Φλογιστό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: ar:الفلوجستون
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
[[Αρχείο:Georg Ernst Stahl.png|180px|right|thumb|Ο Georg Ernst Stahl, δημιουργός της θεωρίας του Φλογιστού]]
Ως '''φλογιστό''' αναφέρεται μια ανύπαρκτη ουσία, βασισμένη στην λανθασμένη θεωρία των [[αβαρή ρευστα|αβαρών ρευστών]], που αναπτύχθηκε το 17ο αιώνα από επιστήμονες της εποχής. Η θεωρία του φλογιστού διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον χημικό [[Γκέοργκ Σταλ]] (Georg Ernst Stahl) ο οποίος διαμόρφωσε μία γενική θεωρία η οποία εξηγούσε τα φαινόμενα της [[καύση|καύσης]] και της [[οξείδωση|οξείδωσης]] χρησιμοποιώντας την έννοια του φλογιστού. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, όλα τα υλικά που μπορούν να καούν εμπεριέχουν μια ποσότητα από φλογιστόνφλογιστό. Όταν ένα σώμα καίγεται χάνει την ποσότητα του φλογιστού που περιέχει, η οποία περνάει στον αέρα. Αντίστοιχα τα άκαυστα υλικά είναι αυτά που δεν περιέχουν φλογιστό.
 
Τα [[αβαρή ρευστά]] ήταν μια έννοια που χρησιμοποιήθηκε από τους χημικούς του 17ου και 18ου αιώνα. Θεωρούνταν ουσίες που είχαν φυσικές ιδιότητες αλλά δεν ήταν κανονική ύλη. Τα ρευστά αυτά μπορούσαν να κινηθούν μεταφέροντας τις φυσικές τους ιδιότητες, χωρίς να μεταφέρουν μάζα.<ref>Hankins, σ. 73.</ref> Κατά μια έννοια, αυτή ήταν μια επιστροφή στα [[αλχημεία|αλχημιστικά]] στοιχεία, αλλά σε αντίθεση με εκείνα, τα αβαρή ρευστά ήταν αυτά που μπορούσαν να υποστούν ποσοτικές μετρήσεις εξελίσσοντας την [[πειραματική φυσική]].<ref>Hankins, σ. 75.</ref> Η επιστήμη φιλοδοξούσε να είναι υλιστική και αυτές οι θεμελιώδεις αρχές χρησίμευαν ως φυσικοί φορείς φαινομένων που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν διαφορετικά.<ref>Gillispie, σ. 190.</ref>
 
Ο [[Στέφεν Χέιλς]] μέσα από τα πειράματά του έδωσε έμφαση στην διασταλτική ιδιότητα του "αέρα", και κατ' επέκταση αυτή η αυτο-απωστική ή διασταλτική ιδιότητα έγινε ιδιότητα των αβαρών ρευστών, όπως και της "φωτιάς". Η φωτιά υπήρχε σε όλα τα σώματα και μπορούσε να μεταφερθεί από το ένα στο άλλο χωρίς να καταστραφεί.<ref>Hankins, σσ. 76-77.</ref>
Γραμμή 12:
Σε αντίθεση με την θεωρία, τα πειράματα του Μπόυλ είχαν δείξει ότι το μέταλλο που περιείχε φλογιστό, ζύγιζε λιγότερο από την τέφρα του από όπου είχε αποβληθεί το φλογιστό. Αυτό σήμαινε ότι το φλογιστό θα έπρεπε να έχει αρνητικό βάρος. Αυτό ήταν σύμφωνο με την έννοια του αριστοτελικού στοιχείου της "φωτιάς" που είχε την ιδιότητα της ελαφρότητας, αλλά η έννοια του αρνητικού βάρους δεν ήταν πολύ δημοφιλής. Ωστόσο η θεωρία του φλογιστού έδινε μια καλή περιγραφή των φαινομένων και ήταν δημοφιλής ως θεωρητικό εργαλείο για πάνω από είκοσι χρόνια.<ref>Hankins, σσ. 139-141.</ref>
 
Η θεωρία του φλογιστού ανατράπηκε στα τέλη του 18ου αιώνα όταν ο [[Αντουάν Λωράν Λαβουαζιέ]] μέσα από αυστηρά πειραματική μεθοδολογία κατέληξε να περιγράψει την καύση, αναγνωρίζοντας ως απαραίτητο στοιχείο για αυτήν το "οξυγόνο". Σύμφωνα με την θεωρία του Λαβουαζιέ, η καύση είναι η εξώθερμη χημική αντίδραση ενός σώματος με το [[οξυγόνο]] του αέρα κατά την οποία μπορεί να εκλύεται ή όχι [[ακτινοβολία]] (δηλαδή να έχουμε ή να μην έχουμε [[φλόγα]]) ανάλογα με τη θερμοκρασία στην οποία βρίσκονται τα προϊόντα της καύσης (καυσαέρια). Διαπίστωσε λοιπόν ότι το στοιχείο αυτό, ενώνεται με το καιόμενο σώμα, αντί να φεύγει από αυτό όπως περιέγραφε η θεωρία του φλογιστού.<ref>Βαλλιάνος, σ. 143.</ref>
 
Η έννοια των αβαρών ρευστών δεν εξαφανίστηκε μονομιάς. Ο Λαβουαζιέ έδωσε το όνομα "''θερμιδικό ρευστό''" στην ουσία που θεωρούνταν ότι ενωνόταν με άλλες για να τις μετατρέψει σε αέρια κατάσταση.<ref>Hankins, σ. 163.</ref> Η αντιμετώπιση της αριστοτελικής φωτιάς δεν έγινε δυνατή μέχρι τον 19ο αιώνα.<ref>Hankins, σ. 166.</ref>