Επάγγελμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Nataly8 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ +
Γραμμή 1:
Ο όρος '''επάγγελμα''' στη γενικότερη αντίληψη χαρακτηρίζει την κατά κλάδο ή αντικείμενο συνήθη ασκούμενη βιοποριστική ενασχόληση, (εργασία), του κοινωνικού ανθρώπου.
{{Προς Βικιλεξικό}}
 
Καθεαυτού ο όρος στις κοινωνικές επιστήμες είναι απογραφικός. Από τη μελέτη της αγοράς εργασίας η έννοια του επαγγέλματος ακολουθεί τις κοινές σημασίες που προσλαμβάνει στη καθημερινή χρήση του, όπως π.χ. απασχόληση, εργασία, ένταξη, αποστολή, λειτουργία, κίνηση κ.λπ. Έτσι απλούστερα, αλλά και σύμφωνα με τον ορισμό που έχει δοθεί από τον [[Διεθνές Γραφείο Εργασίας]], επάγγελμα χαρακτηρίζεται το "είδος της βιοποριστικής εργασίας", ανεξάρτητα από τον κλάδο παραγωγής μέσα στον οποίο συντελείται ή παρέχεται αυτή (η εργασία) και ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει το άτομο σ΄ αυτή.
Η εργασία που ασκεί κάποιος για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την επιβίωση,κάθε εργασία κοινωνικα ή νομικά αποδεκτή που ασκείται για τον βιοπορισμό.(Κλειστό ~)το επάγγελμα που η απόκτηση άδειας για την άσκηση του υπόκειται σε αυστηρούς εθιμικούς ή νομικούς περιορισμούς.
 
Όμως ο παραπάνω γενικός αυτός ορισμός δεν ισχύει κυρίως ως προς το δεύτερο προσδιοριστικό σκέλος σε όλα τα κράτη όπως σημειώνεται στο Πολύγλωσσο Δημογραφικό Λεξικό του ΟΗΕ, όπου η ταξινόμηση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού "κατά θέση εις το επάγγελμα" ή "θέση στην απασχόληση" προσδιορίζεται από πολλούς διαφορετικούς απογραφικούς όρους, στις διάφορες χώρες.
 
Η εργασία που ασκεί κάποιος για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την επιβίωση,κάθε εργασία κοινωνικα ή νομικά αποδεκτή που ασκείται για τον βιοπορισμό.(Κλειστό ~)το επάγγελμα που η απόκτηση άδειας για την άσκηση του υπόκειται σε αυστηρούς εθιμικούς ή νομικούς περιορισμούς.