Brute-force attack: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lady 6thofAu (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lady 6thofAu (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{inuse}}
Η '''brute-force attack''' (''επίθεση ωμής βίας'') αναφέρεται στην εξαντλητική δοκιμή πιθανών [[κλειδί αποκρυπτογράφησης|κλειδιών]] που παράγουν ένα [[κρυπτογράφημα]], ώστε να αποκαλυφθεί το αρχικό μήνυμα. Τέτοιου είδους επιθέσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν όλα τα δυνατά κλειδιά, μπορούν πάντοτε να πραγματοποιηθούν.<ref name="definition">Handbook of Applied Cryptography, by A. Menezes, P. van Oorschot, and S. Vanstone, CRC Press, 1996. Ch. 9 ''Advanced attacks on hash functions'', 9.7.2, σελ. 371</ref> Συχνά όμως ο επιτιθέμενος ξεκινά την επίθεση χρησιμοποιώντας πιο "πιθανά" κατά την άποψή του κλειδιά, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να βρεί το κλειδί πιο γρήγορα. Πρακτικά, η αναζήτηση σταματάει μόλις βρει το κλειδί, χωρίς να χρειαστεί περαιτέρω ενημέρωση της λίστας κλειδιών.
 
Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, η μέθοδος brute-force είναι μέτρο ασφάλειας ενός [[αλγόριθμος κρυπτογράφησης|αλγόριθμου κρυπτογράφησης]]. Ένας αλγόριθμος κρυπτογράφησης θεωρείται "σπασμένος" αν υπάρχει αλγόριθμος κρυπτανάλυσης ο οποίος μπορεί να βρει το κλειδί με μικρότερη πολυπλοκότητα από τη μέθοδο brute-force, ανεξαρτήτως εάν αυτή η προσπάθεια υπολογισμού είναι εφικτή στην πράξη.<ref name="LFbroken">Handbook of Applied Cryptography, by A. Menezes, P. van Oorschot, and S. Vanstone, CRC Press, 1996. Ch. 9 ''Hash Functions and Data Integrity'', 9.33 και 9.34, σελ. 336</ref>
 
Συνήθως, το μήκος των κρυπτογραφικών κλειδιών επιλέγεται με τρόπο τέτοιο, ώστε να απαιτείται υπερβολικά μεγάλος χρόνος υπολογισμών (με βάση τις τρέχουσες υπολογιστικές δυνατότητες) και άρα να μην έχει χρηστική αξία μία τέτοιου είδους επίθεση.