Αμινογλυκοσίδες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lassner (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διευκρίνηση: διάχυση
μ Robot: Changing Κατηγορία:Αντιβιοτικό; διακοσμητικές αλλαγές
Γραμμή 1:
[[Αρχείο:Streptomycin2.svg|right|thumb|left|300px|Στρεπτομυκίνη]]
Οι '''αμινογλυκοσίδες''' είναι αντιβιοτικά που ανήκουν στην κατηγορία των ολιγοσακχαριδών, με συνδυασμό ομάδων αμινοσακχάρων και κυκλοεξανίων. Αποτελούν μια μεγάλη, ακόμη αυξάνουσα ομάδα από περίπου 200 υδροδιάλυτα αντιοβιοτικά. Η αποβολή πραγματοποιείται, με χρόνο ημιζωής περίπου δύο ορών, κυρίως από τα νεφρά.
 
Η στρεπτομυκίνη ήταν η πρώτη αμινογλυκοσίδη, που ανακαλύφθηκε ήδη από το 1944 από την ομάδα του Selman Waksman. Στην συνέχεια απομονώθηκαν πολλές όμοιες δραστικές ουσίες από ακτινομυκητίνες ιδίως των γενών ''Stretomyces'' και ''Micromonospora''.
 
Συμβατικά οι αμινογλυκοσίδες του γένους ''Stretomyces'' ονομάζονται με το επίθημα –μυκίνη (-mycin), ενώ αυτές του γένους ''Micromonospora'' ονομάζονται με το επίθημα –μικίνη (-micin).
 
Αυτή η ονοματολογία δεν είναι όμως χαρακτηριστική για τις αμινογλυκοσίδες. Για παράδειγμα η βανκομυκίνη είναι γλυκοπεπτιδιακό αντιβιοτικό, ενώ η ερυθρομυκίνη, που παράγεται από το είδος ''Saccharopolyspora erythraea'' , μαζί με τα συνθετικά της παράγωγα κλαριθομυκίνη και αζιθρομυκίνη είναι μακρολίδες.
Γραμμή 14:
== Σημαντικοί εκπρόσωποι ==
 
* αμικακίνη
* απραμυκίνη
* G-418 (Γενετικίνη)
* γενταμικίνη
* καναμυκίνη
* νετιλμικίνη
* νεομυκίνη
* παρομομυκίνη
* σπεκτινομυκίνη
* στρεπτομυκίνη
* τοβραμυκίνη
 
== Εφαρμογή και χορήγηση ==
Γραμμή 34:
Οι αμινογλυκοσίδες δεν προσροφούνται κατά την πέψη και έτσι πρέπει να χρορηγούνται σε συστηματικές λοιμώξεις παραεντερικά. Επιτυγχάνουν μια καλή διασπορά στον εξωκυτταρικό χώρο, διαβαίνουν τον πλακούντα, διαπερνούν όμως μόνον ελάχιστα την μεμβράνη των κυττάρων του ξενιστή και έχουν ως εκ τούτου περιορισμένη δράση σε ιστούς, ενώ σε υπάρχουσα μηνιγγίτιδα διαβαίνουν στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό σε μέτριο βαθμό.
 
Προβληματική είναι η ταχεία ανάπτυξη αντοχής των μικροβίων που μπορεί να εμφανιστεί υπό θεραπεία με αμινογλυκοσίδες. Ως εκ τούτου χορηγούνται κατά κανόνα σε συνδυασμό με άλλα αντιβιοτικά (ιδίως αντιβιοτικά β-λακτάμης).
 
== Παρενέργειες ==
 
Λόγω του θεραπευτικού εύρους στις αμινογλυκοσίδες, ως συστημικά αντιβιοτικά, η δόση πρέπει να ρυθμίζεται προσεκτικά, οπότε πρόκειται περί τυπικού ενατικοθεραπευτικού αντιβιοτικού. Οι αμινογλυκοσίδες συσσωρεύονται ιδίως στα νεφρά και στο έσω ους και δρουν εκεί ισχυρά τοξικά (νεφροτοξικότητα, ωτοτοξικότητα).<ref name="Mutschler"/> Άλλες παρενέργειες είναι η παράλυση της αναπνοής, αλλεργίες ή ενοχλήσεις στην αιμοποίηση. Με μία καθημερινή δόση, η σχέση μεταξύ ηθελημένης και μη ηθελημένης δράσης του φαρμάκου είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή. Με δόση μια φορά την ημέρα η συγκέτρωση στο πλάσμα είναι βραχυπρόθεσμα πολύ υψηλή, οπότε η δραστική ουσία δύναται να εισχωρήσει ταχέως π.χ. στις ενδόλεμφους του έσω ωτός οπότε και κατ' αρχήν δύναται εκεί να προκαλέσει βλάβες. Επειδή όμως η συγκέντρωση στο πλάσμα πίπτει πάλι ταχέως, η δραστική ουσία έχει έπειτα το χρονικό διάστημα μιας ολόκληρης ημέρας να εξέλθει εκ του ωτός μέσω παθητικής μεταφοράς (διάχυση). Με τον τρόπο αυτό περιορίζονται οι βλαβερές παρενέργειες.
 
Ορισμένες αμινογλυκοσίδες (νεομυκίνη, κεναμυκίνη) ενδείκνυνται, λόγω της νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητάς των, μόνο για την θεραπεία τοπικών λοιμώξεων ( δέρμα, βλεννογόνοι, οφθαλμός).<ref name="Mutschler"/>
Γραμμή 50:
 
[[Κατηγορία:Φάρμακα]]
[[Κατηγορία:ΑντιβιοτικόΑντιβιοτικά]]
 
[[ar:أمينوغليكوزيد]]