Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ir9104 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ir9104 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{πηγές|09|06|2011}}
 
Η '''Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης''' αποτελεί κλάδο της Κοινωνιολογίας[[Κοινωνιολογία]]ς. Παρουσιάζει την [[εκπαίδευση]] ως έναν πολυσύνθετο κοινωνικό θεσμό μετάδοσης γνώσης[[γνώση]]ς αλλά και αναπαραγωγής των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών δομών. Εξετάζει τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού θεσμού μέσω των βασικών θεωριών που εξηγούν τη δομή και κυρίως τις λειτουργίες της εκπαίδευσης, καθώς και τη συσχέτισή της με ευρύτερες αλλαγές των εκπαιδευτικών συστημάτων, κυρίως της Δύσης.
 
Η εκπαίδευση θεωρείται συχνά ως μια θεμελιωδώς αισιόδοξη ανθρώπινη προσπάθεια που χαρακτηρίζεται από φιλοδοξίες για εξέλιξη και βελτίωση. Νοείται από πολλούς ως μέσο για να ξεπερνάμε εμπόδια, να επιτυγχάνουμε μεγαλύτερη ισότητα και να αποκτούμε πλούτο και κοινωνικό στάτους. Η εκπαίδευση γίνεται αντιληπτή ως ένα μέρος όπου τα παιδιά μπορούν να αναπτυχθούν ανάλογα τις ατομικές τους ανάγκες και δυνατότητες. Πολλοί θα έλεγαν ότι ο σκοπός της εκπαίδευσης πρέπει να είναι να βοηθά το άτομο να αναπτύσσει τις δυνατότητες του στο έπακρον και να του δώσει την ευκαιρία να επιτύχει στη ζωή του όσα του επιτρέπουν οι φυσικές του ικανότητες([[αξιοκρατία]]). Λίγοι θα υποστήριζαν ότι κάθε εκπαιδευτικό σύστημα επιτυγχάνει αυτό το στόχο τέλεια. Κάποιοι παίρνουν μια σχετικά αρνητική οπτική, υποστηρίζοντας ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι σχεδιασμένο με τη πρόθεση να επιφέρει τη κοινωνική αναπαραγωγή της ανισότητας.
Γραμμή 17:
Σύμφωνα με τους Σένετ(Sennet) και Κομπ(Cobb), όμως, “το να πιστεύεις ότι οι ικανότητες από μόνες τους καθορίζουν το ποιος αμοίβεται είναι να εξαπατάσαι”. Ο Μέιγκαν(Meighan) συμφωνεί, δηλώνοντας ότι μεγάλοι αριθμοί ικανών μαθητών από εργατικές τάξεις δεν έφτασαν σε ικανοποιητικά επίπεδα στο σχολείο και, επομένως, απέτυχαν να αποκτήσουν τη θέση(στάτους) που τους αξίζει. Ο Τζέικομπ πιστεύει ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι πολιτισμικές εμπειρίες της μεσαίας τάξης που παρέχονται στο σχολείο μπορεί να είναι αντίθετες από εκείνες που λαμβάνουν τα παιδιά της εργατικής τάξης στο σπίτι. Με άλλα λόγια, τα παιδιά της εργατικής τάξης δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένα να ανταπεξέλθουν στο σχολείο. Κατά συνέπεια, βγαίνουν απ’ το σχολείο με τα χαμηλότερα προσόντα και ως εκ τούτου παίρνουν τις λιγότερο επιθυμητές δουλειές κι έτσι παραμένουν στην εργατική τάξη. Ο Σάρτζεντ(Sargent) επιβεβαιώνει αυτό το κύκλο, υποστηρίζοντας ότι η εκπαίδευση στηρίζει τη συνέχεια, η οποία με τη σειρά της στηρίζει τη κοινωνική τάξη. Ο Τάλκοτ Πάρσονς(Talcott Parsons) πίστευε ότι αυτή η διαδικασία, κατά την οποία κάποιοι μαθητές αναγνωρίσθηκαν και επισημάνθηκαν ως εκπαιδευτικές αποτυχίες, “ήταν μια απαραίτητη ενέργεια που ένα μέρος του κοινωνικού συστήματος, η εκπαίδευση, εκτέλεσε για το σύνολο”. Ωστόσο, η προοπτική του δομικού λειτουργισμού παραμένει ότι αυτή η κοινωνική τάξη, αυτή η συνέχεια, είναι αυτό που οι περισσότεροι επιθυμούν. Η αδυναμία αυτής της προοπτικής, όμως, γίνεται εμφανής. Γιατί η εργατική τάξη να επιθυμεί να παραμείνει εργατική τάξη; Αυτή η ασυνέπεια καταδεικνύει ότι μια άλλη προοπτική μπορεί να είναι χρήσιμη.
 
==Εκπαίδευση και κοινωνική αναπαραγωγή==
Η προοπτική της θεωρίας των συγκρούσεων, σε αντίθεση με τη προοπτική του δομικού λειτουργισμού, πιστεύει ότι η κοινωνία είναι γεμάτη κοινωνικές ομάδες με διαφορετικές προσδοκίες, διαφορετική πρόσβαση στις ευκαιρίες της ζωής και αποκτούν διαφορετικές κοινωνικές ανταμοιβές. Οι σχέσεις στη κοινωνία, υπό αυτή την οπτική, βασίζονται κυρίως στην εκμετάλλευση, τη καταπίεση, τη κυριαρχία και την υποταγή.
 
Πολλοί καθηγητές υποθέτουν ότι οι μαθητές θα έχουν συγκεκριμένες εμπειρίες της μεσαίας τάξης στο σπίτι, και για κάποια παιδιά αυτή η υπόθεση δεν είναι απαραίτητα αληθής. Μερικά παιδιά αναμένονται να βοηθούν τους γονείς μετά το σχολείο και να έχουν σημαντικές ευθύνες μέσα στο σπίτι αν ζουν μόνο με ένα γονιό. Οι απαιτήσεις αυτής της οικιακής εργασίας συχνά κάνουν δύσκολο γι’ αυτά να βρουν χρόνο να κάνουν τα μαθήματά τους και έτσι αυτό επηρεάζει τη σχολική τους επίδοση.
 
Όπου οι δάσκαλοι έχουν απαλύνει τη τυπικότητα της βασικής μελέτης και ενσωματώσει τις προτιμώμενες μεθόδους των μαθητών στο πρόγραμμα σπουδών, έχει σημειωθεί ότι κάποιοι μαθητές έχουν επιδείξει ικανότητες τις οποίες δε γνώριζαν ότι είχαν. Ωστόσο, λίγοι καθηγητές παρεκκλίνουν από το παραδοσιακό πρόγραμμα σπουδών, και το πρόγραμμα αποδίδει το τι συνιστά γνώση από το τι είναι αποφασισμένο από το κράτος – και αυτούς στην εξουσία[Γιανγκ(Young)]. Αυτή η γνώση δεν έχει μεγάλο νόημα για τους μαθητές που τη βλέπουν ως άσκοπη. Οι Γουίλσον(Wilson) και Γουίν(Wyn) λένε ότι οι μαθητές αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει λίγο ή καθόλου σχέση μεταξύ των μαθημάτων που κάνουν και το μέλλον τους στην αγορά εργασίας. Αξίες αντίθετες με το σχολείο παρουσιάζονται από αυτά τα παιδιά επειδή ξέρουν ποιά είναι τα πραγματικά ενδιαφέροντά τους. Ο Σάρτζεντ(Sargent) πιστεύει ότι για παιδιά της εργατικής τάξης, το να προσπαθούν να επιτύχουν και να αφομοιώσουν τις αξίες της μεσαίας τάξης που προβάλλει το σχολείο, είναι να δέχονται τη κατώτερη κοινωνική τους θέση σαν να ήταν αποφασισμένοι να αποτύχουν. Ο Φιτζέραλντ(Fitzgerald) δηλώνει ότι “ανεξάρτητα από τις ακαδημαϊκές ικανότητες τους ή την επιθυμία τους να μάθουν, οι μαθητές από φτωχές οικογένειες έχουν σχετικά λίγες πιθανότητες να επιτύχουν”. Απ’ την άλλη, για παιδιά από τη μεσαία και ιδιαίτερα την ανώτερη τάξη, το να κρατήσουν την ανώτερη θέση τους στη κοινωνία απαιτεί λίγη προσπάθεια. Η Κυβέρνηση επιτρέπει την ύπαρξη ‘ανεξάρτητων’ ιδιωτικών σχολείων κι έτσι οι πλούσιοι μπορούν να έχουν “καλή εκπαίδευση” πληρώνοντας τη. Με αυτή τη “καλή εκπαίδευση” τα πλούσια παιδιά έχουν καλύτερες επιδόσεις, επιτυγχάνουν περισσότερα και παίρνουν μεγαλύτερες ανταμοιβές. Με αυτό τον τρόπο, η συνέχεια του προνομίου και του πλούτου για την ελίτ γίνεται δυνατή.
 
Οι θεωρητικοί της κοινωνικής σύγκρουσης πιστεύουν ότι αυτή η κοινωνική αναπαραγωγή συνεχίζει να συμβαίνει γιατί το όλο εκπαιδευτικό σύστημα είναι υπερκαλυμμένο από την ιδεολογία που προβάλλεται από τη κυρίαρχη πολιτική ομάδα. Στη πράξη, διαιωνίζουν το μύθο ότι η εκπαίδευση είναι διαθέσιμη σε όλους για να παρέχει ένα μέσο για την επίτευξη πλούτου και στάτους. Καθένας που αποτυγχάνει να επιτύχει αυτό το στόχο, σύμφωνα με το μύθο, έχει μόνο τον εαυτό του να κατηγορήσει. Ο Ράιτ(Wright) συμφωνεί, δηλώνοντας ότι “το αποτέλεσμα του μύθου είναι να τους σταματάει απ’ το να βλέπουν ότι τα προσωπικά τους προβλήματα είναι μέρος μεγάλων κοινωνικών ζητημάτων”. Η διπροσωπία είναι τόσο επιτυχής ώστε πολλοί γονείς υπομένουν άθλιες θέσεις εργασίας για πολλά χρόνια, πιστεύοντας ότι η θυσία τους θα επιτρέψει στα παιδιά τους να έχουν ευκαιρίες στη ζωή τις οποίες δεν είχαν οι ίδιοι. Οι άνθρωποι που είναι φτωχοί και μειονεκτούν είναι θύματα ενός κοινωνικού τεχνάσματος εμπιστοσύνης. Έχουν ενθαρρυνθεί να πιστεύουν ότι ένας μεγάλος στόχος της εκπαίδευσης είναι να ενισχύσει την ισότητα ενώ, στη πραγματικότητα, τα σχολεία αντικατοπτρίζουν τη πρόθεση της κοινωνίας να διατηρήσει τη μέχρι τώρα άνιση κατανομή του στάτους και της δύναμης[Φιτζέραλντ].
 
Αυτή η προοπτική έχει επικριθεί ως ντετερμινιστική, απαισιόδοξη και ότι δεν αφήνει περιθώρια στα άτομα να βελτιώσουν τη κατάστασή τους.
 
Πρέπει να αναγνωριστεί, ωστόσο, ότι είναι μια σημαντική πτυχή της πραγματικότητας .