Αναίρεση (δίκαιο): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Zarkos (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: Η '''αναίρεση''' είναι το πιο σημαντικό έκτακτο ένδικο μέσο. Με την αίτηση αναίρεσης ο διάδικος ζ...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 08:10, 23 Ιουνίου 2011

Η αναίρεση είναι το πιο σημαντικό έκτακτο ένδικο μέσο. Με την αίτηση αναίρεσης ο διάδικος ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης επικαλούμενος παράβαση νόμου. Η αναίρεση επιτρέπεται για συγκεκριμένους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά στον εκάστοτε νόμο ανάλογα με τον κλάδο δικαίου.

Κοινά χαρακτηριστικά

Η αναίρεση και στις τρεις δικαιοδοσίες (πολιτική, ποινική, διοικητική) έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Επιτρέπεται μόνο κατά τελεσιδίκων αποφάσεων, αποφάσεων δηλαδή κατά των οποίων δεν χωρεί πλέον έφεση (στις πολιτικές αποφάσεις και ανακοπή ερημοδικίας). Μια απόφαση είναι τελεσίδικη είτε επειδή ο νόμος δεν προβλέπει δυνατότητα έφεσης (π.χ. μικροδιαφορές) είτε όταν έχει εκδοθεί κατ’ έφεσιν, οπότε δεν χωρεί δεύτερη έφεση (κανόνας της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων).

Με την αναίρεση επιδιώκεται ο έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης για νομικές πλημμέλειες. Έτσι στην αναιρετική δίκη δεν ελέγχονται τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, παρά θεωρούνται δεδομένα έτσι όπως τα δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας. Στην αναιρετική δίκη δεν υπάρχει αποδεικτική διαδικασία (μάρτυρες κλπ.) ούτε εξετάζονται πραγματικοί ισχυρισμοί (αν όντως συνέβη κάτι, αν τα μέρη λένε την αλήθεια κλπ.). Ο έλεγχος περιορίζεται μόνο στο αν το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως ισχύοντα (και τα οποία δεν αμφισβητούνται πλέον) εφάρμοσε σωστά τον νόμο. Ελέγχεται δηλαδή αν τα πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν στον σωστό κανόνα δικαίου. Στην αναιρετική δίκη ελέγχεται η εφαρμογή των νόμων τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονομικού δικαίου (των κανόνων της διαδικασίας).

Γι’ αυτό και το δικαστήριο που εκδικάζει την αναίρεση ονομάζεται ακυρωτικό (επειδή δεν μπορεί να δικάσει παρά μόνο να ακυρώσει απόφαση άλλου δικαστηρίου) σε αντιδιαστολή με τα δικαστήρια που δικάζουν την υπόθεση σε όλη της την έκταση, τα οποία ονομάζονται δικαστήρια ουσίας. Αν το ακυρωτικό κάνει την αναίρεση δεκτή, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και αναπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να την ξαναδικάσει με νέα σύνθεση (άλλους δικαστές). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που η διόρθωση του νομικού σφάλματος δεν απαιτεί νέα δίκη μπορεί να κρατήσει και το ακυρωτικό την υπόθεση και να εκδώσει το ίδιο απόφαση.

Ο διάδικος που ασκεί την αναίρεση ονομάζεται αναιρεσείων. Ο αναιρεσείων είναι λογικά ο ηττηθείς διάδικος στο προηγούμενο δικαστήριο. Ο διάδικος υπέρ του οποίου ήταν η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά του οποίου στρέφεται τώρα η αναίρεση ονομάζεται αναιρεσίβλητος.

Σκοπός της αναίρεσης, εκτός από τη διόρθωση δικαστικών σφαλμάτων, είναι η ενοποίηση της νομολογίας, η εξασφάλιση με άλλα λόγια της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου από όλα τα δικαστήρια. Γι' αυτό και όλες οι αναιρέσεις σε κάθε κλάδο της δικαιοσύνης (πολιτικό, ποινικό, διοικητικό) δικάζονται από ένα δικαστήριο, το ανώτατο δικαστήριο του οικείου κλάδου.

Ειδική περίπτωση αναίρεσης είναι η αναίρεση υπέρ του νόμου.

Αρμόδιο δικαστήριο

Οι αναιρέσεις κατά αποφάσεων πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων δικάζονται από τον Άρειο Πάγο, ενώ οι αναιρέσεις κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων από το Συμβούλιο της Επικρατείας.