Ανδρογυνισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ca:Androgínia
Cogiati (συζήτηση | συνεισφορές)
σημασία στην Ελληνική
Γραμμή 1:
{{Μετάφραση}}
 
Η λέξη '''ανδρόγυνο''' πρόερχεται από την [[Ελληνική γλώσσα]] και συνδυάζει τις λέξεις [[άνδρας]] και γυνή, δηλαδή [[γυναίκα]], και χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που συνδυάζουν αντρικά με θηλυκά χαρακτηριστικά, είτε σε θέματα προσωπικότητας ή μόδας, είτε σε όσον αφορά το σώμα τους ([[ερμαφροδιτισμός]]).<ref name="oed-androgyny">{{OED|androgyny}}</ref> Στην Ελληνική γλώσσα η λέξη ανδρόγυνο σημαίνει ερωτικό ζευγάρι γυναίκας με άντρα.<ref>Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με Αναγωγή στην Αρχαία Ελληνική, Γρηγορόπουλος Δ., Μπαλιάτσας Β., Μπαλιάτσας Δ., Αρβανίτη Ε., Τσίγκρη Π., Εκδόσεις Έννοια, 2002</ref>
 
== Ως ταυτότητα φύλου ==