Κλαούντιο Μοντεβέρντι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2:
Ο '''Κλαούντιο Μοντεβέρντι''' ([[Κρεμόνα]], [[15 Μαΐου]] [[1567]] (βαπτίστηκε) - [[Βενετία]], [[29 Νοεμβρίου]] [[1643]] υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της δυτικής μουσικής. To έργο του σηματοδοτεί την μετάβαση από την μουσική της [[Αναγέννηση|Αναγέννησης]] στο [[Μπαρόκ]]. Υπήρξε, μαζί με τον [[Κάρλο Τζεζουάλντο]] ([[Carlo Gesualdo]]), ένας από τους σημαντικότερους μεταρυθμιστές στην εξέλιξη της μουσικού γλωσσικού ιδιώματος και της μουσικής έκφρασης. Συνέθεσε μια από τις πρώτες [[όπερα|όπερες]] -[[Ορφέας]] ([[L'Orfeo]])- στην ιστορία ενώ είχε την τύχη, σε αντίθεση με πλήθος άλλων συνθετών, να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Σπούδασε με τον [[Μαρκαντόνιο Ιντεζενιέρι]] (Μarc' Antonio Ingegnieri
==Στη Μάντοβα==
Από το 1590 έως το 1592 ο Μοντεβέρντι εργάστηκε στην αυλή της [[Μάντοβα|Μάντοβας]] ως
Ο Μοντεβέρντι επιστρέφει στην Κρεμόνα σε μεγάλη κόπωση, απογοητευμένος και αποφασισμένος να μην εργάζεται πλέον για την αυλή της Μάντοβας, παρόλ' αυτά κατά τη διάρκεια του 1609, αναθερμαίνει τις επαφές του με τον δούκα Vincenzo και συνθέτει αρκετά έργα εμπνευσμένα από την παρουσία της εξαιρετικής [[σοπράνο]] [[Adriana Basile]] στη Μάντοβα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η πολυφωνική παραλλαγή του ''Lamento di Arianna'' που εξεδόθη αργότερα στον Έκτο Τόμο των ''madrigali''. Η δημοσίευση της Λειτουργίας [Missa... ac vesperae] του [[1610]] έρχεται κατόπιν μιας επίσκεψης στη [[Ρώμη]] για να παρουσιαστεί στον πάπα Παύλο τον Ε΄, στον οποίο ήταν μάλιστα αφιερωμένη. Πιθανότατα ο σκοπός της χειρονομίας αυτής ήταν μια υψηλόβαθμη θέση στην παπική αυλή, κάτι όμως που τελικά ουδέποτε ήρθε. Aπό την άλλη η σχέσεις του Μοντεβέρντι με την αυλή των Gonzaga εντείνονταν όλο και περισσότερο. Με το θάνατο του δούκα Vincenzo, τον Φεβρουάριο του [[1612]], στο θρόνο του Δουκάτου διαδέχεται ο πρωτότοκος υιός του Francesco, που επιδόθηκε αμέσως σε αναδιάρθωση της πολυτέλειας της αυλής. Ο Μοντεβέρντι έχασε έτσι τον βασικό του μέντορα. Ο νέος Δούκας δεν τον είχε σε ιδιέταιρη εκτίμηση ενώ ο καρδινάλιος Ferdinando προωθούσε τον προστατευόμενο του, τον [[τενόρο]]
==Βενετία==
Ο Μοντεβέρντι οργάνωσε εκ νέου την ενορία, εμπλούτισε την βιβλιοθήκη και προσέλαβε νέους μουσικούς. Τώρα τα καθήκοντά του ήταν προκαθορισμένα με ακρίβεια και μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξη των βοηθών του. Αισθανόταν αξιοσέβαστος στον περίγυρό του και ο μισθός του ερχόταν κατά κανόνα από δωρεές και επιβραβεύσεις. Εξάλλου η πόλη τού παρείχε πολλές πιθανότητες για δευτερεύουσες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Η αυλή των Gonzaga προσπάθησε να τον δελεάσει να επιστρέψει, προσφέροντάς του θέσεις που αυτός δεν δεχόταν, με το πρόσχημα των καθηκόντων του. Παρόλα αυτά η ιδιότητα του σαν πολίτης της Μάντοβα δεν του επέτρεπε να αποκόψει εντελώς κάθε δεσμό υπηκοότητας. Στη Μάντοβα απέστειλε μεταξύ άλλων το [[μπαλέτο]] ''Tirsi e Clori'' ([[1616]]) και την όπερα "Ανδομέδα" (1619-1920) που σήμερα δε σώζεται. Φαίνεται έτσι ότι ο Μοντεβέρντι επέτυχε, κατά κάποιο τρόπο, μια επαγγελματική σταθερότητα, αν και θα πρέπει να σημειωθούν και κάποιες επαφές το [[1623]] με την αυλή του Sigismondo III της [[Πολωνία|Πολωνίας]], που πιθανότατα συνεχίστηκαν το [[1625]] όταν, με αφορμή την επίσκεψη του πρίγκηπα Ladislao Sigismondo στην Βενετία, ο Μοντεβέρντι γράφει μια [[λειτουργία]] καθώς και έναν αριθμό έργων για συναυλίες δωματίου. Τέλος, είναι βέβαιο ότι εργάστηκε και για την αυλή της Πάρμας επ' ευκαιρίας των γάμων του δούκα
Το [[1632]] έγινε ιερέας. Προς το τέλος της ζωής του, αν και συχνά άρρωστος, συνέθεσε δύο από τα τελευταία αριστουργήματά του: "[[Η Επιστροφή του Οδυσσέα (όπερα)|Η Επιστροφή του Οδυσσέα]]" (''Il Ritorno d'Ulisse in patria'' - [[1641]]), και την ιστορική όπερα "[[Η στέψη της Ποππαίας]]" (''L'incoronazione di Poppea'' - [[1642]]), βασισμένη στη ζωή του Ρωμαίου αυτοκράτορα [[Νέρων|Νέρωνα]]. Η όπερα αυτή θεωρείται από τα πλέον κορυφαία έργα του Μοντεβέρντι, καθώς περιέχει τραγικές, ρομαντικές και κωμικές σκηνές (μια νέα εξέλιξη στην όπερα). Οι χαρακτήρες του έργου αποτυπώνονται με πιο ρεαλιστικό τρόπο, ενώ οι μελωδίες φαντάζουν πιο εύηχες απ' ότι σε προηγούμενά του έργα. Σε αντίθεση με άλλες όπερες της εποχής, ο Μοντεβέρντι γράφει για μικρότερη [[ορχήστρα]], ενώ μειωμένης σπουδαιότητας είναι ο ρόλος της [[χορωδία|χορωδίας]]. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι όπερες του Μοντεβέρντι ήταν ιστορικού ή μουσικολογικού ενδιαφέροντος. Από τη δεκαετία του [[1960]], Η "Στέψη της Ποππαίας" έχει επανεισαχθεί στο ρεπερτόριο των μεγάλων [[λυρικό θέατρο|λυρικών θεάτρων]] όλου τον κόσμου.
Ο Μοντεβέρντι πέθανε στη Βενετία στις 29 Νοέμβρη του 1643, έχοντας διατηρήσει μέχρι τότε το αξίωμα του ''maestro di cappella''
==Χαρακτηριστικά της μουσικής του==
|