Ακροκόρινθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Στάθης (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Στάθης (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 4:
Ο '''Ακροκόρινθος''' είναι βράχος ύψους 575 μέτρων που δεσπόζει στην πεδιάδα της [[Κόρινθος|Κορίνθου]]. Στους πρόποδές του ήταν χτισμένη η [[Αρχαία Κόρινθος]] και ο βράχος, λόγω της μορφολογίας του, χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαία χρόνια ως κάστρο ([[Ακρόπολη]]).
== Μυθολογία ==
Σύμφωνα με την [[Ελληνική Μυθολογία]] ιδιοκτήτης της Περιοχής ήταν ο [[Ήλιος (μυθολογία)|θεός Ήλιος]]. Τα κτήματα κάτω από τον Ακροκόρινθο (όπου αργότερα κτίστηκε η [[Αρχαία Κόρινθος|Κόρινθος]]) τα παραχώρησε στον γιο του [[Αιήτη]], αλλά τον Ακροκόρινθο που ήταν το προνομιούχο σημείο της περιοχής, 240 στρέμματα τον χάρισε στην θεά [[Αφροδίτη]] . Η [[Αφροδίτη (μυθολογία)|Αφροδίτη]] δεν συγκινήθηκε καθόλου από αυτό το δώρο, αφού ήταν σαφώς καλύτερα στον [[Όλυμπος|Όλυμπο]].
Προς τιμήν της θεάς, έχτισε η [[Μήδεια]] ένα ναό στη κορυφή του Ακροκορίνθου. Ήταν ένα ταπεινό και λιτό κτίσμα αλλά η κατάσταση άλλαξε δραματικά όταν έφτασε εκεί το νερό. Αυτό ήταν κατόρθωμα του [[Σίσυφος|Σίσυφου]], του παμπόνηρου βασιλιά της [[Αρχαία Κόρινθος|Κορίνθου]], όταν μια φορά είδε τον [[Δίας|Δία]] να απαγάγει την κόρη του [[Ασωπός|Ασωπού]]. Είπε στον [[Ασωπός|Ασωπό]] πού κρύβονταν, με αντάλλαγμα να λύσει το πρόβλημα λειψυδρίας
στον λόφο. Έτσι ο Βράχος απέκτησε την πρώτη του κρήνη την Πειρήνη.
 
== Ιστορία του Ακροκορίνθου ==
Ο Ακροκόρινθος οχυρώθηκε για πρώτη φορά από τον τύραννο [[Περίανδρος|Περίανδρο]] και τον πατέρα του τον [[Κύψελος|Κύψελο]] τον 7ο-6ο αιώνα π.Χ. και σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε [[Ακρόπολη]]. Οι [[Μακεδόνες]] τον 4ο αιώνα π.Χ. επισκεύασαν και ενίσχυσαν τα τείχη. Το [[146 π.Χ.]] ο Ρωμαίος στρατηγός [[Λεύκιος Μόμμιος Αχαϊκός]] κατέστρεψε την Κόρινθο και την Ακρόπολή της, καταλαμβάνοντας επισήμως την Ελλάδα. Ο [[Ιούλιος Καίσαρας]] επισκευάζει το κάστρο το [[44 π.Χ.]]. Μία ακόμα επισκευή γίνεται τον 6ο αιώνα από τον [[Ιουστινιανός|Ιουστινιανό]] και κάποιες προσθήκες παρατηρούνται μέχρι και τον 12ο αιώνα.