Κίνημα του 1935: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4:
 
==Αίτια==
Το '''Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935''' ήταν η συνισταμένη των συνωμοτικών ενεργειών διάφορων κύκλων και οργανώσεων της βενιζελικής παράταξης, που απέβλεπαν στην αποτροπή της παλινόρθωσης της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Πίσω από το στόχο αυτό βρισκόταν η επιθυμία των απότακτων βενιζελικών αξιωματικών να ξαναγυρίσουν στο στράτευμα και να προχωρήσουν σε ριζικές εκκαθαρίσεις των αντιφορνούντωναντιφρονούντων καθώς και η επιδίωξη των πολιτικών της ίδιας παράταξης να επανέλθουν στην εξουσία.
 
Οι ανησυχίες των βενιζελικών για το μέλλον της αβασίλευτης δημοκρατίας, δεν ήταν ίσως απόλυτα δικαιολογημένες, επειδή, παρ΄ όλες τις προκλήσεις των φανατικών βασιλικών, το πολίτευμα δεν κινδύνευε σοβαρά, πολύ λιγότερο μάλιστα αποαπό τους φανατισμένους εχθρούς του, που αποτελούσαν μιά ανίσχυρη μειοψηφία. Το [[Λαϊκό Κόμμα]], το οποίο στέγαζε τη μεγάλη πλειοψηφία των παλιών βασιλοφρόνων, είχειείχε αναγνωρίσει το [[1932]] την αβασίλευτη δημοκρατία και είχε αναλάβει να εργαστεί στα πλαίσια αυτού του πολιτεύματος. ΜονολότιΜολονότι η ηγεσία και ο συμπολιτευόμενος τύπος αρνούνταν να αποκηρύξουν τη βασιλευόμενη δημοκρατία, η άρνησή τους αυτή είχε σχέση μάλλον με την εύλογη επιθυμία να μην πορκαλέσουνπροκαλέσουν μια μερίδα των ψηφοφόρων τους και όχι τόσο με τη φανατική τους προσήλωση στο βασιλικό θεσμό.
 
Από τα αίτια του κινήματος ξεχωρίζουν δύο:
Γραμμή 12:
*β) στη σταδιακή αποστέρηση των ερεισμάτων της βενιζελικής - δημοκρατικής παράταξης στο στράτευμα, ιδιαίτερα με αφορμή το [[Κίνημα Πλαστήρα 6ης Μαρτίου 1933]].
 
Η απόπειρα του [[1933]] έπεισε το [[Ελευθέριος Βενιζέλος|Βενιζέλο]] ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοί του δέ θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο προκειμένου να τον εξοντώσουν και η πεποίθησή του αυτή, καθώς και η πίστη του ότι η παράταξή του και η χώρα γενικά χρειάζονταν τις υπηρεσίες του, ασφαλώς συνέλαβαν στη λήψη αποφάσεων που μόνο ατυχείς μπορούν να χαρακτηριστούν. Η από μέρους του ενθάρρυνση και υπόθαλψη συνωμοτικών οργανώσεων στο στρατό, με ανομολόγητο αλλά πραγματικό σκοπό την προάσπιση της βενιζελικής σύνθεσης του στρατεύματος, πρόδιδαν έλλειψη αυτοκυριαρχίας. Τέτοιες οργανώσεις ήταν η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση» (ΕΣΟ) και η «Δημοκρατική Άμυνα». Η πρώτη συγκροτήθηκε από αξιωματικούς που υπηρετούσαν στο στρατό και από τα ηγετικά στελέχη της ήταν ο αντισυνταγματάρχης [[Χριστόδουλος Τσιγάντες]], ο αδελφός του λοχαγός [[Ιωάννης Τσιγάντες]], ο συνταγματάρχης [[Στέφανος Σαράφης]] και άλλοι. Σκοπός της οργάνωσης ήταν να εμποδίσηεμποδίσει τον [[Γεώργιος Κονδύλης|Γεώργιο Κονδύλη]] να επιβάλει με δικό του κίνημα δικτατορία, αλλά και να ετοιμάσει αντίστοιχα στρατιωτικό κίνημα, για να αποτρέψει ενδεχόμενη μεταβολή του πολιτεύματος. Η δεύτερη οργάνωση, η «Δημοκρατική Άμυνα», συγκροτήθηκε από αποστρατευμένους κυρίως βενιζελικούς αξιωματικούς. Ηγέτες της ήταν οι στρατηγοί Άν. Παπούλας και [[Στυλιανός Γονατάς]] αλλά πραγματικός αρχηγός ο [[Νικόλαος Πλαστήρας]], αυτοεξόριστος στη [[Γαλλία]] μετά την [[Κίνημα Πλαστήρα 6ης Μαρτίου 1933|αποτυχία του κινήματος]] που είχει οργανώσει το [[1933]].
 
Τους φόβους του [[Ελευθέριος Βενιζέλος|Βενιζέλου]], και γενικότερα της ηγεσίας της βενιζελικής παράταξης, ενίσχυαν οι κατά καιρούς αποτάξεις βενιζελικών αξιωματικών και εμφανείς στόχοι των κρατούντων μετά το [[1932]] να απομακρύνουν τους αντιπάλους τους από το στράτευμα και τον κρατικό μηχανισμό γενικά και να τους υποκαταστήσουν σε κάθε τομέα και με κάθε μέσο. Γενικότερα, επρόκειτο για την αντίδραση μιάςμιας πολιτικής ηγεσίας που είχε ταυτιστεί με την εξουσία και το κράτος, ύστερα από μακροχρόνια και μονοκαμματική διακυβέρνηση, και αρνιόταν να εγκαταλείψει την εξουσία και να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους αντιπάλους της για την εγκαθίδρυση ανάλογου μακροχρόνιου και μονοκομματικού καθεστώτος.
 
Η επίκληση πολιτικών και πολιτειακών αρχών και οι αναφορές στον εθνικό διχασμό έδιναν την απαραίτητη ιδεολογική υπόσταση στον αγώνα της ολοκληρωτικής επικράτησης. Η ηγεσία αυτή προτιμούσε να παραμένει δέσμια ενός ιδεολογικού επιφαινόμενου, το οποίο δεν ανταποκρινόταν στις πολιτικοκοινωνικές τομές και τα προβλήματα της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναζωπύρωση του διχασμού συμπίπτει χρονικά με την πρώτη, ύστερα από δέκα χρόνια μονοκομματικής βενιζελικής διακυβέρνησης, αποτελεσματική πρόκληση εκ μέρους της αντιπολίτευσης. Οι αναφορές στους κινδύνους που απειλούσαν την αβασίλευτη δημοκρατία άρχισαν να πληθαίνουν και να εντείνονται από τότε που το [[Λαϊκό Κόμμα]] αναγνώρισε το πολίτευμα και ανέλαβε να το σεβαστεί, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση.