Επίσκοπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Xqbot (συζήτηση | συνεισφορές) μ Ρομπότ: Προσθήκη: nds-nl:Biskop; διακοσμητικές αλλαγές |
|||
Γραμμή 13:
==Ο όρος==
[[
Ο όρος "επίσκοπος" εμφανίζεται ήδη από τα έργα του Ομήρου και σημαίνει "επιβλέπων, φρουρός, επιθεωρητής", και με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται σε διάφορα σημεία στη [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα]]<ref>Βλέπε για παράδειγμα Αριθμοί 4:16· 31:14· Κριτές 9:28· 2 Βασιλέων 11:15.</ref>. Ο αναληφθείς Ιησούς Χριστός αποκαλείται "επίσκοπος" της εκκλησίας<ref>1 Πέτρου 2:25</ref> καθώς αυτός στη συνείδηση των χριστιανών θεωρείται ως επιβλέπων, φρουρός και επιθεωρητής των μελών της εκκλησίας.
Γραμμή 19:
==Στη χριστιανική εκκλησία==
Στην πρωτοχριστιανική κοινότητα οι μαθητές και [[
Ο ορισμός και η σχέση ανάμεσα στη θέση του επισκόπου και το χάρισμα της προφητείας αποτέλεσε ζήτημα μακρόχρονης θεολογική έρευνας και υπήρξε ιδιαίτερα αντιλεγόμενο ζήτημα. Η [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|Ρωμαιοκαθολική]] και [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξη]] θεολογία και παράδοση θεωρούν πως η έννοια προφήτης αποτελεί ιερατική τάξη. Αντίθετα, η [[Προτεσταντισμός|Προτεσταντική]] θεολογία θεωρεί πως ουδέποτε υπήρξε ως αξίωμα αυτή η έννοια αλλά μόνο ως χάρισμα. Για να μπορέσει να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα η έρευνα, αρχικά ενέσκυψε στο φορέα της διαδοχής του ιερατικού αξιώματος.
Γραμμή 26:
Στην Καινή Διαθήκη οι όροι ''επίσκοπος'' και ''πρεσβύτερος'' φέρονται ως συνώνυμοι. Περιγράφουν τους τακτικούς δασκάλους και ποιμένες, οι οποίοι υπηρετούν ως κήρυκες και οδηγοί των μελών κάθε εκκλησίας.
Ορισμένοι μαθητές όπως ο [[Τιμόθεος]] και ο [[Τίτος]], που υπήρξαν συνεργάτες των [[Απόστολοι|Αποστόλων]], περιγράφεται ότι ακολούθησαν κατά τα πρότυπα των Αποστόλων τη μεταβίβαση της εξουσίας. Αυτή γενικά η θέση είναι παραδεκτή απο τη θεολογική έρευνα. Επίσης είναι γενικά παραδεκτό πως κάθε μαθητής συνδεόταν με κάποια πόλη, καίτοι είχε υπερτοπική δικαιοδοσία. Σίγουρα όμως δε ανήκαν ούτε στην τάξη των [[Διάκονος|Διακόνων]], ούτε των επισκόπων, που την εποχή τους συνδεόταν καθαρά με το τοπικό [[
Ένα ακόμα χωρίο το οποίο αποδεικνύει, πως όντως έχουμε ιεράρχιση λειτουργημάτων βρίσκεται στη Ά προς Κορινθίους επιστολή<ref>Ά κορινθίους 12,28-31</ref> που φανερώνει τα ιεραρχικά χαρίσματα αλλά και πως πρόκειται για ειδική τάξη χαρισματούχων, όπου μέλη είχαν προσλάβει και θεσμικό χαρακτήρα. Σε αυτή την περίπτωση είναι αδιόρατη οποιαδήποτε διάθεση διαχωρισμού χαρισματούχου και ιερωσύνης αλλά αποκαλύπτεται πως η τάξη των προφητών αναδεικνύεται ως η εξοχότερη μετά τη Αποστολική.
Γραμμή 53:
====Διαμόρφωση ρόλου και καθήκοντα====
Κατά το πρώτο αιώνα η έννοια του επισκόπου ήταν συνυφασμένη με την έννοια του τοπικού ιερατείου. Τόσο ο ρόλος του επισκόπου, όσο και η αυθεντία του ρόλου από τον εκάστοτε επίσκοπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σήμερα διάφορος ακόμα και από το ρόλο που [[Πρεσβύτερος|πρεσβυτέρου]] του τοπικού ιερατείου. Κατά τη διάρκεια όμως του 2ου αιώνα η έννοια επίσκοπος τόσο σε ότι αφορά το φορέα της θεολογικής αυθεντίας, όσο και το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής λειτουργίας φαίνεται να δέχεται ουσιαστική μετατροπή, όπως μαρτυράται από την διασωθείσα γραμματεία. Έτσι κατά τον 2ο αλλά κυρίως τον 3ο αιώνα ο επίσκοπος πλέον καθίσταται ορατή κεφαλή της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας. Ο πρώτιστος ρόλος του επισκόπου ήταν η διαφύλαξη και η προβολή, ως φορέων της αποστολικής διαδοχής της ακαινοτόμητης παρακαταθήκης της αποστολικής παραδόσεως. Δηλαδή στόχος της καθιέρωσης του θεσμού του επισκόπου είναι να αναδειχθεί σε φύλακα της αποστολικής παραδόσεως. Προς αυτήν της κατεύθυνση δε, κινούνται και οι διασωθέντες επισκοπικοί κατάλογοι του β΄ και γ΄ αιώνα. Το δεύτερο, πολύ μεγάλο καθήκον του επισκόπου ήταν η τέλεση της θείας ευχαριστίας, καθότι στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας συνοψιζόταν η εμπειρία της πραγματικής παρουσίας του Χριστού σε αυτή. Η τέλεση της ευχαριστιακής λειτουργίας μέχρι να εισέλθει η εκκλησία στο ανεπτυγμένο Μητροπολιτικό σύστημα του 3ου και 4ου αιώνα, θα λέγαμε πως ταυτίζεται με τον επίσκοπο. Τη συνείδηση αυτή προβάλει και ο Ιγνάτιος προς τις επισκοπές<ref>Προς Εφεσίους, Μαγνησίους, Τραλλιανούς, Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και επίσκοπο Σμύρνης και διάδοχο την αποστόλων Πολύκαρπο</ref> αναφέροντας «Σπουδάσατε ουν μια ευχαριστία χρήσθαι, μια σαρξ ημών Ιησού Χριστού και εν ποτήριον εις γνώσιν αυτού. Εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτέρω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου». Οι επίσκοποι ως στόμα και κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας ήταν υπεύθυνοι για τον αντιαιρετικό αγώνα. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εννοηθεί και η συνοδικότητα η οποία άρχισε να λειτουργεί κατά τον β αιώνα, ως πρότυπο της αποστολικής συνόδου του 49 μ.Χ., που κύριο στόχο είχε την διατήρηση του ορθού δόγματος αλλά και τη λήψη αποφάσεων οργανωτικών μέτρων με βάση τη ταχεία ανάπτυξη του Χριστιανισμού, αφού το σύνολο των επισκόπων θεωρείτο και ο φορέας της διαχρονικής αυθεντικότητας της βιούμενης από κάθε τοπική εκκλησίας αποστολικής παραδόσεως. Οι πρώτες σύνοδοι ασχολήθηκαν με το φαινόμενο του [[Μοντανισμός|Μοντανισμού]]<ref>Ευσεβίου εκκλ. Ιστ. 5,19,2</ref>. Η ενότητα των επισκόπων επιβεβαιωνόταν με της κοινωνία των επισκόπων. Σε ότι αφορά τη γραμματεία πολλοί θεολόγοι χαρακτηρίζουν πολλές επισκοπικές επιστολές ακόμα και ως συνοδικές. Υπό την έννοια ότι ο χαρακτήρας των επιστολών έχει συνοδικό κύρος, από τον εκάστοτε επίσκοπο αφού εν τέλει ακολουθήθηκε από το σύνολο των εκκλησιών ως αυθεντική του βιώματος της πίστης της εκκλησίας. Στα καθήκοντα του επισκόπου ήταν και χειροτονία νέων επισκόπων. Μέσω του συνοδικού συστήματος, οι κοντινότεροι τοπικά επίσκοποι συναθροίζονταν ώστε εξετάσουν ποιοι από του υποψηφίους αληθώς ήσαν δεδοκιμασμένοι και ελλόγιμοι. Ο κάθε υποψήφιος επίσκοπος θα έπρεπε να διαθέτει προσόντα, όπως ο έντιμος βίος, η εν Χριστώ ορθώς ομολογούμενη πίστη. Στην εκλογή του νέου επισκόπου τρεις επίσκοποι τελούσαν τη [[
==Υποσημειώσεις==
Γραμμή 63:
==Δείτε επίσης==
* [[Τιτουλάριος επίσκοπος]]
* [[Μητροπολίτης]]
* [[Αρχιεπίσκοπος]]
* [[Πατριάρχης]]
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==
Γραμμή 119:
[[lt:Vyskupas]]
[[lv:Bīskaps]]
[[nds-nl:Biskop]]
[[nl:Bisschop]]
[[nn:Biskop]]
|