Διγλωσσία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Tzatziki (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Στη [[γλωσσολογία]], '''διγλωσσία''' είναι μια κατάσταση όπου, σε μια δεδομένη κοινωνία, υπάρχουν δύο (συχνά) στενά συνδεδεμένες γλώσσες, μια υψηλού γοήτρου, που χρησιμοποιείται γενικά από την κυβέρνηση, τους επίσημους εκπρωσόπουςεκπροσώπους καθώς και διάφορα μέσα, και μια χαμηλού γοήτρου, η οποία είναι -μερικές φορές προφορική- ιδιωματική γλώσσα. Η γλώσσα υψηλού γοήτρου τείνει να είναι τυποποιημένη, ενώ η χαμηλού γοήτρου απλή και πιο ασαφής όσον αφορά τη δομή και το συντακτικό καθώς και πιο ανοικτή στο λεξιλόγιο.
 
Στην [[Ελλάδα]] για μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε διγλωσσία που είναι γνωστή ως [[γλωσσικό ζήτημα]].
 
Με τη ''στενηστενή'' εννοιαέννοια του όρου, η διγλωσσία έχει τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά:
 
1)#Υπάρχουν δύο ποικιλιεςποικιλίες της δεδομένης γλώσσας οπωςόπως προαναφέρθηκε, μια που θεωρείται υψηλού γοήτρου (high variety) και μια που θεωρείται χαμηλού γοήτρου (low variety)
2)#Καθένα αποαπό τα παραπάνω είδη, χρησιμοποιείται για διαφορετικές λειτουργίες, όμως τα δύο αυτά είδη αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους.
3)#Η γλώσσα υψηλού γοήτρου δεν χρησιμοποιείται συνήθως στην καθημερινοτητάκαθημερινότητά μας.
 
 
Η διγλωσσία ως χαρακτηριστικό, αναφέρεται περισσότερο σε κοινωνιεςκοινωνίες και κοινότητες, παρά στους ίδιους τους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος μπορεί βεβαίως να χαρακτηριστεί ως δίγλωσσος, όμως διγλωσσικές ειναιείναι κατακατά κύριο λόγο οι κοινωνίες και οι κοινοτητεςκοινότητες.
 
[[Κατηγορία:Κοινωνιογλωσσολογία]]