε μετά από [[μήνυση]] τρίτου είτε μόνος του (αυτεπαγγέλτως), οφείλει να ασκήσει [[ποινική δίωξη]] (εφόσον συντρέχουν καταφενείςκαταφανείς λόγοι) κατά του φερόμενου ως ενόχου. Μόνο αν η επαπειλούμενη κατηγορία είναι προφανώς αβάσιμη οφείλει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Η υπόθεση όμως μπορεί να μην είναι ξεκάθαρη και να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Αν δεν είναι ξεκάθαρη και οδηγηθεί κατ’ ευθείαν στο ακροατήριο, μπορεί να ταλαιπωρηθούν αθώοι και να μην ξεκαθαρίσει η υπόθεση ή να δικάζεται για μακρό χρόνο. Το [[δίκαιο|δίκαιό]] μας δεν επιθυμεί να ερευνά ο εισαγγελέας τη βασιμότητα των καταγγελιών που του γίνονται (με [[μήνυση]] ή [[έγκληση]]), επειδή αυτός είναι που θα προσπαθήσει να στηρίξει την κατηγορία στο ακροατήριο και ενδέχεται να μην είναι αντικειμενικός. Έτσι αναθέτει τη διερεύνηση της βασιμότητας της μήνυσης σε έναν ανεξάρτητο δικαστή, τον [[ανακριτής|ανακριτή]] ή τον [[πταισματιδίκηςπταισματοδίκης|πταισματοδίκη]].
 
==Διαδικασία του Αυτοφώρου==