Βάρβαροι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: sq:Barbarët |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
{{πηγές|13|05|2010}}
Ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Αρχαίους Έλληνες και αργότερα απο τους Μεσσαιωνικούς Έλληνες ως εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη, με την οποία, μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, χαρακτήριζαν όλους εκείνους που δεν ήταν Έλληνες, τους αλλοδαπούς. Καταδεικνύει
Η ετυμολογία της δηλώνει αυτόν που λέει «''βαρ-βαρ''», αυτόν δηλαδή που για τους [[Έλληνες]] μιλάει ακατάληπτα, ακατανόητα.
Από τον 5ο αιώνα και μετά, η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται και με χαρακτήρα μειωτικό έναντι όλων εκείνων που δεν ήταν Έλληνες, αποκτώντας πλέον μία σειρά από σημασίες, και μπορούσε να σημαίνει κατά περίπτωση, τον διανοητικά κατώτερο, τον κτηνώδη, τον άνθρωπο που ρέπει προς την υποταγή. Άλλωστε, ο [[Ισοκράτης]] προτρέπει το Φίλιππο να κυριεύσει τους
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες χαρακτήριζαν και τη ζωή έξω από την [[
Η σημερινή έννοια της λέξης βάρβαρος ως απολίτιστος αντί ως μη-
|