Άννα Μανιάνι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 1:
[[File:Anna-Magnani-Stamp.jpg|right|thumb|250px|Ιταλικό γραμματόσημο με την Άννα Μανιάνι, που εκδόθηκε κατά το έτος του θανάτου της]]
Η '''Άννα Μανιάνι''' ([[Ιταλικά]]: ''Anna Magnani'', [[Ρώμη]], [[7 Μαρτίου]] [[1908]] – [[Ρώμη]], [[26 Σεπτεμβρίου]] [[1973]]) ήταν [[Ιταλία|Ιταλίδα]] [[ηθοποιός]] του [[Θέατρο|θεάτρου]] και του [[Κινηματογράφος|κινηματογράφου]]. Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς του 20ου αιώνα και κατά καιρούς την έχουν αποκαλέσει «στοιχείο της Φύσης», «λύκαινα» και «εκρηκτική σαν ηφαίστειο». Κατά την πολυετή καριέρα της ανανέωσε τη φιγούρα της γυναίκας ηθοποιού και, μέσα από τη δύναμη της ερμηνείας της, άλλαξε τα καλλιτεχνικά στερεότυπα της εποχής της. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Ιταλούς [[Σκηνοθέτης|σκηνοθέτες]] της εποχής της, όπως ο [[Ρομπέρτο
== Βιογραφικά στοιχεία ==
Γραμμή 7:
Γεννήθηκε στις [[7 Μαρτίου]] του [[1908]] σύμφωνα με τα λεγόμενά της στην πόλη της Ρώμης. Το επώνυμό της τής το χάρισε η μητέρα της, μοδίστρα στο επάγγελμα, ενώ η ταυτότητα του πατέρα της είναι υπό αμφισβήτηση. Κατά άλλους επρόκειτο για έναν [[Αίγυπτος|Αιγύπτιο]] αγνώστων στοιχείων, κατά άλλους για έναν αυστριακό συντροφο της μητέρας της, με τον οποίο διέμεναν στην [[Αλεξάνδρεια]]. Η Άννα τελικά επέστρεψε στην Ιταλία όπου και ανατράφηκε από τους παππούδες και τους θείους της. Κατά την παιδική της ηλικία έπαιζε συχνά στους δρόμους, όπου και απέκτησε σκληρή προσωπικότητα, μαθαίνοντας παράλληλα τη λεγόμενη «γλώσσα του δρόμου». Για μία περίοδο φοίτησε εσώκλειστη σε σχολείο το οποίο λειτουργούσαν καλόγριες. Παράλληλα έμαθε να παίζει πιάνο και να τραγουδά, φοιτώντας στο ωδείο της Ακαδημίας της Αγίας Καικηλίας.
Όταν συμπλήρωσε τα δεκαπέντε της χρόνια,
==== Πρώτα θεατρικά βήματα ====
Το ταλέντο της τής εξασφάλισε μια [[υποτροφία]] για δραματική σχολή. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της, συμμετείχε σε ένα περιοδεύοντα θίασο υπό τις οδηγίες του θεατρανθρώπου Ντάριο Νικοντέμι, όπου και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να εγκαταλείψει τις όποιες ανέσεις της ζωής της, να εγκαταλείψει το σπίτι της γιαγιάς της και να τριγυρνά από μέρος σε μέρος για τις ανάγκες των παραστάσεων. Η ίδια δήλωσε κάποτε πως η γιαγιά της τη συνόδεψε η ίδια μέχρι το σταθμό και πως τότε της δημιουργήθηκε η αίσθηση πως δεν θα την ξαναέβλεπε πια. Πράγματι εκείνη απεβίωσε έξι μήνες μετά. ''«Από εκείνη τη στιγμή βρήκα το κουράγιο να κάνω την επανάστασή μου, να βγάλω από μέσα μου εκείνο που πάντα έμενε κρυμμένο, να ουρλιάζω όταν το είχα ανάγκη και να σιωπώ όταν δεν είχα κέφι. Ήταν εκείνη τη μέρα που γεννήθηκε η Μανιάνι»''.
Τα επόμενα έτη έπαιζε ό,τι ρόλο έβρισκε διαθέσιμο, λαμβάνοντας ως αμοιβή τίποτε περισσότερο από 25 λίρες τη μέρα. Στην προσωπική της ζωή υιοθετούσε παράξενα και
Δουλεύοντας άρχισε να αναλαμβάνει σιγά σιγά και πρωταγωνιστικούς ρόλους σε παραστάσεις: ''«Άννα Λουκάστα»'', ''«Κάρμεν»'', ''«Το Πέτρινο Δάσος»'' και ''«Το Επάγγελμα της κας. Γουόρεν»'' για αναφέρουμε κάποιες από αυτές. Δουλεύοντας με τον περιοδεύοντα θίασο είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει ακόμη και στο εξωτερικό, ενώ από τις πολλές επαναλήψεις απομνημόνευσε πολλούς σημαντικούς ρόλους του θεάτρου. Όταν επέστρεψαν στη [[Γένοβα]] το [[1929]], η Άννα ήταν πλέον 21 ετών έχοντας μελετήσει πολύ, έτοιμη πλέον για έναν πραγματικά σημαντικά ρόλο.
Γραμμή 21:
Κατά την εποχή που στην Ιταλία κυριαρχούσε ο [[φασισμός]], εκτός από προπαγανδιστικές ταινίες γυρίζονταν και αισθηματικές κωμωδίες, στις οποίες οι γυναικείες φιγούρες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από αφελείς και ευαίσθητες κοπέλες με μοναδικό στόχο να πραγματοποιήσουν τα απλοϊκά τους σχέδια στον έρωτα. Η Μανιάνι δεν ανταποκρινόταν στην περιγραφή αυτή, θεωρώντας τους ρόλους αυτούς τελείως ψεύτικους. Κρίθηκε δε πως δεν διέθετε φωτογένεια κι έτσι λάμβανε μόνο δεύτερους ρόλους την εποχή εκείνη. Πρώτο της σημαντικό κομμάτι ήταν εκείνο στην ταινία ''«La cieca di Sorrento»'' του [[Νούντσιο Μαλασόμμα]]. Στις επόμενες ταινίες της λαμβάνει την ευκαιρία να εκφραστεί και να πειραματιστεί, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει στο περιθώριο. Εξαίρεση αποτελεί η ταινία ''«Tempo massimo»'' του [[Βιττόριο ντε Σίκα]], όπου και υποδύεται μια μυθομανή, η οποία πιστεύει πως την έχει ερωτευτεί ο εργοδότης της.
Εκείνη την περίοδο απέσπασε την προσοχή ενός όμορφου σκηνοθέτη ταινιών, του [[Γκοφρέντο Αλεσσαντρίνι]] ([[1904]]-[[1978]]). Ερωτεύτηκαν και μετά από μια περίοδο συμβίωσης παντρεύτηκαν το [[1933]]. Ωστόσο ο νέος της σύζυγος
Κατά την «άγρια» αυτή περίοδο ερωτεύτηκε παθιασμένα έναν όμορφο νεαρό ηθοποιό, το Μάσσιμο Σεράτο. Καρπός του έρωτάς τους ήταν ο γιος της Τσελλίνο, τον οποίο αποκαλούσε χαριτωμένα Λούκα. Δυστυχώς ο Λούκα χτυπήθηκε από [[πολυομυελίτιδα]], κάτι που συνέτριψε την Άννα. Ορκίστηκε να του παρέχει την καλύτερη δυνατή θεραπεία και να τον βοηθήσει να ζήσει φυσιολογική ζωή. Έτσι και έπραξε. Ο νεαρός μπόρεσε για ένα διάστημα να περπατήσει με υποστήριξη, εντούτοις τελικά πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε αναπηρικό αμαξίδιο. Για να ανταποκριθεί στα ιατρικά έξοδα, η Μανιάνι αποδεχόταν όποιον καλοπληρωμένο ρόλο μπορούσε να αναλάβει. Σύντομα ζήτησε και έλαβε την υψηλότερη αμοιβή που διδόταν εκείνη την εποχή σε [[Ευρώπη|Ευρωπαία]] ηθοποιό. Όταν εμφανιζόταν σε ταινίες με χαμηλό μπάτζετ, η αμοιβή της αναλογούσε σε μεγάλο ποσοστό του κόστους παραγωγής.
==== Συνεργασίες με το
Η στρατιά των θαυμαστών της συνέχιζε να αυξάνει, και οι Ρωμαίοι την αποκαλούσαν χαϊδευτικά ''«Νανναρέλλα»''. Το [[1944]] γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη [[Ρομπέρτο
Το [[1948]], οι Μανιάνι και
Όταν ο
==== Διεθνής αναγνώριση ====
Η επόμενη επιτυχία της Μανιάνι ήταν η ταινία του 1951 με τίτλο «Bellissima», η γλυκόπικρη ιστορία μιας γυναίκας από την εργατική τάξη, η οποία και προσπαθεί με κάθε μέσο να σπρώξει τη μικρή της κόρη στο χώρο της showbiz. Το [[1952]] ο [[Γαλλία|Γάλλος]] σκηνοθέτης [[Ζαν Ρενουάρ]] της προσέφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μιούζικαλ ''«The Golden Coach»''. Η ταινία γυρίστηκε στην Ιταλία, ωστόσο για λόγους [[μάρκετινγκ]] οι ηθοποιοί κλήθηκαν να ερμηνεύσουν στα αγγλικά. Στο πολύχρωμο αυτό φιλμ η Άννα είχε τη δυνατότητα να αποδείξει τις ικανότητές της στην [[κωμωδία]], το [[Χορός|χορό]] και το τραγούδι, αλλά και να ερμηνεύσει μια έντονα δραματική σκηνή προς το τέλος της ταινίας. Την επόμενη χρονιά συμμετείχε σε μια παραγωγή τεσσάρων επεισοδίων με τίτλο ''«Of Love and Life»'', όπου διακωμώδησε την ίδια της την προσωπικότητα.
Το [[1950]] ο [[Τένεσι Ουίλιαμς]], ο οποίος δήλωνε γοητευμένος από την ομορφιά της, έγραψε ένα θεατρικό έργο ελπίζοντας να την πείσει να υποδυθεί την κεντρική ηρωίδα, η οποία γράφτηκε στα μέτρα της. Ωστόσο η Μανιάνι, φοβούμενη ότι τα αγγλικά της δεν ήταν αρκετά καλά για μια παράσταση του [[Μπρόντγουεϊ]] αρνήθηκε. Ο Γούλιαμς απογοητεύτηκε πάρα πολύ, παρόλο που η [[Η.Π.Α.|
Το «Τριαντάφυλλο στο Στήθος» έκανε πρεμιέρα στο Astor Theater στη [[Νέα Υόρκη]] στις [[12 Δεκεμβρίου]]. Η Paramount επιθυμούσε φυσικά η σταρ να είναι παρούσα, ωστόσο εκείνη είχε αναχωρήσει για την Ιταλία αμέσως μόλις τα γυρίσματα έλαβαν τέλος. Ορθά κοφτά αρνήθηκε να παραστεί στην πρεμιέρα δηλώνοντας πως δεν σκόπευε να αφήσει για κανένα λόγο μόνο το γιό της τα [[Χριστούγεννα]]. Για την ερμηνεία της η Άννα τιμήθηκε από την Ένωση Κριτικών της Νέας Υόρκης, απέσπασε τη [[Χρυσή Σφαίρα]] γυναικείας δραματικής ερμηνείας και κατόπιν έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ. Χωρίς να ξαφνιάσει κανέναν νίκησε, ωστόσο δεν ήταν παρούσα στην τελετή απονομής του βραβείου. Όταν τελικά της μίλησαν στο τηλέφωνο λίγο μετά την τελετή, με βαρειά από τον ύπνο φωνή, άρχιζε να ξεφωνίζει σε εκείνον που την πήρε για την κακόγουστη φάρσα που επέλεξε να της κάνει. Κλείνοντας άρχισε τρισευτυχισμένη να πηδά από τη χαρά της. Αργότερα δήλωσε σε κάποιον δημοσιογράφο πως είχε νιώσει ''«σαν να είχε μόλις χτίσει το [[Κολοσσαίο]]»''. Το έγκριτο περιοδικό Life την παρομοίασε για άλλη μια φορά με τη Γκρέτα Γκάρμπο.
Μετά από μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας εργάστηκε στην πατρίδα της, το [[1957]] εμφανίστηκε τελικά στην απονομή των Βραβείων Όσκαρ, απονέμοντας το χρυσό αγαλματίδιο στον ηθοποιό [[
==== Όψιμη καριέρα ====
Γραμμή 46:
Σημαντική χρονιά για τη Μανιάνι ήταν το 1962, όταν συμμετείχε στην ιταλική ταινία του [[Πιερ Πάολο Παζολίνι]] ''«Mamma Roma»'', στο ρόλο μιας μεσήλικης [[Πορνεία|πόρνης]] που προσπαθεί να γλυτώσει από το δυσάρεστο επάγγελμά της. Όταν ο 16χρονος γιος της μαθαίνει την αλήθεια για τη ζωή της, η ηρωίδα έχει να αντιμετωπίσει την επανάστασή του, αλλά και την απόφασή του να γίνει κακοποιός. Το [[1966]] επέστρεψε στο θεατρικό σανίδι σε μια υψηλά δραματική εκδοχή της ''«Μήδειας»'', που σκηνοθέτησε ο συνθέτης [[Τζαν Κάρλο Μενόττι]]. Την ίδια χρονιά απασχόλησε και πάλι τον τύπο δηλώνοντας δυσαρεστημένη ότι η έτερη ντίβα του ιταλικού κινηματογράφου, η [[Σοφία Λόρεν]], έχτιζε την καριέρα της μιμούμενη τη δική της παρουσία.
Η τελευταία της συμμετοχή σε αμερικάνικη ταινία ήταν το [[1969]], στο ''«The Secret of Santa Vittoria»'', με συμπρωταγωνιστή για άλλη μια φορά τον
==== Θάνατος ====
Η Άννα Μανιάνι πάντα υπήρξε ανήσυχη για θέματα υγείας και είχε τη συνήθεια να κουβαλά μαζί ένα [[θερμόμετρο]] για να ελέγχει τη θερμοκρασία της. Σιγά σιγά η υγεία της άρχισε να χειροτερεύει και τελικά διαγνώστηκε με καρκίνο στο [[πάγκρεας]]. Οι τελευταίες τις ημέρες ήταν θλιμμένες, ωστόσο πλάι σε δικούς της ανθρώπους. Η ηθοποιός έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 65 ετών στις [[26 Σεπτεμβρίου]] [[1973]]. Στο
Το Μάρτιο του 2008, εκατό χρόνια μετά τη γέννηση της ηθοποιού στην Ιταλία διοργανώθηκαν εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν της με το γενικότερο τίτλο «Ciao Anna».
Γραμμή 221:
|-
| ''The Secret of Santa Vittoria''
| ''Το μυστικό της Σάντα Βιτόρια''
|-
| rowspan = 1 | 1970
|