Ύδραυλις: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Nataly8 (συζήτηση | συνεισφορές)
Αναίρεση έκδοσης 2328069 από τον 94.66.209.82 (Συζήτηση χρήστη:94.66.209.82)
(συνδεσμός προς τον εφευρέτη)
Γραμμή 1:
Η '''Ύδραυλις''' ήταν αρχαιοελληνικό πνευστό όργανο, μηχανικό αερόφωνο όργανο της αρχαιότητας με ισχυρό και οξύ ήχο, χρησιμοποιούμενο, στα θεάματα του ιπποδρόμου και στην εκτέλεση στρατιωτικής μουσικής<ref>Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τ. 58, σ. 364</ref>. Η ύδραυλις (ή ύδραυλος), το λεγόμενο όργανο του νερού, ήταν επινόηση και εφεύρεση του μηχανικού [[Κτησίβιος ο Αλεξανδρεύς|Κτησίβιου του Αλεξανδρέα]]. Κατασκευάστηκε στην Αλεξάνδρεια τον 3ο αιώνα π.Χ. και για τον τρόπο λειτουργίας και χρήσης του μας διασώζονται οι περιγραφές του [[Ήρων ο Αλεξανδρεύς|Ήρωνα του Αλεξανδρέως]] και του [[Βιτρούβιος|Βιτρούβιου]]. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του οργάνου αυτού ήταν το υδραυλικό σύστημα πάνω στο οποίο βασιζόταν για να λειτουργήσει, καθώς αυτό ήταν υπεύθυνο για την παραγωγή, κίνηση και ρύθμιση της πίεσης του αέρα, ο οποίος διοχετευόταν στους αυλούς διαμέσου των πλήκτρων.
 
Η ύδραυλις ήταν μια μεγάλη σύριγγα, όπως η σύριγγα του [[Παν|Πανός]], που αποτελείτο από μια σειρά ηχητικών σωλήνων από καλάμι, διαβαθμισμένων ανάλογα με το μήκος τους, μέσα στους οποίους φυσούσε ο εκτελεστής<ref>Αβέρωφ, 1992, σ. 62</ref>, όπου στα στόμια των αυλών της παρεχόταν υψηλής και σταθερής πίεσης αέρας. Κάτω από τους αυλούς υπήρχε μια δεξαμενή με νερό στο πυθμένα της οποίας βρισκόταν ένα κοίλο ημισφαίριο, ο πνιγέας. Στον πνιγέα έμπαινε νερό από τις οπές της βάσης και αέρας από τους σωλήνες της κορυφής. Οι σωλήνες αυτοί ήταν πάνω από το κοίλο ημισφαίριο και κατέληγαν έξω από τη δεξαμενή. Ένας σωλήνας από αυτούς λύγιζε και συγκοινωνούσε με την πυξίδα (πυξίς-εμβολέας). Η πυξίδα ήταν μια εμβολοφόρος αντλία που διοχέτευε τον αέρα από τον σωλήνα της κορυφής με πίεση στον πνιγέα. Έπειτα, ο αέρας οδηγείτο στο στεγανό χώρο πάνω από τη δεξαμενή και κάτω από τους αυλούς. Οι αυλοί στο κάτω μέρος είχαν τους γλωσσοκόμους. Η γλωσσίδα κάθε γλωσσοκόμου ήταν διάτρητη και με τη βοήθεια του πλήκτρου (αγκωνίσκου) σπρωχνόταν προς τα μέσα με αποτέλεσμα να ανοίγεται δίοδος προς το στόμιο του αντίστοιχου αυλού. Ο πεπιεσμένος αέρας διοχετευόταν στον αυλό, άρα το όργανο ηχούσε. Όταν το πλήκτρο σταματούσε να πιέζεται τότε η γλωσσίδα επανερχόταν στη θέση της με τη βοήθεια ελατηριωτού μηχανισμού, διακόπτοντας τη ροή του αέρα και ο αυλός έπαυε να ηχεί. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο αέρας παραγόταν από ανθρώπους (έφηβους ή δούλους) που ανεβοκατέβαζαν, χτυπούσαν ή πηδούσαν πάνω-κάτω στα φυσερά, ενόσω ο εκτελεστής του οργάνου έπαιξε φανερώνοντας έτσι τη δεξιοτεχνία του στα πλήκτρα.