Αλέξανδρος Σπαής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Fks (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Fks (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 5:
 
Ο '''Αλέξανδρος Γ. Σπαής''' υπήρξε διακεκριμένος καθηγητής παθολογίας του τμήματος Κτηνιατρικής του [[Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης|Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης]].
 
Γεννήθηκε στο Λευκαδίτι Δωρίδας του [[Νομός Φωκίδας|Νομού Φωκίδας]] στις 28 Μαΐου [[1918]]. Σπούδασε στην Κτηνιατρική Σχολή του Cureghem των Βρυξελλών απ’ όπου αποφοίτησε το [[1942]] με το πτυχίο του διδάκτορος της [[Κτηνιατρική|Κτηνιατρικής]]. Κατά το τελευταίο έτος των σπουδών του εργάστηκε παράλληλα ειδικευόμενος στη Μικροβιολογία στη Βέλγικη εταιρία ‘Laboratoires de Serotherapie Berchem St. Agathe’. Μετά το τέλος των σπουδών του και μέχρι το Σεπτέμβριο του 1945 εντάχθηκε στο προσωπικό της παραπάνω εταιρίας ασχολούμενος με τη διάγνωση μολυσματικών νόσων και την παραγωγή βιολογικών προϊόντων, εμβολίων και ορών.
 
Επανερχόμενος στην Ελλάδα το 1945, υπηρέτησε στον [[Ελληνικός Στρατός|ελληνικό στρατό]] ως έφεδρος ανθυποκτηνίατρος (1946-1950). Κατά τη διάρκεια της θητείας του ασχολήθηκε, μεταξύ των άλλων, με την οργάνωση και λειτουργία μικροβιολογικών εργαστηρίων στα δύο κτηνιατρικά νοσκομεία της Θεσσαλονίκης και της Λάρισας. Επιπλέον, ασχολήθηκε με την εξουδετέρωση μεταδοτικού νοσήματος των ιπποειδών του στρατεύματος οφειλόμενου σε μύκητα.
 
Μετά την απόλυσή του από το στρατό υπηρέτησε στην κτηνιατρική υπηρεσία Λέσβου για ένα έτος. Το 1951, αποσπάστηκε στο Κτηνιατρικό Μικροβιολογικό Ινστιτούτο του Υπουργείου Γεωργίας, όπου του ανατέθηκε και σε συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας η επιμέλεια ειδικού εργαστηρίου για τη μελέτη των βρουκελλώσεων. Εκεί, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, παρασκευάστηκαν αντιγόνα για τη διάγνωση και εμβόλια για την καταπολέμηση των σοβαρών αυτών ζωοανθρωπονόσεων.
 
Τον Απρίλιο του [[1953]], διορίστηκε επιμελητής της έδρας της Κλινικής και Γενικής Παθολογίας στη νεοσύστατη ([[1950]]) Κτηνιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Το έτος [[1956]] αναγορεύτηκε Υφηγητής και το [[1958]] εξελέγη Τακτικός Καθηγητής της ως άνω έδρας. Το [[1986]], μετά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία, με πλούσιο διδακτικό, συγγραφικό και ερευνητικό έργο, του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ομότιμου Καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πέρα από τα διδακτικά και ερευνητικά του καθήκοντα, συμμετείχε ενεργά στα πανεπιστημικά δρώμενα. Διετέλεσε Κοσμήτορας της Σχολής κατά τα έτη 1961-62, 1974-75 και 1979-80, Συγκλητικός κατά το έτος 1966, ενώ ανέλαβε χρέη Προπρύτανη, μετά τη μεταπολίτευση, κατά τη μεταβατική περίοδο 1974-75. Επίσης, διετέλεσε διυθυντής του Τομέα των Κλινικών του Τμήματος Κτηνιατρικής κατά την περίοδο 1982-84. Τέλος, ασχολήθηκε από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας στο Πανεπιστήμιο με τη σύνταξη του κτιριακού προγράμματοος και των σχεδίων των εγκαστάσεων της έδρας, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μέχρι το 1969 επέβλεψε στη δόμηση των παραπάνω εγκαταστάσεων.
 
Το ερευνητικό του έργο, όπως άλλωστε και το διδακτικό του, αφορούν στην [[παθολογία]] όλων σχεδόν των ειδών [[κατοικίδιο ζώο|κατοικιδίων ζώων]], τα [[ιπποειδή]] και τα [[μηρυκαστικά]]. Οι έρευνες του περιελάμβαναν ευρεία κλίμακα νοσημάτων: λοιμωδών, μεταβολικών, στερητικών και τοξικώσεις. Τονίζεται ιδιαίτερα έρευνα σχετική με τη λοιμώδη αναιμία των ιπποειδών που οφείλεται σε [[ρετροϊός|ρετροϊό]] ανάλογο με εκείνο του [[AIDS]] που επέτρεψε την εντόπισή του για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Με βάση αυτή την έρευνα ορίστηκε εισηγητής στο 20ο Παγκόσμιο Κτηνιατρικό Συνέδριο.
 
Σε ότι αφορά στις τοξικώσεις εντόπισε δηλητηριάσεις σε έγκυες αίγες από την κατανάλωση καπνόφυτων που είχαν ως αποτέλεσμα τη γέννηση εριφίων με αρθρογρύπωση, λυκόστομα και σχιστή υπερώα. Τέτοιου είδους βλάβες εντοπίστηκαν για πρώτη φορά διεθνώς και επιβεβαιώθηκαν από Αμερικανούς ερευνητές σε χοίρους και σε βοοειδή. Επίσης, εντόπισε περιπτώσεις μολυβδίασης σε ίππους και τοξικώσεις από σίδηρο και χαλκό σε πρόβατα.
 
Επίσης ασχολήθηκε με μεταβολικά νοσήματα σε σχέση με τα δομικά στοιχεία [[ασβέστιο]], [[φώσφορος|φώσφορο]], [[θείο]] και κυρίως με τα [[ιχνοστοιχείο|ιχνοστοιχεία]] [[χαλκός|χαλκό]], [[μολυβδαίνιο]], [[κοβάλτιο]], [[μαγγάνιο]], [[ψευδάργυρος|ψευδάργυρο]], [[σελήνιο]], όπου η έρευνα του θεωρήθηκε πρωτοποριακή. Λόγω των εργασιών του για τα ιχνοστοιχεία ορίστηκε μέλος της πρώτης επιτροπής στα πλαίσια της [[Ευρωπαϊκή Ένωση|Ευρωπαϊκής Ένωσης]] για τη Ζωική Παραγωγή. Οι σχετικές εργασίες του αναφέρονται βιβλιογραφικά διεθνώς τόσο σε ξένα συγγράμματα όσο και σε σχετικές ερευνητικές εργασίες με 131 αναφορές στο [[Citation index]].
Στα πλαίσια της έδρας της Κλινικής και Γενικής Παθολογίας στη Κτηνιατρική Σχολή πραγματοποιήθηκαν σειρά διατριβών υπό την εποπτεία του (τρεις κτηνιατρικές και μία ιατρική υφηγεσία, επτά κτηνιατρικά, δύο ιατρικά και ένα της φυσικομαθηματικής σχολής διδακτορικά). Από τους 11 ερευνητές που πραγματοποίησαν διατριβές στην έδρα, οι 8 κατέλαβαν στη συνέχεια θέσεις καθηγητών πανεπιστημίου.
 
Ιδιαίτερα στενές ήταν οι σχέσεις του με τον ιατρικό κόσμο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ‘Εταιρίας Νευρομυοπαθολογίας’ σε εκδηλώσεις της οποίας έδωσε σειρά διαλέξεων σχετικά με τη σημασία των ιχνοστοιχείων για τους ζωικούς οργανισμούς και ιδιαιτέρα για τον άνθρωπο. Επίσης έδωσε διάλεξη για το σελήνιο στην ‘Εταιρία Καρδιολογίας Βορείου Ελλάδος’. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω επέβλεψε 3 ιατρικές διατριβές στην έδρα της Κλινικής και Γενικής Παθολογίας.
 
Στο συγγραφικό του έργο το περιλαμβάνονται τα βιβλία ‘Κτηνιατρική Γενική Παθολογία – Προπαιδευτική και Συμπτωλογία’ (1975) και ‘Κτηνιατρική Ειδική Παθολογία’ (1975).
 
Τιμήθηκε με σειρά διακρίσεων, όπως τα παράσημα ''Chevalier de l’Ordre National du Mérite de la République Française'' και ''Officier de l’Ordre du Mérite Agricole de la République Française'', ενώ το [[1976]] εκλέχτηκε Αντεπιστέλλον Μέλος (Membre Correspondant) της Γαλλικής Κτηνιατρικής Ακαδημίας. Τέλος διετέλεσε επίτιμο μέλος της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρίας.