Βοώτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 30:
Η ονομασία '''Βοώτης''' εμφανίζεται στην ''[[Οδύσσεια]]'', και επομένως βρίσκεται σε χρήση για σχεδόν 3.000 χρόνια, αν και αρχικά σήμαινε μόνο το φωτεινότερο αστέρα του. Η [[ετυμολογία]] της προέρχεται κατά μία εκδοχή από το ''βους'' (βόδι) και το ''ωθείν'' (την καθοδήγηση, το σπρώξιμο), δηλαδή τον έβλεπαν ως τον οδηγό της ομηρικής `Αμαξας (Μεγάλη `Αρκτος). Αλλά στους νεότερους χρόνους τον φαντάσθηκαν ([[Εβέλιος]]) ως τον κυνηγό που οδηγεί τους [[Κύνες Θηρευτικοί|Θηρευτικούς Κύνες]] κυνηγώντας την `Αρκτο γύρω από το βόρειο ουράνιο πόλο: Ο `Αγγλος ποιητής [[Καρλάιλ]] γράφει στο ''Sartor Resartus'':
: <center>''«Τι να σκέφτεται ο Βοώτης γι'αυτούς, καθώς οδηγεί τα κυνηγόσκυλά του πάνω απ' το ζενίθ;»''</center>
Μία άλλη ετυμολόγηση είναι από το ''βοητής'' (βουερός, θορυβώδης), εξαιτίας των κραυγών του οδηγού προς τα ζώα του ή του κυνηγού καθώς κυνηγά. Σε λατινικές μεταφράσεις της ''Αλμαγέστης'' η ιδέα αυτή δίνει τις ονομασίες '''Vociferator, Vociferans, Clamans, Clamator
Αρκετά συνηθισμένα ήταν και τα ονόματα '''Αρκτοφύλαξ''' και '''Αρκτούρος''' (ο φύλακας και ο φρουρός της αρκούδας), με το πρώτο συνήθως να χρησιμοποιείται για τον αστερισμό και το δεύτερο για τον φωτεινότερο αστέρα του, όπως συμβαίνει στο [[Γεμίνος|Γεμίνο]], τον [[Κλαύδιος Πτολεμαίος|Πτολεμαίο]] και στα ''Φαινόμενα'' του [[Άρατος ο Σολεύς|Αράτου]]. Οι μεταφραστές του Αράτου όμως συγχέουν τα δύο ονόματα, παρότι ο [[Κικέρων]] γράφει κάπου καθαρά: ''"'''Arctophylax''', vulgo qui dicitur esse Bootes"''. Με αυτή την μεταγραφή στα λατινικά, ή την '''Artophilaxe''', και ως '''Arcturus''', αμφότερες οι ονομασίες επιβιώνουν για τον αστερισμό μέχρι και το 18<sup>ο</sup> αιώνα μ.Χ.. Ο μεσαιωνικός `Αγγλος ποιητής Τσόσερ (Chaucer) γράφει για ''"ye sterres of Arctour"''. `Αλλες ελληνικές ονομασίες ήταν '''Κάνδαος''' και '''Κανδάων''', ενώ κάποιος σχολιαστής του Αράτου απεκάλεσε τον αστερισμό '''Τρυγετής''', επειδή πρωτογινόταν ορατός κάθε χρόνο πριν την ανατολή του Ηλίου όταν πλησίαζε ο καιρός του τρύγου, παρόμοια με τον αστέρα '''ε''' της [[Παρθένος|Παρθένου]]. Η ονομασία '''Alkalurops''', ή '''Incalurus''' στους ''[[Αλφόνσειοι Πίνακες|Αλφόνσειους Πίνακες]]'' προέρχεται από το ελληνικό '''Καλαύροψ''', το ραβδί του βοσκού, που τώρα είναι η ιδιαίτερη ονομασία του αστέρα μ Βοώτου. Το ραβδί, που τελικώς «μετατράπηκε» σε λόγχη, έδωσε το συνηθισμένο στους `Αραβες '''Al Ramih''', από όπου τα Αναγεννησιακά '''Aramech, Ariamech''' κ.ά. παραλλαγές, ή το '''Al Hamil Luzz''' (ο λογχοφόρος), το '''Kolanza''' του Ριτσιόλι. Ομοίως ο Bayer ανέφερε ότι σε έναν τουρκικό (;;) χάρτη ήταν γραμμένος ως ''Οϊστοφόρος'' (ο φέρων βέλος-η), και αλλού '''Sagittifer''' και '''Lanceator'''. Επίσης, το εναλλακτικό '''Al Haris al Sama''' στην αραβική γραμματεία ήταν αρχικά για τον φωτεινότερο αστέρα, αλλά τελικά αποδόθηκε σε όλο τον αστερισμό.
|