Διγλωσσία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Oustaman (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Στη [[γλωσσολογία]], '''διγλωσσία''' είναι μια κατάσταση όπου, σε μια δεδομένη κοινωνία, υπάρχουν δύο (συχνά) στενά συνδεδεμένες γλώσσες, μια υψηλού γόητρου, που χρησιμοποιείται γενικά από την κυβέρνηση τους επίσημους εκπρωσόπους καθώς και διάφορα μέσα, και μια χαμηλού γοήτρου, η οποία είναι -μερικές φορές προφορική- ιδιωματική γλώσσα. Η γλώσσα υψηλού-γοήτρου τείνει να είναι τυποποιημένη, ενώ η χαμήλου γοήτρου απλή και πιο ασαφής οσον αφορά την δομή και το συντακτικό καθώς και πιο ανοικτή στο λεξιλόγιο.
 
Ο ομιλίτης που μιλάει δυο γλώσσες λέγεται [[δίγλωσσoς]] ή [[δίγλωσσoς|πολύγλωσσος]]
 
{{επέκταση}}
 
[[bg:Многоезичност]]
[[br:Divyezhegezh]]
[[ca:Bilingüisme]]
[[da:Tosproget]]
[[de:Multilingualismus]]
[[es:Bilingüismo]]
[[en:Διγλωσσία]]
[[fr:Bilinguisme]]
[[id:Bilingual]]
[[it:Bilinguismo]]
[[lt:Dvikalbystė]]
[[hu:Többnyelvűség]]
[[nl:Tweetaligheid (kennis)]]
[[ja:多言語]]
[[pl:Dwujęzyczność]]
[[ru:Билингвизм]]
[[fi:Kaksikielisyys]]
[[sv:Flerspråkighet]]
[[zh:多语]]