Σαρλ Γκουνό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 5:
Γεννήθηκε στο [[Παρίσι]], όπου ο πατέρας του, [[Φρανσουά Λουί Γκουνώ|Φρανσουά Λουί]], εργαζόταν ως καλλιτέχνης και η μητέρα του ήταν πιανίστα και καθηγήτρια μουσικής. Ήταν αυτή που του έδωσε τα πρώτα μαθήματα μουσικής, πριν εισαχθεί στο [[Ωδείο των Παρισίων]], όπου και σπούδασε με τον [[Φρομεντάλ Αλεβύ]] και τον [[Πιέρ Τσίμμερμαν]]. Στα 1839 του απονέμεται το ''Βραβείο της Ρώμης'' για την [[καντάτα]] του "Fernand", βραβείο που είχε κερδίσει στο παρελθόν και ο πατέρας του για το εικαστικό του έργο.
 
Κατά την περίοδο της διαμονής του στην Ιταλία, μελέτησε τη μουσική του αναγεννησιακού συνθέτη [[ΤζοβάννιΤζιοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα]] καθώς και άλλα θρησκευτικά έργα· περί το 1846 ήταν στα πρόθυρα να ακολουθήσει τον βίο της ιερωσύνης, αλλάζοντας όμως τα σχέδιά του και επιστρέφοντας στη σύνθεση. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1854, ολοκληρώνει μια επίσημη [[Λειτουργία (μουσική)|λειτουργία]], η οποία είναι γνωστή με το προσωνύμιο ''Λειτουργία της Αγίας Καικιλίας''. Η πρώτη της εκτέλεση δόθηκε στην εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου στο [[Παρίσι]] στις 22 Νοεμβρίου 1855· έκτοτε ο Γκουνώ εδραιώνεται ως αξιοσημείωτος συνθέτης.
 
Μέσω της [[Φάννυ Μέντελσον]] - αδελφή του συνθέτη [[Φέλιξ Μέντελσον]]- του αποκαλύπτεται το [[Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο]] του [[Μπαχ]]. Το έργο του μπαρόκ συνθέτη θα αποτελέσει "νόμο στη μελέτη του πιάνου", από το οποίο το 1859 θα αντλήσει την αρμονία του πρώτου [[πρελούδιο|πρελούδιου]] σε Ντο μείζωνα και θα το μετατρέψει στην πασίγνωστη [[άρια]] "Ave Maria" ([[Άβε Μαρία]]). Το 1851 γράφει την πρώτη του όπερα, "Σαπφώ", της οποίας η παράσταση όμως αποτελεί πλήρη αποτυχία και σχεδόν μια δεκαετία αργότερα ακολουθεί ο "Φάουστ", πάνω σε κείμενο του [[Γκαίτε]]. Αν και η υποδοχή της ήταν χλιαρή, εν τέλει γίνεται παγκόσμια επιτυχία και μέρος του ρεπερτορίου των λυρικών θεάτρων όλου του κόσμου. Μόνο στην [[Όπερα των Παρισίων]] είχαν δωθείδοθεί 2000 παραστάσεις μέχρι το 1975, ενώ η άλλη γνωστή του όπερα "Ρωμαίος και Ιουλιέττα" (1867) ποτέ δεν κατάφερε να υπερκεράσει τον Φάουστ. Οι υπόλοιπες όπερές του, με εξαίρεση τη "''Mireille''", δεν έτυχαν ιδιαίτερης υποδοχής και αποτέλεσαν θύματα της λήθης.
 
Από το 1870 ως το 1874 ο Γκουνώ ζει στην [[Αγγλία]], αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της σημερινής ''Royal Choral Society'' (Βασιλική Χορωδιακή Λέσχη). Το έργο αυτής της περιόδου είναι κατά βάση φωνητικό και δη χορωδιακό, γράφοντας πλήρος λειτουργίες, [[ρέκβιεμ]] και [[μοτέτο|μοτέτα]]. Εκεί συνδέθηκε πλατωνικά με την τραγουδίστρια Τζωρτζίνα Ουέλντον, μια σχέση που τελείωσε εν μέσω αντιδικίας και φοβερής πικρίας. Για το υπόλοιπο της ζωής του στράφηκε και πάλι στη θρησκεία, γράφοντας έναν μεγάλο αριθμό θρησκευτικών έργων. Το ''Παπικό Εμβατήριο'' ("Marche Pontificale") του 1869 αποτελεί από το 1949 τον επίσημο [[Εθνικός Ύμνος|εθνικό ύμνο]] του [[Βατικανό|Βατικανού]], ενώ το 1887, κατόπιν προσκυνήματος στον «βράχο» της [[Ζαν ντ' Αρκ]], συνέθεσε και την περίφημη ''Λειτουργία εις μνήμην της Ζαν ντ'Αρκ''. Βαθύτατα ρωμαιοκαθολικός ο ίδιος, διατηρούσε πάντα πάνω στο πιάνο του ένα μουσικό αναλόγιο ανάγλυφο με τη μορφή του Ιησού.
 
Τιμήθηκε με τον τίτλο του Μεγάλου Αξιωματούχου της [[Λεγεώνα της Τιμής|Λεγεώνας της Τιμής]], και το 1893, ολοκληρώνοντας το [[Ρέκβιεμ]] που είχε γράψει για τον εγγονό του, πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο, στο [[Σαιν-Κλου]] της Γαλλίας.
 
==Πηγές==