Αρνησικυρία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: en:Veto
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
'''Αρνησικυρία''' ονομάζεται η άρνηση μιας [[Κράτος|κρατικής]] αρχής να επικυρώσει [[Νόμος|νόμο]] ή απόφαση κάποιας άλλης, έστω κι αν η δεύτερη είναι η καθ' ύλην αρμόδια, προκαλώντας επαναδιαπραγμάτευση ή σπανιότερα ακύρωσή του. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης σεστους περισσότερους [[Διεθνείς οργανισμοί|διεθνείς οργανισμούς]] και αναφέρεται στην άρνηση ενός εταίρου να συνυπογράψει απόφαση των συλλογικών οργάνων, οδηγώντας στην ακύρωσή της.
 
Συχνά χρησιμοποιείται επίσης ο διεθνής όρος '''βέτο''', προερχόμενος από τη [[Λατινική γλώσσα|λατινικήλατινικό]] λέξηρήμα ''veto'' που σημαίνει ''παρεμποδίζω''. Η λέξη αυτή μας φέρνει πίσω στα πρώτα χρόνια εφαρμογής της συγκεκριμένης πρακτικής, όταν καθένας από τους δύο [[Ύπατος|υπάτους]] της [[Ρωμαϊκή Δημοκρατία|Ρωμαϊκής Δημοκρατίας]] μπορούσε να ακυρώσει τις αποφάσεις του άλλου - αν και τότε δεν ονομαζόταν στην πραγματικότητα ''veto'' αλλά ''intercessio''.
 
Η αρνησικυρία αποτελεί ένα ακραίο μέσο για την άσκηση πολιτικής, αξιοποιούμενο κυρίως σε διεθνείς οργανισμούς, όταν κάποιος από τους εταίρους νιώθει ότι μια απόφαση απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα ή ζωτικά συμφέροντά του. Αντίθετα, στο εσωτερικό δίκαιο (ιδίως στις σύγχρονες [[Δημοκρατία|δημοκρατίες]]) αποφεύγεται, λόγω της μεγάλης πιθανότητας να οδηγήσει σε κρίση. Παραδείγματος χάριν, στην [[Ελλάδα]] η απειλή βέτο που προέβαλε το [[1965]] ο [[Μονάρχης|βασιλιάς]] [[Κωνσταντίνος Β΄ της Ελλάδας|Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ]] εναντίον της απόφασης του [[Πρωθυπουργός|πρωθυπουργού]] [[Γεώργιος Παπανδρέου|Γεωργίου Παπανδρέου]] να διορίσει το γιο του [[Ανδρέας Παπανδρέου|Ανδρέα]] [[Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (Ελλάδα)|υπουργό Αμύνης]], είχε ανοίξει το δρόμο στην εννεαετή πολιτειακή ανωμαλία που ακολούθησε (παραίτηση κυβέρνησης, [[Αποστασία του 1965|Αποστασία]], [[Χούντα των Συνταγματαρχών]]).
Η αρνησικυρία αποτελεί ένα ακραίο μέσο για την άσκηση πολιτικής. Στο εσωτερικό δίκαιο μπορεί να ασκηθεί από πολύ μικρό αριθμό αρχών, συνήθως μόνο από τον αρχηγό του κράτους (ή και από τη [[Γερουσία]], σε κράτη που διαθέτουν δύο κοινοβούλια). Ακόμα κι έτσι, όμως, πολύ σπάνια γίνεται χρήση του δικαιώματος - π.χ. στην [[Ελλάδα]] ο [[πρόεδρος]] δεν έχει ασκήσει ποτέ βέτο από τη [[Μεταπολίτευση]] έως σήμερα. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται ευρύτερα σε διεθνείς οργανισμούς.
 
Σε κάθε περίπτωση, το ποιοι έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας, έναντι ποίου, για ποια ζητήματα και τι συνέπειες αυτή παράγει, καθορίζεται όχι από απλές διατάξεις, αλλά από κείμενα αυξημένης ισχύος: για το εσωτερικό δίκαιο από τα [[Σύνταγμα|συντάγματα]], για τους διεθνείς οργανισμούς από τους καταστατικούς χάρτες τους.
Γραμμή 12:
* ''Απόλυτη'', όταν η άσκησή της συνεπάγεται την ακύρωση του νόμου/απόφασης. Στο εσωτερικό δίκαιο εμφανίζεται πια κυρίως σε απολυταρχικά καθεστώτα, όπου π.χ. ο [[Απόλυτη μοναρχία|απόλυτος μονάρχης]] μπορεί να ακυρώσει νόμο ψηφισμένο απ' το [[κοινοβούλιο]]. Συνηθίζεται όμως σε διεθνείς οργανισμούς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το [[Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών|Συμβούλιο Ασφαλείας]] του [[ΟΗΕ]]: εάν κάποιο από τα πέντε μόνιμα μέλη του ασκήσει βέτο, αυτό οδηγεί αυτομάτως σε ακύρωση της απόφασης, ακόμα και εάν αυτή έχει ληφθεί από όλους τους υπολοίπους.
 
* ''Αναβλητική'', όταν οδηγεί σε αναστολή εφαρμογής και αναπομπή του νόμου/απόφασης στο αρμόδιο όργανο, ώστε να ξανασυζητηθεί. Τέτοιας μορφής είναι για παράδειγμα το δικαίωμα αρνησικυρίας του αρχηγού κράτους στις περισσότερες [[Δημοκρατία|δημοκρατίες]], αν και οι συνέπειές του δεν είναι ομοιόμορφες: Στην Ελλάδα, εάν ο [[Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας|πρόεδρος της Δημοκρατίας]] αρνηθεί να επικυρώσει κάποιο νόμο, τότε αυτός επανεισάγεται στη [[Βουλή των Ελλήνων|Βουλή]] - εάν ξαναψηφιστεί, ο πρόεδρος δεν έχει δικαίωμα δεύτερου βέτο. Σε άλλες χώρες, όπως στις ΗΠΑ, ο νόμος ακυρώνεται εάν δεν ξαναψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία. Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις που η προεδρική αρνησικυρία οδηγεί όχι σε νέα συζήτηση στη Βουλή αλλά σε [[δημοψήφισμα]], όπως στην [[Ισλανδία]].
 
[[Κατηγορία:Συνταγματικό Δίκαιο]]