Φυσικό Δίκαιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Αφαίρεση: az:Təbii Hüquq |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 17:
Ο Αριστοτέλης συμφωνεί ότι το φυσικό δίκαιο (η Δικαιοσύνη) έχει το αυτό κύρος παντού και ανευρίσκεται με τη λογική, αποκλείοντας τους βαρβάρους, κάνοντας έτσι λόγο όπως και ο Πλάτων για δικαίωμα μόνο εκείνων που είχαν ευγενή καταγωγή και πλούσια παιδεία.
Τέλος περί τον [[3ος αιώνας π.Χ.|3ο αιώνα π.Χ.]] οι [[Στωικοί]] φιλόσοφοι εισήγαγαν στην
===Ρωμαϊκή περίοδος===
Γραμμή 26:
Κατά τον [[Μεσαίωνας|Μεσαίωνα]], η Εκκλησία αποτελούσε το κέντρο μάθησης έτσι οι κληρικοί ανέλαβαν να προσαρμόσουν την έννοια του δικαίου στη φιλοσοφική διδασκαλία. Αυτό το πέτυχαν ταυτίζοντας το φυσικό νόμο των αρχαίων στο πλαίσιο του θείου νόμου. Τον τρόπο αυτό ακολούθησε ιδιαίτερα ο Γρατιανός που έχει αποκληθεί "πατέρας του Κανονικού Δικαίου" (Εκκλησιαστικού Δικαίου) στηριζόμενος στη θεία ρήση: "''ό σύ μισείς ετέρω μη ποιήσεις''".
Ακολούθως, τον [[13ος αιώνας|13ο αιώνα]], o Άγιος [[Θωμάς Ακινάτης]] επαναλαμβάνοντας την
Παράλληλα, άλλοι Σχολαστικοί φιλόσοφοι, όπως ο Τζων Ντανς Σκότους, ο Γουλιέλμος του Όκαμ και ο Φρανθίσκο Σουάρεθ, τόνιζαν περισσότερο τη σημασία της "θείας βούλησης" (βουλησιαρχία) ως πηγή φυσικού δικαίου και όχι της "θείας λογικής". Μάλιστα ο πρώτος ο Σκότους διακρίνει ότι ο θεός έχει δύο εξουσίες την απόλυτη (της δημιουργίας) και τη ρυθμιστική (λειτουργική) μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται συσχέτιση. Έτσι ο θείος αιώνιος νόμος (απόλυτη εξουσία) μπορεί να μην ανακλάται επακριβώς στις εντολές του, (ρυθμιστική εξουσία), υπό το στοιχείο της αυθαιρεσίας της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου.
|