Φαινομενολογία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 21:
Κάποια χρόνια μετά τη δημοσίευση του πιο σημαντικού του έργου, Λογικές Διερευνήσεις (Logische Untersuchungen, πρώτη έκδοση 1900-1901), ο Χούσερλ οδηγήθηκε στη διάκριση μεταξύ της πράξης της συνείδησης (νόηση) και των φαινομένων στα οποία η νόηση κατευθύνεται (νοήματα). Οντολογική γνώση θα ήταν δυνατή μόνο μέσω της αναστολής όλων των υποθέσεων και a priori δεκτών αξιωμάτων για την ύπαρξη εξωτερικού κόσμου. Τη διαδικασία αυτή, που βρισκόταν στον αντίποδα του παραδοσιακού γνωσιολογικού [[ορθολογισμός|ορθολογισμού]], την ονόμασε ''εποχή'' (epoché). Έτσι η φαινομενολογία αναδυόταν ως μία [[αντικειμενισμός|αντικειμενική]], επιστημονική μέθοδος εξέτασης της συνείδησης και των περιεχομένων της. Ο Χούσερλ πίστευε ότι το σύνολο της φιλοσοφίας θα μπορούσε να στηριχθεί πάνω στο οικοδόμημα της φαινομενολογίας.
 
Ο Χούσερλ, αργότερα επικεντρώθηκε στις ιδανικές, θεμελιώδεις δομές της συνείδησης. Καθώς ήθελε να αποκλείσει κάθε υπόθεση για την ύπαρξη εξωτερικών αντικειμένων, εισήγαγε τη μέθοδο της ''φαινομενολογικής αναγωγής'' για να τις απαλείψει. Αυτό που απέμεινε είναι το καθαρό υπερβατικό εγώ, σε αντιπαράθεση με το συμπαγές εμπειρικό εγώ. Τώρα η υπερβατική φαινομενολογία είναι η μελέτη των βασικών δομών που απομένουν στην καθαρή συνείδηση: αυτό ισοδυναμεί με τη μελέτη των νοημάτων και των σχέσεων μεταξύ τους.<ref>Παπαδόπουλος Παναγιώτης Σ., «Ιστορία και οντολογία της φύσης στη φαινομενολογία του E. Husserl», Λεβιάθαν 5 (1989), 107-115.</ref>
 
== Η φαινομενολογία του Χάιντεγκερ και οι διαφορές με αυτή του Χούσερλ ==