Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 24:
Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι μιάς χιονισμένης πόλης - χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα - βάδιζαν βιαστικοί προς τα γιορτινά τους σπίτια, αγνοώντας μία μικρή ορφανή πλανόδια πωλήτρια. Με σβησμένη φωνή, ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε αλλά πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει. Τότε μια άμαξα πέρασε γρήγορα και η μικρή μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Το ένα της τσόκαρο τινάχτηκε μακριά - ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά το πήρε και έφυγε τρέχοντας - ενώ τα σπίρτα έπεσαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν στον υγρό δρόμο. Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιός και όλος ο κόσμος της, αφού γονείς, σπίτι, οικογένεια ήταν μία μακρινή ανάμνηση γι' αυτή.
Έκανε παγωνιά, αλλά φοβόταν να γυρίσει στην τρώγλη του καθώς ο πατέρας της θα την χτυπούσε μην έχοντας πουλήσει τα σπίρτα. Σε κάποιο παράθυρο είδε ένα στολισμένο δωμάτιο και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της. Τότε βούρκωσε. Αποκαμωμένη
Το κοριτσάκι πέθανε και η γιαγιά της μετέφερε το πνεύμα της στον παράδεισο. Το επόμενο πρωί περαστικοί βρήκαν το νεκρό παιδί στην γωνιά, τριγυρισμένο από αναρίθμητα καμένα σπίρτα.
|